Δυο ιστορίες, ένας ο πρωταγωνιστής…


Ο Αλέκος αυτόφωρο
Στη πλατεία στη Βιάννο, μια μέρα επήρε ένα μήλο από το καφάσι του μανάβη που ήταν στο πεζοδρόμιο, τον βλέπει ο αστυνόμος. «Άστο κάτω!», τον διατάζει, κι ίσα που το ’χε βάλει ο έρμος στο στόμα του.
Τι ειπώθηκε ακριβώς δεν ξέρω, η πλατεία γεμάτη ήτανε και τα μούτρα τα αστυνόμου πάσπαρο τα ’καμε. «Και του δίνω ένα αμπάτσο και πεταχτήκανε τα πηλίκια αλλού κι αλλού»! Ετσά μου το ’λεγε.
Σε μια κόλλα χαρτί τονε τυλίξανε κι ύστερα στο περιπολικό και ντουγρού στο αυτόφωρο, στο Ηράκλειο. Εξύβριση αρχής, απείθεια σε όργανο της τάξης, ξυλοδαρμός οργάνου τάξεως κι ένας Θεός κατέει ίντα άλλα γράψανε.
Ο Αλέκος περιμένει τη σειρά ντου, τον ένα πόδα πάνω στον άλλο και την κεφαλή ψηλά με τη μαγκούρα του, αν και όσοι τον θυμάστε, ετσά ’τανε. Έρχεται κι η σειρά ντου. «Αλέξανδρος Κοντάκης», φωνάζει και ξαναφωνάζει, ο δικαστικός κλητήρας. Συντυχιά αυτός.
Με τα πολλά γραφειοκρατικά και τα «Αλέκο με λένε», ο δικαστής τον ρωτά: «Τι έχετε να δηλώσετε κύριε Αλέκο»; «Και πως το ’στεσες οτοσονά μεγάλο δώμα, χωρίς μεσοδόκια κύριε πρόεδρε»!
Το ταβάνι της αίθουσας τόση ώρα ξάνοιγε ο Αλέκος!
«Ετάισε με καλά και με το αμάξι μέχρι τη αυλή του σπιθιού μου με γιάγυρε και σε κάθε χωριό τον ήστενα, μια για με χάλα τ’ αμάξι ντου, μια και πόσο κάνει τ’ αμάξι σου, μια για να κατουρήσω».
του έλεγα.
Χαλάλι ντου.! Μια κούτα τσιγάρα τα άξιζε η ιστορία αυτή, κάθε καλοκαίρι μου την έλεγε, κι απ’ ότι κατάλαβα ο αστυνόμος, για να μη γραφτεί στα χαρτιά, όλα τα έξοδα πλήρωσε.
Ο Αλέκος στη σβίγα
Πηγάδι βγάζανε δυο Φλασκιά στο γιαλό κι είχαν άλλον ένα και τον Αλέκο στη σβίγα, δουλειά ζόρικη. Πείνα και τω γονέω, δύσκολα χρόνια, νηστικό και κακοπληρωμένο τον είχανε.
Χαράκι βρήκαν και ετοιμάσανε φουρνέλο.
«Αλέκο.!!! Κατεβαίνομε να ρίξομε το φουρνέλο, μόνο να μας ε-τραβήξεις γρήγορα όταν σου φωνάξομε να μη σκοτωθούμε. Κι άμα βγούμε θα φας καλά θα σου βάλομε και κρασί»! Τ’ άκουσε ο Αλέκος αλλά… σιγά μην τους έπαιρνε στα σοβαρά!
Κατεβαίνουν, ανοίγουν τη φουρνελιά. «Αλέκο, βίρα!», φωνάξανε και περιμένανε να αρχίσει η σβίγα να τυλίγει… Όμως, ο Αλέκος τους παράτησε στο πάτο του πηγαδιού και έφυγε! Πήγε στο χωριό, στο ντουκιάνι και λέει: «Αμέτε ατέ κάτω γιατί δυο παράουροι εκατεβήκανε στο πηγάδι να παίξουν το φουρνέλο και αφήκαν εμένα το κουζουλό να τους ανεσύρω»!!!
(Μου το διηγήθηκε ο ίδιος, δεκάδες φορές, με τα μικρά παμπόνηρα μάτια του, κάθε φορά διαφορετική σάλτσα, ανάλογα τι μάρκα τσιγάρα κάπνιζα)…