Η σύναξη του Κερατοκάμπου
Από παέ θα παίξω μια
να βγω στσ’ Ανεμολάκους
ούτε στρατό φοβούμαι μπλιο,
ούτε χωροφυλάκους!
Όπως λέει ο Σαββόπουλος, εμείς του ’60 οι εκδρομείς, οι ηλικίες δηλαδή του ’46, ’47, ’48, ’49, είχαμε εξ’ αρχής ένα πρόβλημα· πώς να πάρουμε τη σκυτάλη και την ευθύνη και να διαδεχτούμε μεγάλες φυσιογνωμίες από τις προηγούμενες σειρές, Κατσαρογιώργηδες, Σοφοκλήδες, Νικολή του Πάσα, Κωστή Φουρναράκη, Μάνο Μανδαλάκη, το Γρηγόρη, το Μάστορα, το Σταυρούλη, τον Σκαρβελά, τον Καρπαθία, τον Ψαρολόγο και πολλούς άλλους ακόμη. Να δημιουργήσομε πολιτισμό αντάξιο του δικού τους, με όλες τις αποχρώσεις που θα μπορούσε να πάρει σε μια Βιάννο ακμάζουσα, όπως ήταν τη δεκαετία του ’60. Χωρίς αστεία μας στοίχειωνε ο φόβος της σύγκρισης· γιατί όταν οι προαναφερόμενοι μεσουρανούσαν, οι γενιά η δικιά μου έπαιζε ακόμη τον παιδικό εμφύλιο «Πλάκας-Χωριού» που στην «μεγαλοφυή» του σύλληψη, μπορεί να μην είχε ταξικές αναφορές, για μας όμως ήταν απλά ένα παιγνίδι.
Αφού ακόμη κλέβαμε τη ρακή και την πίναμε στη ζούλα, κυρίως από το τεζιάκι του Απόστολου και φυσικά ούτε που τολμούσαμε να σκεφτούμε τότε τις «εξαγωγές» λαδιού που εσείς είχατε ήδη αναγάγει σε επιστήμη.
Η ευθύνη λοιπόν ήταν μεγάλη και φυσικά φοβόμαστε μην τα κάνουμε θάλασσα. Όταν μάλιστα στη φάση της ενηλικίωσης αναγκαστήκαμε να μπούμε στα… βαθιά, τότε καταλάβαμε «τι εστί βερίκοκο».
Αυτή η ενηλικίωση, περνούσε αναγκαστικά από το ευαγές ίδρυμα, το Γυμνάσιο Βιάννου. Εκεί, όπως τότε λειτουργούσε το παιδαγωγικό σύστημα, έπρεπε να έχεις τον απαιτούμενο αριθμό απουσιών από τα γνωστά «καμίνια», όπως και ανάλογες ημέρες αποβολών. Με την είσοδο στο Λύκειο, δρέψαμε τις πρώτες δάφνες και λίγο πριν την έξοδο, είχαμε εισπράξει αισίως, καμιά σαρανταριά ημέρες «υποχρεωτικής» άδειας. Φυσικά συμβάλαμε κι εμείς υποχρεωτικά, στην παράταση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Εκείνη μάλιστα την εποχή, ιδρύσαμε τα πρώτα καπνιστήρια: το χειμερινό, στον «οίκο Τιμοθέου», στο σημερινό Κέντρο Υγείας και το θερινό, στις πεζούλες της Κοντυλομαρίας, κάτω απ’ την περίφημα «αρκαλιά» του Κοντυλογιάννη και στον Κουρούτιδω, κοντά στο σημερινό βιολογικό, με την πασίγνωστη πλέον φλεγόμενη, αλλά μη καιόμενη βάτο. Αλλά η ενηλικίωση περνούσε τότε και από τον προσκοπισμό, όπου υπήρξαμε άριστοι μαθητές και άξιοι διάδοχοί σας. Με τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα στα χωριά της επαρχίας, «ο νέος χρόνος π’ έφτασε ποτέ μη σας πικράνει», τις εκδρομές με καντηλίτσες και ψαλιδιές μέσα στο λεωφορείο που περνούσε αγκομαχώντας βουνά και λαγκάδια για να μας πάει για πρώτη φορά στην πόλη· και τις φρουρές στους επιτάφιους των συνοικιών της κωμόπολης. Κοντινό πλάνο: τα πρόσωπα του γυναικωνίτη, τα αδηφάγα βλέμματα που διασταυρώνονται· οι γκριμάτσες που μιλούν έντονα χωρίς λόγια· οι ατάκες που μεταδίδονται αστραπιαία και χρωματίζουν περίεργα τις ψαλμωδίες που φτάνουν στ’ αυτιά μας. Αυτή η περίφημη ενηλικίωση περνούσε και από τον Κερατόκαμπο, απ’ το δρόμο του φαραγγιού, έδρα ως γνωστόν των «απανταχού διαβολόπαιδων και βιαννιτόπουλων», με τα σαλμουδάκια και τις ρακές μέχρι τελικής πτώσεως, στα καφενεία του Νικήτα και του Κοκόλα.
