Το δώρο του Γιανίτσαρου

Παράδοξον αντίθεσιν απετέλει μεταξύ των ραγιάδων της Κρήτης ο Δημήτριος Καλλιβρετάκης. Ο άνθρωπος ούτος ηδύνατο να είπη ότι εγεννήθη υπό ευτυχή αστέρα. Διήλθεν αρκετά έτη εν σχετική ευημερία και σπανίως έκυπτε το μέτωπόν του υπό την ύβριν του γιανιτσαρισμού⸱ Την εξαιρετικήν δε ταύτην τύχην ώφειλεν εις την προστασίαν του ισχυροτάτου μεταξύ των Τούρκων της Μεσαράς Ιβραήμ αγά Καραμπέτη. Τοιαύται προστασίαι τούρκων υπέρ χριστιανών δεν ήσαν όλως ασυνήθεις κατά την εποχήν εκείνην, οφειλόμεναι ως επί το πλείστον εις την επιρροήν των ελληνίδων, τας οποίας οι γιανίτσαροι ελάμβανον διά της βίας συζύγους. Αλλ’ η προς τον Καλλιβρετάκην εύνοια του Καραμπέτη είχε διάφορον αιτίαν. Ο Καλλιβρετάκης ήτο ομογάλακτος με τον δευτερότοκον υιόν του αγά, τον ονομαζόμενον Δεμήρ. Έτυχε δηλαδή καθ’ ήν εποχήν η μήτηρ του Δημητρίου εγαλούχει αυτόν, να θηλάσει επί τινας ημέρας και εκείνον.
Εις εξωμότης ελαχίστην ή ουδεμίαν προσοχήν θα έδιδεν εις γεγονός τοιούτον⸱ αλλ’ ο Ιβραήμ αγάς ήτο γνήσιος μουσουλμάνος και ακριβής μέχρι λεπτολογίας περί την τήρησιν των διατάξεων του Κορανίου και θρησκευτικών εθίμων⸱ ως τοιούτος δ’ επίστευεν ότι το μητρικόν γάλα αδελφοποιεί τους ανθρώπους και όταν ακόμη ανήκωσιν εις διάφορον θρήσκευμα. Άλλως τε ο Καραμπέτης ήτο εκ των ολιγίστων εκείνων τούρκων ους οι ραγιάδες απεκάλουν φρόνιμους και καλούς.
Εις αυτόν όμως κάλλιον θα ήρμοζε να ονομάζηται όχι κακός διότι δεν ήτο φίλος των χριστιανών αλλά και δεν τους κατεδίωκεν, ως οι λοιποί Τούρκοι. Τούτο αποδοτέον εις την φυσικήν αγαθότητά του. Ήτο φύσις αγαθή και γενναία τείνουσα προς υπεράσπισιν του ασθενούς κατά του ισχυρού. Αλλά τα ευγενή ταύτα ένστικτα εύρον εν τη καρδία του κρατερούς αντιπάλους, την θρησκείαν και την ανατροφήν. Το Κοράνιον, η ανατροφή και το παράδειγμα των άλλων τούρκων τον εδίδαξαν ότι ο Χριστιανός ήτο ζώσα άρνησις και ύβρις κατά της θρησκείας του Προφήτου, ον βδελυκτόν και αποτρόπαιον, το οποίον ο ορθόδοξος μουσουλμάνος, όταν δεν κατώρθου να εισαγάγει εις την θρησκείων του Μωάμεθ, καθήκον είχε να βασανίζει ποικιλοτρόπως, και επί τέλους να φονεύει. Ούτως επετελέσθη πάλη εν τη συνειδήσει του, πάλη αμφίρροπος, ήτις τον ηνάγκασε να επιζητήσει τον δυνατόν συμβιβασμόν των διαμαχομένων εκείνων δυνάμεων. Εις τούτο δε τον εβοήθησεν αυτό το Κοράνιον, όπερ, καίτοι κηρύττει απίστους και καταδιωκτέους τους Χριστιανούς, αναγνωρίζει ουχ ήττον την αγιότητα και την θείαν αποστολήν του Χριστού. Τη βοηθεία της αντιφάσεως ταύτης ηδυνήθη να χαράξει μέσην τινά οδόν μεταξύ του φανατισμού και της άκρας ανεξιθρησκίας. Ούτε εχθρός, ούτε φίλος. Διατί άλλως τε να κακοποιεί τους ραγιάδες, αφού διά της εργασίας και των φόρων, ους επλήρωνον, ήσαν τα μέγιστα ωφέλιμοι εις το κράτος; Μήπως δε και αυτοί ούτοι οι τούρκοι της νήσου δεν έζων εκ της εργασίας και του ιδρώτος των ραγιάδων; Αν οι χριστιανοί εξωλοθρεύοντο, τίνες θα ειργάζοντο μετά τούτο, όπως τοις παρασκευάζωσι τον αμέριμνον και ησυχαστικόν βίον, ον ήδη διήγον, μόνην ασχολίαν έχοντες την εις τα όπλα εξάσκησιν;
