"Δεν πειράζει, μπαμπά. Για την πατρίδα πεθαίνουμε..."
Τα θλιβερά γεγονότα του Σεπτέμβρη του 1943 στην περιοχή της Λυγιάς
Μια δεκαεπταμελής ομάδα από Πευκιανούς, Αγιοβασιλείτες και Κρεββατιανούς, στην προσπάθεια τους να φύγουν έξω από την επαρχία προς τα δυτικά, βάδιζαν προς τη θέση Λυγιά. Συνάντησαν όμως γερμανικό απόσπασμα που εκινείτο στην παραλιακή ζώνη.
Κατά τις πέντε το απόγευμα κι ενώ βρίσκονταν στην Κάτω Λυγιά, δέχτηκαν ομοβροντία πυρών και από ένστικτο έπεσαν όλοι κάτω εκτός από την Αικατερίνη σύζυγο του δικηγόρου Αθανασίου Παπαδημητροπούλου, που βρέθηκε πάνω σε ένα άλογο και κινούταν δύσκολα λόγω εγκυμοσύνης. Οι σφαίρες των πολυβόλων χτύπησαν το άλογο στα πόδια κι έπεσε κάτω μαζί με τη γυναίκα, πληγωμένη κι αυτή. Σε λίγο έφτασαν εκεί οι Γερμανοί που είχαν ρίξει τους πυροβολισμούς. Από τη στιγμή αυτή άρχισε η πιο τραγική σκηνή των γεγονότων της περιοχής και ίσως όλης της κατοχικής περιόδου. Με ξιφολόγχη άνοιξαν την κοιλιά της πληγωμένης γυναίκας και της πέταξαν έξω το έμβρυο, οχτώ μηνών. Μάνα και μωρό δίπλα δίπλα σπαρταρούσαν, ώσπου πέθαναν δίπλα από το άλογο με τα σπασμένα πόδια.
Πιο πέρα έστησαν στη γραμμή τα άτομα που βρέθηκαν εκεί και τους εκτέλεσαν.
Ένας πατέρας, ο Μανώλης Συμβουλάκης από τον Άγιο Βασίλειο, φιλεί το μικρό παιδί του, έξι χρονών, και το σφίγγει στην αγκαλιά του. Το παιδί δέχτηκε μερικές σφαίρες στο κεφάλι. Κι αυτό άνοιξε και σκορπίστηκαν τα μυαλά του στο πρόσωπο του πατέρα του, που από ψυχικό κλονισμό έπεσε κάτω πριν τον βρουν οι σφαίρες που ρίχτηκαν γι’ αυτόν.
Νεκροί, εκτός από την τραγική γυναίκα με το μωρό και το παιδί του Συμβουλάκη, ο δάσκαλος Χαράλαμπος Παπαδημητρόπουλος, η κόρη του Μαρία Παπαδημητροπούλου, ο Αλέξανδρος Π. Μηλιαρονικολάκης και η Αικατερίνη Πέτρου Μηλιαράκη από τον Πεύκο. Ας σημειωθεί ότι ο Χαρ. Παπαδημητρόπουλος, πριν από δυο μέρες είχε περιποιηθεί ένα τραυματία Γερμανό στρατιώτη, που του είχε δώσει ένα σημείωμα και τον ευχαριστούσε γι’ αυτό. Το επέδειξε, αλλά σε ανταμοιβή τον σκότωσαν.
Δίπλα στη γραμμή στεκόταν και η 17χρονη κόρη του Μαρία, μαθήτρια στο Λύκειο «Ο Κοραής» του Ηρακλείου. Τη βλέπει και αναστενάζει:
- Αχ, παιδί μου, σε πήρα στο λαιμό μου (την είχε πάρει από το χωριό μαζί του με τη σκέψη να διαφύγουν προς τη Μεσαρά).
Και η Μαρία τον βλέπει δακρυσμένο και τον παρηγορεί:
- Δεν πειράζει, μπαμπά. Για την πατρίδα πεθαίνουμε.
