Οι Βιαννίτες ριμαδόροι

Ο Γιώργος Κόμης ήταν ένας σπουδαίος και προικισμένος Βιαννίτης. Η «προίκα» και το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του μεταβιβάστηκαν αρκούντως σε παιδιά κι εγγόνια. Για την ιστορία, θα σας αναφέρουμε ότι παιδί του ήταν μια μεγάλη βιαννίτικη μορφή, ο Μανώλης Κόμης, σπουδαίος χιουμορίστας που έπαιζε μαντολίνο και τραγουδούσε θαυμάσια, βαθύτατα δημοκράτης που πλήρωσε βαρύ τίμημα για τις προοδευτικές του ιδέες, ένας από τους λίγους Βιαννίτες που η Χούντα των συνταγματαρχών απέλυσε από την υπηρεσία του (ήταν προϊστάμενος ΕΛΤΑ Αρκαλοχωρίου), ενώ ήταν και σπουδαίος αρθρογράφος με καταπληκτικά χρονογραφήματα, που έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες του Ηρακλείου.
Ένα ακόμη παιδί του Γιώργη Κόμη, ήταν ο Γιάννης, σπουδαίος επίσης χιουμορίστας, μερακλής (επίσης έπαιζε μαντολίνο), άριστος ράπτης, ο οποίος δυστυχώς πέθανε νεότατος χτυπημένος από την επάρατο.
Ο Νίκος Κόμης είναι ένα ακόμη από τα αγόρια της οικογένειας, που δε χρειάζεται περαιτέρω συστάσεις. Σπουδαίος βιολιστής και μαντολινάρης, με ανεξάντλητο χιούμορ.
Η τετράδα των «αρσενικών» κλείνει με μια άλλη, εξ’ ίσου σημαντική μορφή, το δάσκαλο, Σήφη Κόμη, με τη αισθαντική φωνή και το ευαίσθητο παίξιμο στο μαντολίνο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα τέσσερα αγόρια του Γιώργη και της Ευθυμίας Κόμη ήταν κάτι σαν την οικογένεια Σούκα στο κλαρίνο ή τους Κονιτοπουλαίους στα νησιώτικα, μόνο που οι Κόμηδες, ουδέποτε «είδαν» την τέχνη ως εμπόριο, αλλά ως την απόλυτη έκφραση της ευαισθησίας τους.
Ο αξεπέραστος Γιώργης Κόμης
Την οικογένεια Κόμη συμπλήρωναν οι εξαιρετικές παρουσίες τριών ακόμη κοριτσιών, της Τσιτσινιάς, της Μαριάννας, της Μανδάνης.
Ο Γιώργης Κόμης λοιπόν ήταν ένας άνθρωπος που λάμπρυνε με την παρουσία του, το χιούμορ και την φλεγματικότητά του, την Βιάννο της εποχής του. Ενδεικτικό του αστείρευτου χιούμορ του, είναι και το ακόλουθο περιστατικό έτσι όπως μας το διηγήθηκε ο καλός μας φίλος, εγγονός του Γιώργη Κόμη, ο επίσης Γιώργος Κόμης, γιατρός:
Ήταν στα γεράματά του ο Γιωργής και βρέθηκε με τον εγγονό του, που τότε ήταν φοιτητής της ιατρικής, στον περίβολο του Κουμπέ, στην Πλατεία Κορνάρου στο Ηράκλειο. Ξάφνου περνάει από μπροστά τους μια αέρινη ύπαρξη. Ο παππούς κοιτάζει εκστατικός το πανέμορφο κορίτσι, αλλά, αντιλαμβάνεται ότι το «αποσβόλωμά» του, δεν πέρασε απαρατήρητο από τον εγγονό. Προκειμένου δε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, αλλά και εν πλήρη ειλικρινεία λέει: «Διαχρονικό το πρόβλημα Γιωργάκη μου. Όταν ήμουν νέος έλεγα, να την πάρω από πίσω κι αν μου έλεγε όχι; Τώρα πάλι, λέω να την πάρω από πίσω, αλλά αν μου πει ναι;»!
Ενδεικτικό του υψηλού χιούμορ του Γιώργη Κόμη, είναι και το παρακάτω ποίημα το οποίο απήγγειλε ο ίδιος στην χοροεσπερίδα που έγινε στην πλατεία της Άνω Βιάννου, κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (Οι παλιότεροι θα θυμούνται ότι τη βραδιά αυτή τραγούδησε ένα απ’ τα αηδόνια της Βιάννου, η Ελένη του Ρεθεμνιώτη, η οποία μάγεψε τους παριστάμενους).
Σκιαγραφώντας με άψογο ποιητικό λόγο πρόσωπα και πράγματα, ο Γιωργής Κόμης απέσπασε το θερμό χειροκρότημα του κόσμου.