Πολλάκις ηκούσθη λέγων, προκειμένου περί γιανιτσαρικής τινός θηριωδίας κατά χριστιανού: «Δεν είναι καλά πράμματ’ αυτά». Αλλά τούτο μόνον. Άλλοι θρήσκοι τούρκοι προσείχον μεν να μην συντρίψωσι διά του ποδός των τους εν τη οδώ μύρμηκας, αλλ’ ελαφρά καρδία ενέπηγον την μάχαιραν εις τα στήθη του χριστιανού⸱ διότι εκείνους μεν εθεώρουν δημιουργήματα (μαχλουκάτ) του Θεού, τούτον δ’ άπιστον (γκιαούρ). Άλλ’ ο Καραμπέτης και της ζωής του μύρμηκος εφείδετο και τον χριστιανόν δεν ηνώχλει⸱Διότι δεν ηρνείτο μεν ότι ήτο γκιαούρης ο ραγιάς, παρεδέχετο όμως συγχρόνως ότι και αυτός κατελέγετο μεταξύ των έργων του Δημιουργού και προ πάντων ότι ήτο χρήσιμος και αυτός προς διατήρησιν της ισχύος και του μεγαλείου του Πατισάχ, του υπερτάτου Καλίφου. Και κατέληγεν ούτως εις το συμπέρασμα, ότι η ευημερία των απίστων δεν ήτο αλυσιτελής προς κραταίωσιν της θρησκείας των πιστών.
Υπό την ισχυράν λοιπόν αυτού προστασίαν εύρε μεγίστην ανακούφισιν η οικογένεια Καλλιβρετάκη. Οι γιανίτσαροι το μεν εκ σεβασμού προς αυτόν, το δ’ εκ φόβου, δεν ετόλμων πλέον να τους ενοχλήσωσιν. Ούτε αγγαρείας τοις επέβαλλον πλέον, ούτε η περιουσία, η τιμή και η αξιοπρέπεια αυτών διέτρεχε κίνδυνόν τινά.
Ο Δημήτριος εσπούδασε τα Εκκλησιαστικά ή κοινά λεγόμενα γράμματα εις την πλησίον μονήν, διδαχθείς την γραφήν, προσόν σπανιώτατον τότε, διότι οι ολίγιστοι γραμματισμένοι της εποχής εκείνης συνήθως μόνον ανάγνωσιν εδιδάσκοντο. Συνεπεία τούτου ο Καλλιβρετάκης επεκλήθη αναγνώστης τίτλος αποδιδόμενος εις τους κατόχους των κοινών γραμμάτων διότι οι τοιούτοι ψάλλουσιν εις τας εκκλησίας. Η προσωνυμία δε αύτη επεκράτησεν εντός ολίγου του κυρίου ονόματός του και ήτο γνωστός πλέον ως Αναγνώστης Καλλιβρετάκης ή, κατά την συνήθη εν Κρήτη σύμπτυξιν του ονόματος και του επωνύμου, Καλλιβρεταναγνώστης. Θα ήτο δ’ εικοσιπέντε περίπου ετών, ότε ενυμφεύθη την Μαρίνα θυγατέρα του Πρωτόπαπα της πλησίον κώμης Π, νεάνιδα ωραίαν και γλυκυτάτην τον χαρακτήρα. Απαιτήσει του Καραμπέτη ο γάμος των εγένετο μετά πρωτοφανούς πομπής. Ο Αγάς προσέφερε τους καλλίστους των ίππων του διά τους νυμφίους και τον πύργον του διά την εστίασιν των πολυαρίθμων προσκεκλημένων. Ήτο όλος χαρά την ημέραν εκείνην, ωσεί ετέλει τον γάμον τινός των υιών του. Μετέβη δε και εις τον ναόν κατά την στέψιν και αναρτήσας εις το πέπλον της νύφης ορμαθόν φλωρίων ενετικών, ηυχήθη αυτοίς εν πατρική συγκινήσει: «Να ζήσετε, παιδιά μου, και να γεράσετε καλόκαρδοι κι ευτυχισμένοι!». Μετά δε την αποπεράτωσιν της στέψεως ο Δεμήρ, όστις ήτο περιχαρής, εξεκένωσεν επανειλημμένως τας αργυράς του πιστόλας, πράγμα το οποίον επί μακρόν διηγούντο μετά θαυμασμού οι χριστιανοί χωρικοί: «Σε ρωμαίικο γάμο τουφεκιές!.. Μεγάλο πράμμα! Και τέτοιος γάμος, τέτοιος γάμος! Μουδέ ρωμιοσύνη νάτονε…».