Τραυματίες που επέζησαν και ξεπλακώθηκαν από τους νεκρούς, όταν απομακρύνθηκαν οι Γερμανοί: ο Εμμανουήλ Συμβουλάκης και ο Δημήτριος Κεφαλάκης από τον Άγιο Βασίλειο, ο Γεώργιος Μαρής από τον Κρεββατά και ο Αθανάσιος Παπαδημητρόπουλος από τον Πεύκο, βαριά τραυματισμένος που μεταφέρθηκε στο Πανάνειο Νοσοκομείο, όπου έμεινε αρκετούς μήνες. Μα και όταν αργότερα έφυγε από το νοσοκομείο, συνελήφθη από τους Γερμανούς και στάλθηκε σε στρατόπεδο της Γερμανίας.
Μια άλλη ομάδα βρέθηκε από το πρωί της ίδιας ημέρας στον Αμυγδαλόλακκο, ΒΑ της Λυγιάς:
Ο Γεώργιος Βερβελάκης με τα παιδιά του και το Μιχάλη Βραχνάκη από το Κεφαλοβρύσι. Από εκεί παρακολουθούσαν τις κινήσεις των Γερμανών στ’ απέναντι χωριά και πιο κάτω από το μετόχι του Βερβελάκη έβοσκαν τα ζώα τους.
Γύρω στις 10 η ώρα το πρωί πήγε ένα αγόρι του Βερβελάκη στο χωριό του, για να μάθει τι γίνεται και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά στους Γερμανούς, που εκτελούσαν τους συγχωριανούς του. Δεκαπεντάχρονος ο Στυλιανός, φαινόταν όμως για μικρότερος. Ένας Γερμανός τον κτύπησε με την κάννη του όπλου του και τον πέταξε στην άκρη. Τρομαγμένος έφυγε και γύρισε στον Αμυγδαλόλακκο, όπου διηγήθηκε στους άλλους τα φοβερά γεγονότα.
Ο Βερβελάκης με το Βραχνάκη απομακρύνθηκαν, παράγγειλε όμως στο γιο του Στυλιανό να κρύψει μερικά πράγματα και μια Αγγλική Μέθοδο που είχαν στο μετόχι. Δεν υπολόγιζε ο δυστυχής πατέρας πως το παιδί του διέτρεχε κίνδυνο, αφού στο χωριό το άφησαν ελεύθερο.
Σε λίγο δεύτερο παιδί του Βερβελάκη, η δωδεκάχρονη Μαρία, έφυγε από το Κεφαλοβρύσι, για να πάει κι αυτή στο μετόχι κοντά στ’ αδέλφια της, την Ευαγγελία 8 χρόνων που τη βρήκε μαζί με τον Στυλιανό στο μετόχι, και την πιο μεγάλη αδελφή, την Καλλιόπη, που έβοσκε τα ζώα πιο πέρα. Καθώς το Κεφαλοβρύσι ήταν ανάστατο από τις εκτελέσεις των ανδρών του χωριού, ανησύχησαν η μάνα και η γιαγιά των παιδιών του Βερβελάκη. Έφυγε η γιαγιά για το μετόχι κι όταν συνάντησε την Καλλιόπη στην πλαγιά που έβοσκε τα ζώα, οι Γερμανοί τις πυροβόλησαν από μακριά και κρύφτηκαν, με ελαφρό τραύμα στο πόδι η γιαγιά. Αλλά, όταν σε λίγο οι πυροβολισμοί σταμάτησαν και είδαν να βγαίνουν καπνοί από το μέρος που ήταν το μετόχι, η τραγική γιαγιά έτρεξε με την Καλλιόπη και τι να δουν!
Το μετόχι καιγόταν και τα τρία εγγόνια της ήταν ξαπλωμένα στην αυλή σαν σφαγμένα αρνιά. Τις κραυγές απελπισίας που πρόλαβαν να βγουν από το στόμα της, πριν πέσει πάνω στ’ αθώα πλάσματα να τα φιλεί και να φωνάζει τα ονόματά τους, άκουσε ο δυστυχής πατέρας, που έτρεξε κι αντίκρισε κι αυτός το φρικτό θέαμα.