Ήρθα κι εγώ μαζί μ’ εσάς
σαν να ’μουν παλικάρι,
ξεπέρασα την αλεπού
που πήγε στο παζάρι
Εδώ εμαζευτήκαμε
πλούσοι, φτωχοί και γέροι,
οι νέοι να ερωτεύονται
κι οι γέροι για φενέρι
Να βλέπω και να μη μιλιώ
δεν τα βαστά η ψυχή μου,
θα «ξεσκεπάσω» τα τρωτά
πριν σβήσει η ζωή μου
Πρώτα για τους υπάλληλους
και για την… προυχοντία,
θα ψάλλω τον «εξάψαλμο»
γιατ’ έχουν τα πρωτεία
Ύστερα στους σουσούρηδες
π’ αφήνω παραπίσω
κάτι θα γράψω και γι’ αυτούς
δεν θα τους λησμονήσω
Αρχίζω με τον Διοικητή
που μ’ έχει στο στομάχι
πράμα ποτέ δεν του ’καμα
κι όλο μ’ εμένα τα ’χει
Όπου με δει γριφίζει μου,
πάντοτε με μαλώνει,
κι αν διπλαρώσω και καμιά
πάντοτε μ’ ανελώνει…
Συγγνώμη ανθυπασπιστή
σ’ ορκίζω στην ψυχή σου
όμορφη σαν την μούρη σου
είναι και η ψυχή σου;
Μη μοιάσεις του Διοικητή
και παίρνεις με από πίσω
γιατί κι εγώ ’χω δύναμη
γερά να σε χτυπήσω
Ε, Αγρονόμε, ίντα λες,
να γράψω στα χαρτιά μου
για σε που σ’ όλους έγραψα
ή θα ’βρω τον μπελά μου;
Σε ξένες σκιές* μπαλώνομαι
και συ τ’ απαγορεύεις
μη με δικάσεις για κλεψά!
Εσύ δε χωρατεύεις
Όπως φοβάται ο διάολος,
φοβάται το λιβάνι
έτσι στας δικασίμους σου
’ποφεύγει τ’ αμφιβάλει
Διευθυντής Δημοτικού
καλά καταρτισμένος
ο Καδιανός ο δάσκαλος
καθ’ όλα μορφωμένος
Κοντός εις το ανάστημα
και μέτρια φων’ έχει
κανονικά τα ρέστα του
η δασκάλα το κατέχει
Πρόεδρος της Κοινότητας
χίλια χρόνια να ζήσει
να φτιάξει την κωμόπολη
να μοιάζει με Παρίσι
Στην κάλπη όλοι πρόθυμοι
πάντα θε ν’ ακλουθούνε
ώστε να κάνεις το καλό
κι εμείς θα σε ψηφούμε
Εισαγγελίας γραμματικέ
ποτέ μην αποθάνεις
στη χώρα Κονταξάκη μας
πάντα δουλειές να σάνεις
Διαμάντι ως υπάλληλος
τίμησες το χωριό σου
και στις παρέες που γλεντάς
δεν βρίσκεται όμοιός σου
Μαμή, εσένα θα ’θελα
περίσσια να παινέσω
αλλά μπερδεύει η γλώσσα μου
θαρρώ δεν θα μπορέσω
Μαμή, τι έχω σαν σε δω
κι ολόκληρος μαργώνω
σιρώνουνε τα σάλια μου
και δεν τ’ ανεμαζώνω
Μαμή κι οδοντογιάτρουσα
λουκούμια συριανά ’ναι
ζηλεύω τα τα μπάσταρδα
αυτά που θα τα φάνε
Εγέρασα δεν έχω μπλιο
δόντια ούτε για μέλι
ούτε λουκούμια δε μασώ
σαν το μωρό κοπέλι
’Χθρεύομαι τα παράσιτα
που απομυζούν τη Βιάννο
να σιωπήσω δε βαστώ
θέλω να τα ξεράνω
Δυο δικηγόρους έχομε
ο ένας χηρεμένος
ο άλλος είναι απάντρευτος
μα ’ναι ξεκλωσσισμένος
Ο Λασηθιώτης είν’ γερός
μ’ ορκίσθη στην κερά του
ώστε να ζει σ’ άλλη καμιά
μη βάλει τα απαυτά του
Ο άλλος δεν παντρεύεται
αυτούνου φράγκα δώστου
αυτά ’χει για οικογένεια
αυτά ’ναι κι ο Θεός του
Λένε πως τον φοβίσανε
πως θα του τα δακάσει
μια κοπελιά τα «εκείνα» του
για ’κεινο και τρομάσει
Τους τρεις γιατρούς τους χώρισα
σε δυο κατηγορίες
στους δυο χρωστώ και δε μιλώ
για θα ’χω φασαρίες
Να μη τους μοιάσει ο άνδρας σου
να θες να πάνε ίσια
Γιάτρουσα, δώσε του δουλειά
τη νύχτα σας περίσσια…
Τους τρεις παπάδες που ’χομε
τουτέστι ιερωμένους
αν κρίνω αμερόληπτα
τους βρίσκω λερωμένους
Ο νους μου ενερούλιασε
για όλα αυτά που γράφω
εξέχασα να αναφερθώ
στο Συμβολαιογράφο
Αν κάμει ένας μήνυση
όλοι σε μια να μπείτε
μαδήσετε την έρμη μου
ν’ αποζημιωθείτε!
Συγγνώμη απ’ όλους σας ζητά
φίλοι, ο Γραφολόγος
αστεία είτε σοβαρά
δεν σας βαρίσκει ο λόγος
Του χρόνου φίλοι αν δεν ζω
δαυλός στον πισινό σας
η άρκλα μου θα κλειστή
κι όλος είναι δικός σας.
Η πανέμορφη αυτή φωτογραφία είναι από μια τέτοια χορεσπερίδα. Διακρίνονται από αριστερά: Οι Λάκης και Γιώργος Π. Κονταξάκης, Δημήτρης Κουφαλιτάκης, Λάκης Καρυωτάκης, Μιχάλης Πλαντζουνάκης, Αντιγόνη Κουφαλιτάκη, Ελένη Κριαράκη και Δημήτρης Γαλανάκης. Σε δεύτερο πλάνο, διακρίνονται οι Στέργιος Λουλάκης, Μένιος Πετράκης, Γιάννης Αγαπάκης (Σταλιό), Κωστής Μιχελογιαννάκης, Χαρίλαος Κοντονασάκης, Νίκος Μ. Πετράκης, Λευτέρης Καρτσάκης.
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"