"Οι μπότες"
Ο Κονδυλάκης ενοίκιαζε δωμάτιο σε δίπατο σπίτι. Στο απάνω πάτωμα η σπιτονοικοκυρά είχε εγκαταστήσει ένα αξιωματικό.
Κι οι δυο ξενύχτηδες, αλλά ο αξιωματικός ερχόταν αργότερα απ’ το δημοσιογράφο (Κοντυλάκη), γδυνόταν, πετούσε χάμω με δύναμη τις μπότες του κι ανησυχούσε τον Κονδυλάκη στο πρωτοΰπνι του. Μια μέρα τέλος πάντων, ο Κοντυλάκης του λέει:
«Δεν μπορείς ν’ αφήνεις χάμω ήσυχα ήσυχα τις μπότες σου; Τις πετάς και με ξυπνάς».
«Με συγχωρείς», του απαντά ο άλλος, «δε θα ξαναγίνει. Άλλη φορά θα προσέχω». Επρόσεξε μια δυο, αλλά οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα. Ένα βράδυ, καθώς γδυνόταν (κι ο Κονδυλάκης κοιμόταν ήδη στο ισόγειο), βγάζει την δεξιά μπότα, μπαμ, την πετάει κάτω με δύναμη. Ο Κοντυλάκης ξυπνά, θυμώνει, δε μιλεί όμως.
Περιμένει να πέσει κι η άλλη μπότα, να γυρίσει από τ’ άλλο πλευρό και να κοιμηθεί. Εν τω μεταξύ όμως ο αξιωματικός αντιλήφθηκε την αταξία του, έβγαλε το άλλο του υπόδημα, τ’ απίθωσε προσεχτικά στο πάτωμα, δίχως τον παραμικρό θόρυβο. Πού να ξέρει όμως ο Κονδυλάκης τι έγινε! Περιμένει, περιμένει το δεύτερο βρόντο, τίποτα. Τότες ξεσπά δυνατά:
«Πέταξε, μωρέ κερατά, και την άλλη για να ησυχάσω»!
*Από τον πρόλογο του Ν. Τωμαδάκη στο βιβλίο του Ιωάννη Κονδυλάκη «Όταν ήμουν δάσκαλος»