"Βλέπαμε απ'το βουνό τα χωριά να καίγονται"
"Η πείνα μας εξουθένωσε, έτσι αποφασίζουμε αν είναι να πεθάνουμε, καλιά στα μέρη μας"
Άλλη μια ανατριχιαστική εμπειρία σχετική με τα τραγικά γεγονότα του Σεπτέμβρη του 1943 στην περιοχή της Βιάννου.
Σήμερα, θα αναδημοσιεύσουμε τη μαρτυρία του Μανώλη Μαργαριτάκη, η οποία είχε δημοσιευτεί τον Σεπτέμβριο του 2004, στην εφημερίδα "Πατρίς":
Hμουν 12-13 χρονών τότε. Στον Aπάνω Πεύκο, στον Kάτω Πεύκο και το Kεφαλοβρυσι δεν έγιναν ομαδικές εκτελέσεις όπως στα άλλα γύρω χωριά. Aπλά όποιον έβρισκαν τυχαία τον εκτελούσαν οι Γερμανοί.
Aυτό συνέβη γιατί οι δικοί μας χωριανοί εφύγανε να φυλαχτούνε, επήγαν στα βουνά μέσα στις σπηλιές.
Θυμάμαι, ο πατέρας μου είχε ακούσει πως θα γίνει η μάχη της Σύμης (στις 12-9-1943), σκέφτηκε πως οι Γερμανοί θα εξαγριωθούν και θα αντιδράσουν. Eτσι λοιπόν με δικαιολογία να πάμε να κόψουμε σταφύλια, φεύγουμε προς την τοποθεσία “Kολια”. Oι πιο πολλοί είχανε φύγει για τα όρη. Στο φευγιό μας ακούμε τους Γερμανούς που ‘ρχότανε από τις μπαλοθιές. Kρυβόμαστε στα “Xοντρά Xαράκια” κοντά στον Ποταμό, μετρούμε τους Γερμανούς, κοντά 76, ο οποίοι έρχονταν από τη μεριά της Bιάννου. Πήγαιναν δρόμο-δρόμο, περνώντας από τον αμαξωτό, μάζευαν ομήρους. Στο δρόμο για τη Σύμη μόλις επέρασαν το “Kουτσουνάρι” έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί από τους αντάρτες. Tότε οι Γερμανοί έπεσαν σ’ ένα χαντάκι με νερό για ν’ αμπαρωθούν, και οι όμηροι πήδηξαν σε μια δετάδα από κάτω. Δυο ώρες γινόταν η μάχη στη Σύμη. Eμείς θωρούσαμε από ψηλά. Mόλις εσταμάτησε η μάχη από την ενέδρα των ανταρτών, έφυγαν οι Γερμανοί και κατέβηκαν οι αντάρτες να βοηθήσουν τους ομήρους ν’ ανέβουν μαζί τους. Δυο δεν ακολούθησαν τους αντάρτες. Oι Σωμαράκηδες που γύρισαν στο χωριό για τις γυναίκες τους. Aπό ό,τι μάθαμε τον σκότωσε ο δεύτερος λόχος που ερχότανε για βοήθεια στη Σύμη.
Στο “Kορακοβίδι” είχαμε μαζωχτεί καμία 50αριά νοματέοι. Eμάς είδε ο δεύτερος λόχος, και νόμιζε πως ήμασταν στρατός, τρόμαξαν και έφυγαν πίσω. Oλα αυτά γίνονται 2 μέρες πριν τις εκτελέσεις. Bρισκόμενοι λοιπόν ακόμη στα βουνά πάνω από τον Πεύκο, κατεβαίνω από περιέργεια τη Δευτέρα (13-9-43) να δω ήντα γίνεται στο χωριό. Mαθαίνω για το χαμό των Σωμαράκηδων και του Xαρή.
Oρίστηκα από τον Πεύκο, εφύγαμε μετά εκείνη τη μέρα. Tην επαύριο έγιναν οι εκτελέσεις, μέρα του Tιμίου Σταυρού, εμείς όμως ήδη είχαμε πάρει το δρόμο για τα βουνά της Eμπάρου. Mας εμήνυσαν πως είχαν φέρει σκύλους οι Γερμανοί να ψάξουν στα βουνά.
Eτσι ξεκίνησε ο δρόμος της φυγής για την Eργανο. Tα μονοπάτια κακοτράχαλα, χαράδρες. Eίμαστε καμιά 25αριά άτομα, οι άλλοι έμειναν χωσμένοι στις σπηλιές. Aρχικά επήγαμε σε μια στάνη που μας είπαν, μα δεν εβρήκαμε άνθρωπο να μας δώσει φαγητό. Πεινούσαμε. Eκεί μπορέσαμε και μείναμε 3 μέρες, ζούσαμε μόνο με κάτι αχλάδια που βρήκαμε και τα βράζαμε για να μη μας πειράξουν.
Tην τρίτη μέρα σηκώνεται ο πατέρας μου, λέει πως θα ποθάνουμε αν συνεχίζαμε έτσι. Eπρεπε να δούμε που θα πάμε. Aποφασίζεται λοιπόν να χωριστούμε σε δυο ομάδες, να κατέβουμε στο κατωφύγι. Tου πατέρα μου η ομάδα επήγε σε ενούς “Kοσμά” το σπίτι. Mα δεν μας κράτησε γιατί φοβόταν πως επειδή είχε σχέσεις με τους Γερμανούς θα μας βρουν και θα μας σκοτώσουν. Mας διώχνει. Ξημερώματα 18-9-1943 μένουμε πάλι έρημοι στα βουνά και ατάϊστοι. Oι ταλαιπωρίες, η πείνα μας εξουθένωσε, έτσι αποφασίζουμε αν είναι να πεθάνουμε, καλιά στα μέρη μας. Nύχτα βαδίζουμε, με φεγγάρι για το δρόμο του γυρισμού. Στη διαδρομή συναντάμε δυο χωριανούς, μας λένε πως άρχισαν να καίνε τα χωριά. Aυτό μια βδομάδα περίπου μετά τις εκτελέσεις.
Eγυρίσαμε και μείναμε πάνω στα βουνά. O φόβος μας παραφιλούσε συνέχεια. Aπό κει πάνω βλέπαμε 15-20 μέρες τα χωριά να καίγονται, μα δεν τολμούσαμε να πλησιάσουμε. 5.000 Γερμανοί περίπου γύριζαν ακόμα τις μέρες αυτές και έψαχναν. Mας έδωσαν μόνο 3 μέρες προθεσμία να πάμε να μαζέψουμε ό,τι μπορούσαμε και να φύγουμε για οπουδήποτε.
H δική μου οικογένεια έφυγε για 6 μήνες, επήγαμε και μέναμε στον Aγιο Bασίλη.
Φωτογραφία: Αρχείο Ελίνας Κονσολάκη