Μια ταχινή στη Βιάννο
Το παρακάτω στιχούργημα έγραψε ο καλός φίλος Αντώνης Ι. Κοντονασάκης, οποίος, δυστυχώς έφυγε νεότατος από τη ζωή. Μας το έστειλε από τα Χανιά, όπου ζούσε, και το δημοσιεύσαμε στην Ηχώ της Βιάννου. Το αναδημοσιεύουμε στη μνήμη του.
Μια ταχινή σηκώθηκα να πάω να ποτίσω,
μα έπρεπε να πιω καφέ τα μάτια μου ν’ ανοίξω.
Πάω λοιπόν για τον καφέ στο διπλανό ντουκιάνι
και βρίσκω εκειά τον Κόπανο και τον Πλαντζουνογιάννη.
Εβάστα τη μουζίκα ντου κι ενήμενε να φέξει
εις τη κορφή του Μαφεζέ να πάει να την παίξει.
Γιατί εκειά ’χανε ωζά τα δυο Θεοπιστάκια
κι όλο ζημιές εκάνανε στα νέα μουρελάκια.
Και σαν επόπια τον καφέ είπα να γείρω κάτω
μα σαν τη πόρτα εδιάβηκα θωρώ και τον Τσαγκάτο.
Απ’ το Λουτράκι ερχότανε και είχε μαϊνάρει
γιατί τον είχε ο Τσαγκουρνής πάντα αλετρουβιάρη.
Μα όπως επροχώρησα νάσου τον Κουσκουμπέκη
και το βιολί του εκράτειενε σαν να ’τανε τουφέκι!
Εις το Πετρούνι επήγαινε να κάμει περασάδα
και με τη γλύκα του βιολιού να πει μια μαντινάδα
Αγάλι αγάλι επήγαινα, σίμωσα στου Τελώνη
που κούτσα κούτσα ο φουκαράς το γάιδαρό του στρώνει
Στ’ αόρι θα νε πήγαινε στου Χαλασιά τη βρύση
απού ’χε πέτρες πάμπολλες να τσοι ξετροχαλίσει
Να βρει μια μαγεριά χοχλιούς το βράδυ σαν γυρίσει
με τέχνη η Τελώναινα θα του τσοι μπουμπουρίσει.
Δυο βήματα ως έκαμα θωρώ τον Κοκκινάκη
κι εβάστα παραμάσκαλα ένα καλό θρινάκι.
Κι αυτός την ώρα ενίμενε για να αποδιαφωτίσει
το στάρι που ελώνεψε να πάει να λυχνίσει.
Όπως εκατηφόριζα τ’ Αϊ Γιωργιού τη σκάλα
στω Κονταξήδω ήστεκε η Άννα η δασκάλα.
Κιαμιά εκδρομή θα πήγαινε οθέ τα Μουρελάκια
και πρέπει πως περίμενε εκειά τα κοπελάκια.
Συνέχισα το δρόμο μου, όταν θωρώ τη Θράσα
και κάτι έλεγε στ’ αυτί του Νικολή του Πάσα.
Απ’ ό,τι εκατάλαβα δεν λέγανε για μάσα
μα κάποιον πρέπει θέλανε να πιάσουνε στα… πράσα.
Εις του Σηφάκη απέναντι στου Κοντυλοδασκάλου
εκειά δεν ήμουν σίγουρος τ’ αυτιά μου αμφιβάλλου(ν).
Ο Κατσαρός ο Νικολής έλεγε στο Μαρίνο
κάτι που σχέση θα ’χενε πρέπει με το Κρεμλίνο.
Σαν έφταξα στον πλάτανο του Μιχαήλ Αρχαγγέλου
με όλη μου τη δύναμη παίζω μια του κουτέλου!
Καλαϊτζής, Μελίτακας, Μιχάλης Νοσοκόμος
κι ακόμη το «Κακό» Γιωργιό που ήτανε Αγρονόμος.
Ο Κουτρουμπάς, ο Σκαρβελάς του Σταύρου ο Ερρίκος
μα και το Κατσαρογιωργιό κι ο Μπάμπης ο Φυντίκος.
Τ’ ακορντεόν εκράταγε ο Μανώλης Παπαγιάννης
εκεί θαρρώ πως ήτανε κι ο Γιάννης τσ’ Αντριάνης.
Όλοι εκουβεδιάζανε κι εκάνανε κονσούρτο
που θα τα κοπανίζανε αργά το βράδυ ετούτο.
Θέλετε τ’ αποτέλεσμα να το εξιστορήσω;
Δεν μου ’μεινε καθόλου νους να πάω να ποτίσω!
Οι ταχινιάρηδες πολλοί μα εγώ αναφέρω μόνο
εκείνους που συνάντησα στον εδικό μου δρόμο.
Κι αν θέλετε να μάθετε ποιος είναι που ριμάρει
να μη μου σεκλετίζεστε σας κάνω εγώ τη χάρη.
Εις το Σωρό καθόμουνα σιμά στο κουτσουνάρι
οι φίλοι μου με κράζανε «Αλέκτωρ» - Πετεινάρι!