Για τη Μαριάνθη που έφυγε νωρίς...


Αγαπούσε τα γράμματα το κοπέλι... ο,τι έπεφτε στα χέρια του το διάβαζε, το αφομοίωνε, το έκανε εικόνες...
Στην πρώτη Δημοτικού λάτρευε την πατριδογνωσία γιατί ήταν πολλά γράμματα μαζεμένα... κι ας μην ήξερε ακόμα να διαβάζει... πολλά γράμματα μαζί, πάντα έχουν κάτι περισσότερο να πουν... Φανταζόταν...
Μεγάλωσε το κοπέλι, διάβαζε με φακό κάτω από τα σκεπάσματα για να μην ενοχλεί, προσπάθησε κι η προσπάθεια καρποφόρησε μια θέση σε ένα Πανεπιστήμιο στην Αθήνα.... Επιτέλους θα έφευγε από το χωριό για να γνωρίσει άλλους κόσμους.
Μεγάλη η χαρά αρχικά, για να μετατραπεί στη συνέχεια σε χαρμολύπη...
Ηρθαν κι οι καλοθελητάδες για τα συχαρίκια, και μετά τις ρακές είπαν κι αυτοί τη γνώμη τους:
"Γύρευε τη δουλειά σου που θα αφήσεις το θηλυκό κοπέλι να πάει στην Αθήνα... δε θωρείς τις τηλεοράσεις; Τόσανα γίβεντα γίνουνται εκειά..."
"Ένα το'χεις.... κράτηξε το επάε κι άσε τα γράμματα... Ποιος θα σε ποκαταλέψει..."
Έξυνε τα μουστάκια ο πατέρας, «μωρέ καλά τα γράμματα μα..... μπακαλούμου...» κι από την αλλη: «δε θέλω να μαζώνει ελιές και να θερίζει... Μα κι άνε βγάλει κακή κεφαλή; Αθήνα ειναι αυτή... δεν ειναι Αρκαλοχώρι...»
Ένας μηνας αδιέξοδο... Το κοπέλι απλά περίμενε και προσδοκούσε. Ήθελε να φύγει...Είχε απογοητευτεί....
Ώσπου ενα βράδυ, κι αφού είχαν πλέον εξαντληθεί τα περιθώρια, έρχεται στο σπίτι η Ουρανία... (δε θυμαμαι να είχε έρθει ποτέ στο σπίτι μας)
- ‘Ηντα κάνετε αξάδερφε...
- Καλώς τηνε.. ήντα καιρός σ’ εριξε επαέ; Κάτσε να πιούμε μια ρακή.
- Κατές εδά οτι δε γειτονεύω... Μα με πήρε η η κόρη μου, η Μαριάνθη, τηλέφωνο και μου 'δωσε παραγγελιά. Ήμαθε οτι το κοπέλι επέρασε στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Να το αφήσεις να πάει, κι εκειά που εχει δυό κοπέλια, θα εχει τρία. Θα το έχει στην προστασία της μέχρι να συνηθίσει γιατι είναι κρίμα να μη σπουδάξει. Έτσα μου είπε να σου πω, και να και το τηλέφωνό της να τηνε πάρεις...
- Μα ήντα λες εδά αξαδέρφη... ήντα ναι τουτηνά η υποχρέωση; Έχω να τηνε δω χρόνια την κόρη σου... ντα και το κοπέλι δεν τηνε κατέχει.
- Ξα σου... εμένα ετσά μου πε να σου πω και για κειονα ήρθα...
Πήγε το κοπέλι στην Αθήνα.... Επιφυλακτικό και φοβισμένο (δεν ειχε φύγει ποτέ μέχρι τότε απο το χωριό)
Τα χιλιάδες, (τρομακτικά στο μυαλό του, δεν είχε ξαναδεί τόσα) φωτάκια που αντίκρυσε όταν το καράβι πλησίαζε στον Πειραιά, μετατράπηκαν σε μια τεράστια αγκαλιά.
Ήταν η Μαριάνθη εκεί και το περίμενε... σα να το ήξερε το κοπέλι απο γεννησιμού του...
Και ναι, πήγε στο Πανεπιστήμιο. Και ναι, εμαθε για τις Πολιτικές Επιστήμες, το Διεθνές Δίκαιο, τη συνθήκη του Μάαστριχτ… κλπ.
Τίποτα όμως απο αυτά δε θυμάται σήμερα...
Θυμάται όμως το μεγαλείο ενός ανθρώπου να βοηθά και να προσφέφει απλόχερα.
Θυμάται την αγάπη που εισέπραξε από μια οικογένεια που δεν την ήξερε καν και όμως το υιοθέτησε συναισθηματικά.
Θυμάται την ανησυχία όταν ήταν κακός ο καιρός: «εδώ θα μείνεις, να κοιμηθείς ... κάνει κρύο... μην κρυώσεις».
Θυμάται μια αγκαλιά που μόνο με της μάνας του μπορει να συγκριθεί....
Απέκτησε δεύτερη οικογένεια το κοπέλι, που μπορούσε να μοιραστεί τα πάντα...
Κι αυτο ειναι το καλύτερο πανεπιστήμιο πουέαχει αποφοιτήσει μέχρι σημερα.
Κι όταν φέτος το καλοκαίρι τα συζητούσαμε, σχεδόν 30 χρόνια μετά, μου έλεγες, «μα που τα θυμάσαι όλα αυτά... αφού δεν έκανα τίποτα....».
Κι όμως, μου άλλαξες τη ζωή ....
Ευχαριστώ Μαριάνθη που με εκανες καλύτερο άνθρωπο.
Θα είσαι πάντα στην σκέψη μου...