Και βέβαια από την ακόρεστη πείνα της εποχής, με τις δικαιολογημένες κλεψές στα μποστάνια, τις αγκινάρες και τα φρούτα εποχής. Και το «θείο δώρο», στο Σκούρο, ένα λαγό γεμάτο κοτρώνια, που αντί να μας στείλει στο Βενιζέλειο, μας έστειλε στο παρακείμενο δώμα, για ένα ιδιότυπο… σοβάντισμα σε παλαιό κτίριο, εκεί κάπου στο Σωμαράδω.
Αλλά περνούσε και από το χαρκιδιό του μπάρμπα Νίκου, του Τζιγκιτζούλα, στα ενετικά χαλάσματα. Εκεί διδαχτήκαμε τα απίθανα ερωτικά σουξέ του και πιο πολύ το ερωτικό του παραμύθι, σύμφωνα με το οποίο, ένας Ρομπέν των δασών, αφήνει το τόξο του, για να αναμοχλεύσει ένα παλιό ερωτικό του πάθος μέχρι θανάτου!
Η περίοδος της ενηλικίωσης και ο παλαιός χρόνος μας, σαν διεθλασμένος μέσα από μεγεθυντικό φακό, φαντάζει τεράστιος για το σημερινό χρόνο· κι όχι μόνο τεράστιος αλλά πυκνός, ασφυκτικά πυκνός, από γεγονότα και πρόσωπα.
Αλλά η περίοδος της ενηλικίωσης περνούσε και από τις περίφημες χοροεσπερίδες στην πλατεία της Βιάννου, όπου με επιτυχία νομίζω σας διαδεχτήκαμε στο σερβίρισμα.
Οι απόκριες πάλι, ήταν στο αίμα μας. Κρυβόμασταν στις αυτοσχέδιες μάσκες, ονειρευόμαστε και δραπετεύαμε. Νομίζαμε δηλαδή ότι δραπετεύαμε, αλλά είχαμε κάνει λάθος· στην πραγματικότητα στο ίδιο τρυπάκι θα μπαινοβγαίνουμε μια ζωή.
Τέλος πάντων, άλλο πλάνο τώρα· πολύ μακρινό! Παλιό δημοτικό. Κόσμος πηγαινοέρχεται. Πρόσωπα με ή χωρίς μάσκες. Εκείνοι στέκονται στην πόρτα και κρυφακούνε· τα αστεία, τα γέλια των θαμώνων, τους ήχους· κλέβουν τη μουσική την ώρα που ανοίγει η πόρτα· το σκηνικό τους συναρπάζει, αλλά στην τελική, η μουσική εγγράφεται στο βινύλιο του μυαλού τους. Γρατζουνισμένος ή όχι, ο δίσκος αυτός, ακούγεται και σήμερα και τους συγκλονίζει.