Μια σφαίρα δέχτηκε ο Στυλιανός στο μέτωπο που βγήκε από το σβέρκο. Κτυπημένη με σφαίρα όπλου στο στήθος η Μαρία και η μικρή Βαγγελιώ στο σαγόνι που βγήκε από το αυτί. Σπασμένα δόντια του Στυλιανού και μαχαιριές κάτω από τα πόδια της Μαρίας. Σημάδια των φρικτών βασανιστηρίων που υπέστησαν τ’ ανυπεράσπιστα πλάσματα, πριν δεχτούν τις φονικές σφαίρες Γιαγιά, πατέρας και αδελφή κλάψανε, κλάψανε πολύ και ύστερα τα φόρτωσαν στο γάιδαρο και με πιασμένη την καρδιά τα μετέφεραν στο Κεφαλοβρύσι και τα έθαψαν στο νεκροταφείο δίπλα στ’ άλλα θύματα του χωριού. Η λαϊκή μούσα της εποχής τραγούδησε τη θυσία τους με τους εξής στίχους:
Τρία παιδιά σκοτώσανε εις το Κεφαλοβρύσι,
η απονιά των Γερμανών είναι παρά τη φύση,
πως δεν εμαρτυρούσανε πού είναι ο μπαμπάς τους
τις σάρκες τους εκόβανε γουλιές με τα σπαθιά τους.
Οι αιμοβόροι Γερμανοί που δεν τα λυπήθηκαν,
κομμάτια κόβαν τα παιδιά, ώσπου νεκρά τ’ αφήκαν.
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών στην περιοχή συνεχίστηκαν. Βρήκαν και συγκέντρωσαν πολλά γυναικόπαιδα που τα έκλεισαν σε μετόχια. Μαζί τους κράτησαν τον Νικόλαο Ποντικάκη, που τον χρησιμοποίησαν να τους εξυπηρετεί όλη τη νύκτα στην εκεί διανυκτέρευσή τους και το πρωί τον σκότωσαν.
Την ίδια μέρα στην περιοχή αυτή (Λυγιά) είχαν σκοτώσει την Ελένη σύζυγο του Γεωργίου Μαρή και τον επτάχρονο γιο της Μιχάλη, που πήγαινε φαγητό στον άνδρα της.
Οι Γερμανοί προχώρησαν ανατολικά και έφτασαν στην κορυφή του Μεσοφάραγγου, απ’ όπου αντιλήφθηκαν στη δύσβατη πλαγιά του τον Κωνσταντίνο Κουνδουράκη και τον Εμμανουήλ Πυροβολάκη με το παιδί του Γεώργιο. Τους έριξαν χειροβομβίδα και τους σκότωσαν. Σώθηκε μονάχα το παιδί, που δεν το βρήκαν τα βλήματα.
Στην ίδια περιοχή σκότωσαν και τους Γεώργιο Εμμ. Μανουσάκη, Επαμεινώνδα Νικ. Νοδαράκη από τον Άγιο Βασίλειο και τον Νικόλαο Μιχ. Ζωάκη από τον Κρεββατά.
Τραυματίες από τις εκτελέσεις στην περιοχή της Λυγιάς ήταν και ο Νικόλαος Εμμ. Μανουσάκης 14 ετών από τον Άγιο Βασίλειο και ο Εμμανουήλ Πέτρου Μηλιαράκης, 30 ετών από τον Πεύκο.
Σώθηκαν ακόμα εκτός από τον Εμμανουήλ X. Συμβουλάκη 36 ετών και οι Δημήτριος Κ. Κεφαλάκης 43 ετών, η Αρετή Γ. Μανουσάκη 7 ετών από τον Άγιο Βασίλειο και ο Γεώργιος Εμμ. Πυροβολάκης 16 ετών, από το Κεφαλοβρύσι.
Προς τιμήν των θυμάτων στη Λυγιά, το 1998 τοποθετήθηκε αναμνηστική στήλη με τα ονόματά τους.
*Για τα γεγονότα στην περιοχή οι Γεώργιος Χρηστάκης- Κώστας Στεφανάκης έγραψαν στο βιβλίο τους ΕΠΑΡΧΙΑ ΒΙΑΝΝΟΥ 1941-1945
Φωτογραφίες: Λευτέρης Σπανάκης