Διήλθον δέκα έτη ευτυχείς, όσον δύναται τις να είναι ευτυχής όταν βλέπει την πατρίδα του κύπτουσαν υπό τον φοβερώτερον των ζυγών και τους αδελφούς του υποφέροντας τα πάνδεινα. Κατά το διάστημα δε τούτο απέκτησαν τέσσερα τέκνα. Άλλ’ η ευτυχία εκείνη επέπρωτο να σβεσθεί μετ’ ου πολύ. Νόσος ανήρπασε τον Καραμπέτην, μετά τινας δε μήνας, πεσών εκ του ίππου του ο Δεμήρ απεβίωσε και αυτός. Και ιδού ο δυστυχής Καλλιβρετάκης άνευ προστάτου εις την διάκρισιν των ανοσίων γιανιτσάρων. Ήρχισαν αι αγγαρείαι, αι εξυβρίσεις, αι απειλαί. Εντός ενός μηνός έλαβε παρά γιανιτσάρων υπέρ τα δεκαπέντε μηνύματα, όπως τοις πέμψει χρήματα. Και αφού έστειλεν όσα κι αν είχε, συμπεριλαμβανομένων και των φλωρίων άτινα απετέλουν το περιδέραιον της συζύγου του, ηναγκάσθη να πωλήσει και τους βους του. Μετά τούτο ήρχισαν να σφετερίζονται τας γαίας και τους ελαιώνας, άτινα είχον αποκτήσει αυτός και ο πατήρ του διά του ιδρώτος των. Εντός ολίγου θα έμενε πάμπτωχος και θ’ απέθνησκον της πείνης τα τέκνα του… Πιθανώς όμως δεν θα επρόφθανε να δοκιμάσει και την αλγηδόνα εκείνην⸱ από ημέρας εις ημέραν, από στιγμής εις στιγμήν ανέμενε να λάβει καμμίαν σφαίρα κατάστηθα. Ήτο καιρός αφού υπέστη τόσα⸱ ήτο περιττός πλέον.
Ω, πόσον ήλλαξεν! Εντός ενός έτους εγήρασε κατά δέκα έτη. Διά μιας σχεδόν ελευξάνθησαν οι κρόταφοί του, απισχνάνθησαν αι παρειαί του και ερυτιδώθη το μέτωπον αυτού. Κατήντησεν αγνώριστος. Άλλοτε ήτο ο μόνος ίσως χριστιανός, όστις ετόλμα να ενδύηται μετά τινος φιλοκαλίας, διότι οι γιανίτσαροι εθεώρουν το τοιούτον αύθαδες και προκλητικόν⸱ τας Κυριακάς δε μετέβαινεν εις την εκκλησίαν, φορών ενδύματα εξ’ εριούχου, φέσιον ερυθρόν και διπλά κίτρινα στιβάνια. Άλλ’ ήδη μόλις ανεγνωρίζετο υπό τα πεπαλαιωμένα βαμβακερά του ενδύματα, εν οις έπτησσε περιδεής και υπό το μαύρον φέσιον, το οποίον ήσαν υποχρεωμένοι υπό των γιανιτσάρων να φέρωσι πάντες οι ραγιάδες εις ένδειξιν υποταγής και ταπεινότητος.