Η ενηλικίωση όμως, περνούσε και από τις πισίνες της εποχής, τις στέρνες. Εμείς τότε με υπόδειξη των συναγωνιστών Πλακιωτών, μετά τη συμφιλίωση, αντί για το Σπαρτί και το Βρυσίδι, ανακαλύψαμε τις στέρνες του Κουζαρογρηγόρη και του Τριγωνάκη στη Ρούσα Κεφάλα. Φυσικά τα «μπάνια του λαού» συνοδεύονταν και από απίθανες φάσεις, συνέπεια μια διαολοπαράξενης λίμπιντο.
Στη φάσης της ενηλικίωσης επίσης, αποκτήσαμε εύσημα και περγαμηνές, ειδικά όταν αποφασίσαμε να εντρυφήσουμε τα της νομικής επιστήμης. Έτσι άρχισαν οι δοσοληψίες μας με την αγροφυλακή και την αστυνομία και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε στο εδώλιο του κατηγορουμένου και μάλιστα «δι’ ασήμαντον αφορμή», όμως αυτό δεν έχει πια καμιά σημασία.
Την ίδια περίοδο μάλιστα, όπου εσείς μάλλον την «έχετε κάνει» από τη γενέτειρα, μελετούμε με εμβρίθεια και την επιμέλεια ανηλίκων από πρώτο χέρι, σε στενή συνεργασία με ωραιοτάτη ύπαρξη, που το ντύσιμο και το γενικότερο παρουσιαστικό της μας αναστατώνει. Φλας-μπακ τώρα! Σωτήριο έτος 1947! Τη χρονιά που ξεκινούμε οι περισσότεροι εφαρμόζεται το «σχέδιο Μάρσαλ», ενώ ο εμφύλιος μαίνεται και η τρομοκρατία θριαμβεύει. Κοίταξε όμως τι τραγική ειρωνεία… την ίδια χρονιά κάνουμε «εξαγωγή» ποίησης παρακαλώ! Ο Μπολιβάρ του Ν. Εγγονόπουλου, μεταφράζεται στα γαλλικά και κυκλοφορεί σε Παρίσι και Γενεύη. Την ίδια εκείνη «σκοτεινή» εποχή, θα χυθεί άπλετο φως στα μουσικά δρώμενα κι αυτό θα μας αγγίξει μαγικά, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου. 1947 πάλι! Μια δέσμη ανεσπέρου φωτός διαλύει το σκοτάδι. Η «λευκή αχιβάδα» του Χατζιδάκι εκπέμπει φως. Και την ίδια χρονιά το «Πούσι» του μαρκονιστή Νίκου Καββαδία «σπάει» (αν είναι δυνατόν) την πυκνή ομίχλη του ελληνικού τοπίου. 1948 τώρα! Λόρκα και «ματωμένος γάμος» (Χατζιδάκις-Γκάτσος) πάει γάντι με το πολιτικό σκηνικό.
Τώρα 1949! Ο εμφύλιος στην τελευταία πράξη…
Το «λεωφορείον ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς ανάβει τη μεγάλη σκάλα και η Μελίνα «φωτίζει» εκθαμβωτικά το τοπίο, με το αξεπέραστο «χάρτινο το φεγγαράκι».
31 Γενάρη 1949, Θέατρο Τέχνης-ημερομηνία σταθμός κι ο Μάνος στο σκοτάδι, χωρίς ταξιθέτη, προχωρεί άφοβα στην «ανεύρεση του ρεμπέτικου», πράξη επιτακτική και εξόχως τολμηρή.
Δώδεκα χρόνια πριν από μας, η «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου σφραγίζει για πάντα το ελληνικό τραγούδι, ενώ το ’40, έτος επικό, ο Τσιτσάνης με το Στελάκη, λένε «λόγια μαγικά», με μουσική εξόχως ελληνική, όπως υπογραμμίζει ο Χατζιδάκις.
Σ’ αυτό το μουσικό τοπίο μεγαλώναμε και γι’ αυτό η μουσική, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας, όπως και στη δική σας. Το φως που εκπέμπει, θα κάνει πιο ευδιάκριτες τις σκιές και το αντίστροφο.
Από την αρχαγγελική φωνή του Πιτήδειου, στην εκκλησία, μέχρι τη Ριρίκα του Μάστορα, τα ακούσματα του Μάρκου και του Τσιτσάνη, τις κοντυλιές του Μύρου, του Κουσκουμπέκη και του Κόμη στις καντάδες και στους γάμους και στην κατάδυση στο απίστευτο βάθος στη μεγάλη της ανατολικής Κρήτης σχολή με πρωτομάστορα τον Καλογερίδη και οδηγητές τον Πεδουλαύτη, τον Ηρακλή από την Επισκοπή, τον Πτολεμαίο από το Καστέλι, το Σαββαντωνιό και το Καζανάκι, τους δικούς μας.
Από τα σαρανταπεντάρια των πρωτοπόρων της κρητικής μουσικής: Ροδινού, Ναύτη, Μουντάκη, Σκορδαλού, Σηφογιώργη, μέχρι τον Μπαγιαντέρα, τον Παπαϊωάννου το Γούναρη, ώσπου να γίνει η μεγάλη μουσική έκρηξη, όπου το αντιμάμαλο από των παφλασμό των μουσικών κυμάτων μας απογείωσε! Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Λεοντής, Λοΐζος, Μαρκόπουλος, Σαββόπουλος, Ζαμπέτας και η λίστα δεν έχει τελειωμό…
Τα «κόκκινα φανάρια» του Ξαρχάκου το ’63 και «ο χωρισμός» του Ζαμπέτα το ’64, μας δείχνουν καθαρά με ποιους θα πάμε και ποιους θ’ αφήσουμε. Θεϊκό δώρο το Γκρούντικ του Γιάννη της Αταλάντης. Αυτός μας μύησε στις μεγάλες μουσικές δημιουργίες.
Άνοιξε και η βιβλιοθήκη του «Διαβάτη» και μας έπιασε πελάτες. Στην αρχή από περιέργεια και μετά Κονδυλάκης, Καζαντζάκης, Λουντέμης, Σεφέρης, Ελύτης και Ρίτσος μας άγγιξαν με το μαγικό ραβδί και μείναμε εκεί μαγεμένοι. Έτσι αντέξαμε στα πέτρινα χρόνια της μοναξιάς και της μιζέριας. Μ’ αυτές τις αποσκευές αναλάβαμε την ευθύνη να συνεχίσουμε. Κι όμως ήμασταν σε δεινή θέση, αλλά το ’60 μας ξελάσπωσε. Έπνευσε τότε απελευθερωτικός άνεμος και στο Γυμνάσιο-Λύκειο της μεταρρύθμισης Λουκή Ακρίτα-Παπανούτσου. Μαζί με τα πηλίκια με την ξεθωριασμένη γλαύκα, που κάηκαν στο Βράσκο, παραδόθηκε στην πυρά και μια ολόκληρη εποχή, αυταρχισμού και τρομοκρατίας στην εκπαίδευση. Άλλαξαν οι συσχετισμοί δυνάμεων στο Γυμνάσιο-Λύκειο Βιάννου: Κατσαράκης, Λευτέρης Μαστρογιωργάκης, Χορευτάκη, Παπαχατζάκη, Δημήτρης Ραπτάκης, Μανώλης Λουλάκης, Σαπουντζάκη κ.α. ήταν το νέο αίμα στην εκπαίδευση.
Αν και ήχησαν πολλά καμπανάκια, αναστάσιμα, συγκλονιστικά, εμείς τα υποτιμήσαμε και τα προσπεράσαμε. Αργότερα τα βρήκαμε μπροστά μας, έκπληκτοι. Κάποιες φορές, το κέρατό μου, ο ουρανός έριχνε ευαγγέλια κι εμείς κρατούσαμε ανοιχτές ομπρέλες! Ύστερα δικτατορία, στρατός, επαγγελματική αποκατάσταση, κοινωνική ένταξη… κάποιο αόρατο χέρι τράβηξε τη μαύρη κουρτίνα και όλα σκοτείνιασαν. Αλλάξαμε δρόμους, βήμα, κατακερματιστήκαμε. Άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη, που λέει και το λογοκριμένο άσμα. Το χάσμα βάθυνε. Μείνανε μόνο κάτι σπαράγματα, κάτι ανορθόγραφες επιστολές, κάποιες αναμνηστικές φωτογραφίες με ξενέρωτες πόζες, που δε θύμιζαν τίποτα, από ένδοξα χρόνια. Χάθηκε τότε και ο ψηλός με τη φυσαρμόνικα, λίγο πριν πιάσει στα χέρια του το πολυπόθητο απολυτήριο του στρατού και λίγο αργότερα ο Νικολής απ’ το Σωρό, το γελαστό παιδί…
Δεν είναι τυχαίο ότι από το ’66 και μετά δεν ξαναβρεθήκαμε όλοι μαζί. Σε κλιμάκια, ομαδούλες, δυο, τρεις τέσσερις το πολύ. Χωρίς νεύρο και τσαγανό στα στενά του Ηρακλείου, «ξένοι στην ίδια πόλη», να μας λυπάται κι η αστυνομία τώρα πια. Υπήρχαμε και δεν υπήρχαμε τότε. Με τα θραύσματα και τα τραύματά του ο καθένας, που μάταια προσπαθούσε να κρύψει. Και φυσικά υπήρξαν και οι οδυνηρές απώλειες:
Νικολής του Πάσα, Χαραλάμπης Κοντυλάκης, Μιχάλης Αγαπάκης, Νίκος Παπαδημητράκης, Νίκος Μπριντάκης, Αλέξανδρος Δουραχαλής, Γιάννης Γρυλιωνάκης, Νίκος Παπαγιαννάκης, Γιάννης Αγαπάκης (Σταλιό), Στέλλα Καδιανάκη, Γιώργος Πανακάκης και φυσικά το Σάββα, που έγραψε τη δική του σημαντική ιστορία. Υπάρχουν κι άλλοι που πιθανότατα ξεχνώ και ζητώ συγγνώμη. Πιστεύω βέβαια ότι είναι παρόντες στη σύναξη αυτή. «Δεν τελειώνουν έτσι εύκολα αυτοί», λέει ο στιχουργός. Εν πάση περιπτώσει η ιστορία θα κρίνει αν ανταποκριθήκαμε στη «βαριά» ευθύνη να σας διαδεχτούμε, με φόβο, αλλά και με πάθος. Όπως και να ’ναι, εμείς είμαστε εδώ, μαζί σας. Για να βγούμε δυνατοί, έπειτα από μια σειρά ήττες και διαψεύσεις. Και αν μπορούμε να ξανακερδίσουμε το χαμένο χρόνο, όπως θα ’λεγε ο Προυστ. Πριν γίνει πραγματικότητα η ρήση του μεγάλου Τζιγκιτζούλα «παρήκμασ’ η αγάπη μας κι ως άνθος απωλέσθη και έδυσεν ο ήλιος και λαμπάς εσβέσθη».
Τελειώνοντας σας παραθέτω την αγαπημένη μαντινάδα του Αλέκου Δουραχαλή:
Από παέ θα παίξω μια
να βγω στσ’ Ανεμολάκους
ούτε στρατό φοβούμαι μπλιο,
ούτε χωροφυλάκους!
*Το κείμενο επρόκειτο να διαβαστεί στην σπουδαία συνάντηση των «Λαμογιών», που έγινε στις 31 Αυγούστου 2013 στον Κερατόκαμπο και για πρακτικούς λόγους δεν αναγνώστηκε.
Δημοσιεύτηκε στην "Ηχώ της Βιάννου