Μαντινάδες της παρηγοριάς
Αν ήξερα την τύχη μου
τι νόμος τηνέ πιάνει
βαριά θα τηνέ δίκαζα
για όσα μου ’χει κάνει
Τύχη σκληρή και άπονη,
τύχη μου εναντία
πες μου, γιατί, με δίκασες
να ξέρω την αιτία
.
Με δίκασες και δεν μπορώ
τα πόδια να πατήσω
μέχρι την πόρτα να σταθώ
τον ήλιο να αντικρύσω
.
Εμένα που από μικρή
στον ήλιο, στον αέρα
σε μπόρες και κακοκαιριές
μα ζούσα ευτυχισμένα
.
Τα τρία χρόνια πέρασαν
που ’μαι καθηλωμένη
στην πολυθρόνα ανήμπορη
και παραπονεμένη
.
Και τις περνώ τις μέρες μου
γράφοντας μαντινάδες
το πιο ωραίο φάρμακο
στου πόνου τις μπελάδες
.
Και προσπαθώ στον πόνο μου
κουράγιο για να δώσω
παράδειγμα για να γενώ
άλλες καρδιές να σώσω
.
Και τραγουδώ τους πόνους μου
την ώρα να περάσω
την πονεμένη μου καρδιά
να τη διασκεδάσω
.
Οι μερακλίνες το ’χουνε
κι είναι πάντα θλιμμένες
κι είναι στα χείλη γελαστές
μα στην καρδιά κλαμένες