Ούτως είχον τα κατ’ αυτόν, ότε επιστρέψας εσπέραν τινά εκ τινος αγγαρείας, συνήντησεν εις την θύραν του τον υπηρέτην ενός των αγάδων του χωρίου. Έσωθεν δ’ η γυνή του ίστατο κλαίουσα. Τούτο τον επλήρωσεν ανησυχίας, τοσούτο μάλλον, καθ’ όσον η Μαρίνα ήτο έγκυος, διανύουσα το κινδυνωδέστατον της κυήσεως στάδιον.
-Καλησπέρα τσ’ αφεντιάς σου, Μουράτ αγά, είπε θέτων την δεξιάν επί του στήθους και σταθείς ταπεινώς προ του υπηρέτου.
-Καλησπέρα Καλλιβρέτο, απήντησεν εις τόνον υπεροπτικόν μέχρι περιφρονήσεως ο Τούρκος. Ο αγάς έχει μουσαφίρηδες και θα στέσει χορό και μ’ έπεψε ν α σου πω να φέρεις τη γυναίκα σου. Τση τόπα κα τσ’ ίδιας κι ήρχιξε να κλαουρίζει/ Μ’ απ’ αυτά δεν βγαίνει πράμα… Παράξενο, βαλλαΐ, μ’ αυτές τση ρωμιές να κλαίνε πως τση καλούνε να γλεντήσουνε!
Ο Καλλιβρετάκης από ωχρού εγένετο πελιδνός, ακούων ταύτα. Την ύβριν ταύτην δεν είχεν υποστεί ακόμη, να στείλει την σύζυγόν του όπως χορεύσει εν μέσω κραιπαλούντων γιανιτσάρων, όπως υποστεί τας μάλλον ανηκούστους των ύβρεων!
-Μα Μουράτ αγά-ετραύλισε- θωρείς πως είναι βαρεμένη…
-Βαρεμένη ξεβαρεμένη δεν ακούω ’γω, είπεν ο υπηρέτης, σχεδόν οργίλως, απομακρυνόμενος.
Ο Καλλιβρετάκης τον ηκολούθησε βήματά τινα ικετεύων:
-Για το Θεό, Μουράτ αγά, για το Θεό κάμε…
Άλλ’ ο υπηρέτης έμεινεν άκαμπτος.
-Αί, πε του αγά, πως δεν μπορώ να τη φέρω⸱ φοβούμαι το κρίμα… είπεν ο Καλλιβρετάκης εν τόνω απελπιστικής αποφάσεως και επανήλθεν εις την οικίαν του.
Ο Μουράτ, αφού περιήλθεν οικίας τινάς χριστιανικάς ακόμη και μετέδωκε την διαταγήν του αγά, επανήλθε παρ’ αυτώ, νυκτός ήδη. Ο αγάς, Μεχμέτ Πρινούρης ονομαζόμενος, ήτο ανήρ τεσσαράκοντα πέντε περίπου ετών, αναστήματος μετρίου, ρικνός και ξανθός, εκ των βλοσυρών εκείνων ξανθών, περί ων δύναται τις να είπει, ότι είναι πεπλασμένοι διά δηλητηρίου. Εκάθηντο περί την πλουσίαν τράπεζαν αυτός και οι ξένοι του, πέντε γιανίτσαροι ελθόντες εξ’ Αμπαδιάς προς επίσκεψίν του, και ο μέλας οίνος έρρεεν άφθονος.
-Αί είπες σε όλες; Ηρώτησεν ο οικοδεσπότης τον υπηρέτην, άμα εισελθόντα.
- Ναίσκε, αγά, και μόνο ο Καλλιβρέτος μούπε πως δεν θα φέρει τη γυναίκα του.
-Γιάντα; Ηρώτησεν ο αγάς εν εξάψει και ημιανεγέρθη διά βιαίου κινήματος.
-Είναι, λέει, βαρεμένη, μα εγώ θαρρώ πως άλλη αιτία δεν είναι παρά πως θυμάται τα παλιά του.
Ο αγάς εγέλασε σαρδώνιον και αφήκεν αποτρόπαιον γρυλλισμόν.
-Τον γκιαούρη, τον γκιαούρη… είπε σείων απειλητικώς την κεφαλήν. Τα παλιά του θυμάται, μα τα παλιά του περάσανε… Για πήγαινε Μουράτη, φέρε μου τονε.
Ο υπηρέτης εξήλθεν ο δε Μεχμέτ εξηκολούθησε:
-Καλά το λέω ’γω, ο ρωμιός θέλει μαχαίρι, γιατί λόγο λίγο να πάρει πάνω του θα μας ε-καβαλικέψει.
