Η ευθύνη για την απώλεια της πρώτης κατοικίας χιλιάδων συμπολιτών βαρύνει αποκλειστικά τον κ. Μητσοτάκη
Η φτωχοποίηση του λαού αποτελεί μια ασύμμετρη απειλή για την Κοινωνία και την ίδια τη Δημοκρατία. Παρόλα αυτά δεν παύει να είναι μια συνειδητή επιλογή της νεοφιλελεύθερης Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, με καταστροφικές συνέπειες όχι για τον ίδιο, τους άριστους και τους λίγους, αλλά για την κοινωνική πλειοψηφία αυτού του τόπου.
Η αδυναμία της Κυβέρνησης, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, η προκλητική στάση της απέναντι στα προβλήματα καθημερινότητας, την αγωνία των πολιτών για αξιοπρεπή διαβίωση και η γενικότερη αίσθηση απουσίας δικαίου στη χώρα, οδηγούν την κοινωνία σε τεράστια αδιέξοδα. Συν τοις άλλοις, η εμμονή της σε μια πολιτική, που στοχεύει στην αναδιανομή του πλούτου από τα μεσαία και χαμηλά στρώματα, υπέρ των μεγάλων, οδηγεί κυριολεκτικά στην αφαίμαξη των συμπολιτών μας. Ανθρώπων που, για συναπτά έτη, βιώνουν τις επιπτώσεις των πολλαπλών κρίσεων, οικονομικών, περιβαλλοντικών, φυσικών καταστροφών, υγειονομικών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιβίωση τους.
Τους τελευταίους μήνες, με την ασύλληπτη ακρίβεια σε αγαθά πρώτης ανάγκης αλλά και υπηρεσίες, οι περισσότεροι απειλούνται με βίαιη φτωχοποίηση, ενώ ο Πρωθυπουργός της χώρας έδινε, για μεγάλο χρονικό διάστημα, την ευκαιρία σε ιδιώτες παρόχους του ρεύματος, λειτουργώντας ολιγοπωλιακά, να κερδοσκοπούν σε βάρος των καταναλωτών.
Οι οικονομικές ανισότητες είναι άρρηκτα συνυφασμένες με την ΝΔ του Μητσοτάκη. Θα λέγαμε αυτοσκοπός της, καθώς τα εκτεταμένα φαινόμενα αισχροκέρδειας κάνουν την εμφάνισή τους, από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 και μάλιστα χωρίς να λαμβάνουν τέλος.
Η Κυβέρνηση δημιουργεί εδώ και τέσσερα σχεδόν χρόνια τις κατάλληλες συνθήκες για την διεξαγωγή των πλειστηριασμών και την απώλεια των κατοικιών των συμπολιτών μας. Ουσιαστικά, διευκολύνει μια τεράστια αναδιανομή πλούτου από τους ευάλωτους σε εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων, στρώνοντας σιγά αλλά σταθερά, το έδαφος ώστε τα funds και οι servicers να νομιμοποιούνται πλήρως να προχωρούν σε πλειστηριασμούς, κάτι το οποίο αποφασίστηκε και με τη βούλα από τον Άρειο Πάγο, προ ημερών, προκειμένου να μην υφίσταται πια θέμα νομικής διχογνωμίας για τις εφαρμοστέες διατάξεις.
Για εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες επιστρέφει αδυσώπητος ο εφιάλτης, καθώς η ολέθρια απόφαση της Ολομέλειας, ώστε οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων να κάνουν πλειστηριασμούς βάσει του νόμου 3156/2003 που δεν θέτει καμιά δικλείδα ασφαλείας και όχι με βάση τον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ 4354/2015 που προστατεύει τους ιδιοκτήτες απέναντι στους servicers.
