Η φρισσόπιτα τση γιαγιάς


- Σύμπαλε λεβέντη μου τη φωτιά κι απόκειας πήγαινε στο ντουκιάνι του Καβέ να πάρεις δυο καπνιστές φρίσσες καλές.
- Ξάνοιξε νάναι παχουλές μη σου δώσει πράμα μπακατέλες, γιατί α τσοι του πετάξω στα μούτρα!
- Ετσά μουπε η γιαγιά μου να του πείς.!
- Ξάνοιξε λεβέντη μου, μη σε γελάσει στο ζύγι και πε του να τσοι γράψει.
Στο μεταξύ έχει βάλει σε μια πήλινη μοσόρα αλεύρι, γάλα και διάφορα, ποτέ δε μου πε τη συνταγή, κι έχει μαλάξει χυλό και την έχει σκεπασμένη μ’ ένα άσπρο πανί.
Τ' αποδέλοιπα τα ξέρω.
Βάνει τσοι φρίσσες πάνω στα κάρβουνα, τσοι γυρίζει δυο φορές, ίσα να φουσκώσει η φλούδα ντως, τσοι ξεφλουδίζει και τσοι σκίζει στη μέση.
- Βάλε τσοι δα στο τηγάνι και βγάλε το μεγάλο κόκκαλο και τα μικιά- μικιά εσύ που θωρείς καλά.!
Στένει το τηγάνι στη παραστιά που ‘χει πυρώσει, ένα προπολεμικό, μαντεμένιο, ασήκωτο και κατάμαυρο μέσα κι όξω, ρίχνει μια σταλιά λάδι και με το που τσιστίρισε ρίχνει το χυλό, το σταυρώνει τρεις φορές, μουρμουρώντας μερικά σαλαβαντίζματα.
- Εδά παιδί μου α το γυρίσομε αγάλι - αγάλι τρείς φορές, να ροδίσει κι από τσοι δυό μερές η πίτα, ούτε να σπάσει, μα ούτε να μείνει κι άψητη.
ΥΓ. Πενήντα πέντε χρόνια περάσαν, τέτοια νοστιμιά δε ξαναγεύτηκα , τέτοια πίτα όσο και να προσπάθησα δε τη κατάφερα.
Το αλεύρι ‘φταιγε, το τηγάνι ‘φταιγε, η παραστιά ‘φταιγε, η μυστική συνταγή ‘φταιγε, η πείνα ‘φταιγε, ποτέ δε κατάλαβα.
Χρυσή Αγγελάκη 22/5/1895 - 30/4/1981