Και διηγήθη στους ομοτράπεζους πώς και διατί απήλαυσεν ο Καλλιβρετάκης της προστασίας του Καραμπέτη, προσθέσας:
-Φρόνιμο άθρωπο τον ελέγανε τον ρεμετλή τον Ιβραμήμ αγά, μα γω, βάλαϊ, θαρρώ πως είχε λίγο μυαλό και νερουλιασμένο κι εκείνο. Ο ρωμιός δεν θέλει να του δώσεις μούρη. Ακούτ’ εφέντημ’ ένας παλιογκιαούρης, ένας ταυλόπιστος να μου σηκώσει σεφέρι και να μην κάνει ’κείνο που του λέω! Εδά οϊλέσα καμπάνα’κτύπησε ’πα! Μα θα δείτε ένα παιγνίδι πούχω να του παίξω του σιόρ Καλλιβρέτου. Καλά θα γελάσωμε.
Συγχρόνως ήρξατο να γελά, φανταζόμενος βεβαίως το παιγνίδιον εκείνο. Έπειτα έλαβε κύπελλον, πλήρες οίνου, το οποίον ύψωσε λέγων: Στση χαρές μας αγαδάκια! Και έκλεισε μειδιών τον ένα οφθαλμόν. Στην υγειά των ρωμιοπούλων που θα μας ε-καλοκαρδίσουν απόψε!
-Εβίβα! Απήντησαν οι ξένοι και συνέκρουσαν τα ποτήρια των.
Την στιγμήν εκείνην εισήλθεν ο υπηρέτης ακολουθούμενος υπό του Καλλιβρετάκη, όστις εβάδιζεν κύπτων, ως κατάδικος, συντετριμμένος υπό του δέους και μόλις συγκρατούμενος επί των ποδών του.
-Χος γκελντί, μωρέ Καλλιβρέτο, ανεφώνησεν ο Μεχμέτ αγάς, μειδιών το βεβιασμένον και δηλητηριώδες μειδίαμά του.
-Για τσ’ αφεντιάς σας αγάδες, είπεν ο Καλλιβρετάκης με ασθενή και υπότρομον φωνήν, και έστη με τα χείρας εσταυρωμένας.
-Και γιάντα, νάχωμε καλό ρώτημα, δεν φέρνεις, λέει, τη γυναίκα σου στο χορό;
-Είναι βαρεμένη, αγά, και δεν μπορεί να κουνηθεί η δερνομοίρα.
-Ε δεν πειράζει, μωρέ κακομοίρη Καλλιβρέτο, είπεν ο αγάς με τόνον ευσπλαχνίας και οίκτου, και συγχρόνως αντήλλαξεν λαθραίον μειδίαμα μετά των Αμπαδιωτών γιανιτσάρων. Και πίνεις, μωρέ, μια;
-Σαν το ορίζεις, αγά, πίνω, απήντησεν ο Καλλιβρετάκης⸱ και λαβών το ποτήριον, όπερ έτεινε αυτώ ο Μεχέτ αγάς, έπιεν.
-Πάμε δα, είπεν εγειρόμενος ο αγάς, να σου δώσω και μια καρπούζα να τη βαστάς τση γυναίκας σου. Μπορεί να τη ζήτηξεν η όρεξή της κι είναι κρίμα να μη δώσεις κιανείς τση βαρεμένης ένα φαγώσιμο που το θέλει.
Ο Καλλιβρετάκης, αναθαρρήσας μικρόν τον ηκολούθησε και εξήλθον. Οι δε Αμπαδιώται, οίτινες, ενώ ελάλει ο Μεχμέτ αγάς, εκρυφομίλουν υπογελώντες, εξερράγησαν ήδη εις κτηνώδεις γέλωτας.
-Διαολεμένος αυτός ο Μεχμέτ αγάς, έλεγεν ο εις. Εγώ κόντεψε να πιστέψω πως στην αλήθεια κιόλας τον ελυπήθηκε τον γκιαούρη!
-Να μη γελάσει καθόλου; Έλεγεν ο άλλος.
-Αυτός είναι, μάτια μου, χασάπης με όλα τα τερτίπια.
-Το ρωμαίικο αίμα το πίνει και τραγουδεί.
Εν τούτοις η σύζυγος του Καλλιβρετάκη, έμπλεως απαισίων προαισθημάτων και φόβου, ίστατο εις την θύραν της οικίας της και μετ’ ανησυχίας ητένιζε την προς την οικίαν του Μεχμέτ αγά. Τα δύο δε μεγαλύτερά της παιδία, οιονεί συναισθανόμενα την συμφοράν, ήτις τα ηπείλει, ίσταντο πλησίον της πτήσσοντα και σιωπηλά. Παρήλθεν αρκετή ώρα και η ταλαίπωρος γυνή ησθάνετο λιποψυχίαν εκ της συσφιγγούσης την καρδίαν της αγωνίας, ότε είδε ερχόμενον τον γνωστόν υπηρέτην Μουράτ, κρατούντα σακκίδιον τρίχινον. Το σακκίδιον τούτο δεν εφαίνετο κενόν. Ο Μουράτ φθάσας την εχαιρέτισε μετ’ απροσδοκήτου σεβασμού και φιλοφροσύνης, εγχειρίσας δ’ αυτή τον σάκκον της είπε:
-Χαιρετίσματα Αναγνώσταινα, απού τον αγά μου και δεν πειράζει, λέει, πως δεν θαρθείς στο χορό⸱ και σου πέμπει μια καρπούζα γιατί έμαθε πως είσαι βαρεμένη. Και τον Αναγνώστη, λέει, θα τονέ κρατήξει μια-ολιά ώρα.
Η Μαρίνα διά μιας ανυψώθη από της κολάσεως εις τον ουρανόν. Οι οφθαλμοί της εξήστραψαν υπό ελπίδος και χαράς. Και δεν έβρισκεν ευχάς αρκετάς υπέρ του Μεχμέτ αγά και λόγους όπως ευχαριστήσει τον Μουράτην. Τα δάκρυα, άτινα προ μικρού ύγραιναν τους οφθαλμούς της εξηράνθησαν διά μιας⸱ και αφού εχαιρέτισε τον Μουράτην εισήλθεν εις την οικίαν με βήμα ζωηρόν και χαρωπόν, κρατούσα από του σχοινίου τον σάκκον. Τα παιδιά, φαιδρυθέντα και αυτά, την ηκολούθησαν σκιρτώντα και φωνάζοντα:
-Θα τηνέ κόψεις την καρπούζα. Ε μα, δεν θα τηνε κόψεις;
Εις το βάθος της οικίας, παρά την εστίαν, ελαιόλυχνός τις διέχυνεν ασθενές φως, αφίνον το μέγιστο μέρος της οικίας εις πένθιμον ημίφως. Προ του λύχνου τούτου φθάσασα η Μαρίναεστήριξε κατά γης τον σάκκον, ενώ τα παιδιά σταθέντα εκατέρωθεν αυτής προσήλωσαν επ’ αυτού τους υπό της περιεργείας και της ορέξεως ευρυθέντας οφθαλμούς των. Το φως του λύχνου έπεσεν εντός του σάκκου και η Μαρίνα ενώ έκυπτεν ίνα εξαγάγει το δώρον του αγά, αντί καρπουζίου, είδε κάτι τι μαύρον… ως κόμην… Φρίκη παγερά διεχύθη καθ’ άπαν αυτής το σώμα, αλλά η χειρ της επρόφθασεν ν’ ανατρέψει τον σάκκον και εκυλίσθη εις το έδαφος η… κεφαλή του Καλλιβρετάκη, αιμόφυρτος και με οφθαλμούς ανοιχτούς και διεστραμμένους υπό της αγωνίας…
Η τάλαινα γυνή εκεραυνοβολήθη υπό του σπαρακτικού και τρομερού εκείνου θεάματος και εκβαλούσα πεπνιγένην κραυγήν κατέπεσεν αναίσθητος. Τα δε παιδιά καταπλαγέντα επί μίαν στιγμήν, επλήρωσαν μετά τούτο την οικίαν σπαρακτικών ολοφυρμών…
Συγχρόνως ηκούσθησαν εις την οδόν οι ήχοι λύρας και ο θόρυβος των βημάτων των γυναικών του χωριού, εταβαινουσών εις τον χορόν του αγά, εκ της οικίας του οποίου ήδη εξήρχετο εκκωφαντικός ορυμαγδός ασμάτων κραιπάλης.
(Περιοδικό «Εβδομάς» έτος Δ’ το. Δ’ Αθήναι 1887)