Η σημερινή χρονική συγκυρία είναι δε ιδιαιτέρως κρίσιμη, καθώς, πρόσφατα, πραγματοποιήθηκε η 5η διαδοχική άνοδος των επιτοκίων, όχι μόνο καταγράφοντας τεράστια αύξηση, αλλά ταυτόχρονα και μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, οδηγώντας τους δανειολήπτες σε αδιέξοδα, αφού θα κληθούν να πληρώνουν από εδώ και στο εξής για την εξυπηρέτηση του στεγαστικού δανείου τους, πολύ περισσότερα σε σχέση με πέρυσι. Πολίτες βλέπουν τη μηνιαία δόση τους να αυξάνεται μέχρι και 117,8%, επιβεβαιώνοντας τις δραματικές επιπτώσεις στη ρευστότητα τους. Ακόμη και οι μέχρι σήμερα ενήμεροι δανειολήπτες μπορεί να απειληθούν άμεσα από πλειστηριασμούς λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
Το 2015, σε πολύ δύσκολες μνημονιακές συνθήκες, ο ΣΥΡΙΖΑ επέκτεινε το πλαίσιο προστασίας του νόμου Κατσέλη, με τον νόμο 4336/2015, στοχεύοντας στη λήψη άμεσων μέτρων για τη μείωση των κόκκινων δανείων, ψήφισε τον νόμο 4354/2015, εισάγοντας αυστηρές πρόνοιες διαφάνειας και προστασίας των δικαιωμάτων των δανειοληπτών, πρόβλεψη για φορολόγηση των ενεργειών των funds, υποχρέωσή τους να διαθέτουν έδρα στην Ελλάδα ή στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, αποκλείοντας επιθετικά funds που εδρεύουν σε φορολογικούς παραδείσους, και υποχρέωσή τους για πρόταση ρύθμισης προς τους οφειλέτες.
Η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ, συνολικά, στόχευσε στην ελάφρυνση των οφειλετών, των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, κυρίως είχε διασφαλίσει σε διαπραγμάτευση με τους θεσμούς την προστασία της πρώτης κατοικίας μέχρι τέλους του 2019, οπότε και θα έθετε σε εφαρμογή ένα ολιστικό σχέδιο για τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους.
Στην απέναντι πλευρά βρίσκεται ο κ. Μητσοτάκης, ο Πρωθυπουργός που δεν δίστασε εν μέσω πανδημίας να φέρει τον νέο Πτωχευτικό Νόμο, καταργώντας κάθε προστασία της πρώτης κατοικίας, την υποχρεωτικότητα της πρότασης για ρύθμιση πριν την εκποίηση, με τους δανειολήπτες επί της ουσίας να αδυνατούν να κάτσουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές και ως εκ τούτου να οδηγούνται σε fasttrack πλειστηριασμούς χωρίς καμία προστασία, αφού φρόντισε να συνδέσει με τον νόμο 3156/2003, τις μεταβιβάσεις των δανείων από τράπεζες σε σ funds. Κατά αυτό τον τρόπο, κατήργησε κάθε φορολογική επιβάρυνση για τα funds στερώντας περί τα 50 δισ. φορολογικά έσοδα από το ελληνικό Δημόσιο.
Η Ν.Δ. που χρωστά 400 εκ. στις τράπεζες, επιτρέπει στα funds να βγάζουν στο σφυρί σπίτια για μερικές χιλιάδες ευρώ. Η κυβέρνηση, που συνδέεται με Πάτση, Χειμάρα, Μαραβέγια, Κουτούπη, Ροδάκο και πολλές ακόμα γαλάζιες ακρίδες, που πλούτισαν στις πλάτες του λαού, ευθύνεται για την αύξηση του ιδιωτικού χρέους κατά 40 δισ., την μείωση της αγοραστικής δύναμης μισθών και την καταρράκωση των εισοδημάτων.
Ο κ. Μητσοτάκης, ευθύνεται αποκλειστικά για αυτήν την τεράστια κοινωνική καταστροφή και παρόλα αυτά αρνείται κατηγορηματικά να αναλάβει την ευθύνη που τον βαραίνει, δίνοντας πολιτική λύση στο πρόβλημα, με νομοθετική ρύθμιση που θα αναστείλει τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας. Αρνείται να υπερασπιστεί τόσο τα συμφέροντα του δημοσίου όσο και αυτά των δανειοληπτών. Η κοινωνία καλείται πάλι να πληρώσει αδρά τις πολιτικές επιλογές της ΝΔ. Μιας Κυβέρνησης που προτιμά την ρευστοποίηση των περιουσιών των πολιτών, αντί να υψώσει τοίχος προστασίας της στέγασης των νοικοκυριών.
Αυτή τη στιγμή, περισσότερο από ποτέ είναι απαραίτητες ξεκάθαρες και στοχευμένες λύσεις.
*Ο Σωκράτης Βαρδάκης είναι βουλευτής Ηρακλείου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία