Ο δάσκαλος που δεν γύρισε στη Βιάννο
Συμπληρώνονται φέτος 82 χρόνια από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου
Ο Ελληνοιταλικός πόλεμος ξεκίνησε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, με όλα τα χαρακτηριστικά των επιτιθέμενων, που καλούνταν να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες διαχρονικά. Την άκρατη επιθυμία ενός λαού να καταλάβει την Ελλάδα, χωρίς αιτία και αφορμή. Πέρσες, Ρωμαίοι, Ενετοί, Άραβες, Τούρκοι, Ιταλοί, Γερμανοί, Βούλγαροι, με τα ίδια κίνητρα. Την κατάληψη της Ελλάδας και την υποδούλωση του Ελληνικού λαού.
Οι Έλληνες ξεχύθηκαν από κάθε γωνιά της χώρας, έτοιμοι να καταπνίξουν τις ιταλικές δυνάμεις που εισέβαλαν στα πάτρια εδάφη. Το προσκλητήριο ακούστηκε σε όλα τα χωριά και τους οικισμούς της επικράτειας.
Με γέλιο, με αισιοδοξία, με ενθουσιασμό, κίνησαν τα παλικάρια για το μέτωπο. Πάλεψαν με πολλούς εχθρούς. Με τους Ιταλούς, με το χιόνι, με το κρύο, με τη λάσπη, με την πείνα. Στο τέλος βγήκαν νικητές. Το τίμημα ήταν βαρύ. Αξιωματικοί νεκροί 604, εξαφανισθέντες 7, σύνολο 611. Στρατιώτες νεκροί 11.307, εξαφανισθέντες 1.335, σύνολο 12.642.
Μεγάλο μέρος των νεκρών και αγνοούμενων ήταν Κρητικοί. Σ’αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι στρατιώτες που χάθηκαν στην προσπάθεια επιστροφής τους στην Κρήτη, όταν τα πλοιάρια που τους μετέφεραν βυθίζονταν από το πολεμικό γερμανικό ναυτικό στα νερά του Αιγαίου και του Κρητικού Πελάγους. Ένας από αυτούς τους ήρωες, ήταν και ο Ιωάννης Χλειουνάκης από την Άνω Βιάννο
Ο χαμός του Ιωάννη Χλειουνάκη
Γεννήθηκε στη Βιάννο το έτος 1918. Παιδί του Μανόλη Χλειουνάκη από το χωριό Βρύσες Αμαρίου και της Μαρίας Αγαπάκη από τη Βιάννο. Παππούς του Ιωάννη Χλειουνάκη ήταν ο καπετάν Σπυρίδος, (Αγαπάκης), Οπλαρχηγός των Κρητών Επαναστατών στους απελευθερωτικούς πολέμους. Ο Γιάννης Χλειουνάκης ήταν ένα από τα δεκαέξι παιδιά της οικογενείας του. Τελείωσε το Γυμνάσιο Βιάννου με άριστα και ήταν το μόνο από τα έντεκα αδέρφια που σπούδασε (δάσκαλος στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου).
Όταν τελείωσε τις σπουδές του στρατεύτηκε για μικρό χρονικό διάστημα (λόγω πολυτεκνίας). Αγάπησε την Ειρήνη Σηφάκη και σε ηλικία δεκαεννέα ετών την παντρεύτηκε και απέκτησε ένα κορίτσι, τη Μαρία Χλειουνάκη. Το έτος 1940 ανέμενε τον διορισμό του. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, επιστρατεύτηκε με τον βαθμό του λοχία, στο 43ο Σύνταγμα Κρητών. Πήρε μέρος στον πόλεμο. Σκοτώθηκε στην Κορυτσά, στις 6 Ιανουαρίου 1941.
Η ανιψιά του Μαρία Χλειουνάκη Μαστρογιωργάκη, το έτος 2016, αφηγείται για τον θείο της: «…ο παππούς μου ήταν από τις Βρύσες Αμαρίου. Παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, την κόρη του Καπετάν Σπυρίδω, και έκαναν δεκάξι παιδιά. Από τα δεκάξι, τους ζήσανε τα έντεκα. Έγινε δάσκαλος, αλλά δεν πρόλαβε να πάει σε σχολείο γιατί οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο. Ο παππούς μου άνοιξε ένα μαγειρείο στη Βιάννο και πήγαιναν πολλοί και τρώγανε.
Δάσκαλοι, καθηγητές, υπάλληλοι, κόσμος περαστικός, πολλοί. Ήταν η πρώτη ταβέρνα της Βιάννου. Καμάρωνε για το γιο του το Γιάννη, γιατί οι καθηγητές του Γυμνασίου του λέγανε ότι ήταν άριστος μαθητής. Θα βγω στη ζητιανιά, να σπουδάσω το παιδί μου, έλεγε. Και σπούδασε ο Γιάννης δάσκαλος. Αυτό ήθελε. Και καμάρωνε η οικογένεια, για τον ένα και μοναδικό σπουδασμένο που είχε.
Παντρεύτηκε και έκαμε ένα παιδί, τη Μαρία, αλλά η γυναίκα του η Ειρήνη πέθανε από φυματίωση το 1938. Όταν έγινε η επιστράτευση και καλέσανε στρατιώτη το Γιάννη, στο σπίτι του παππού μου έγινε θρήνος. Σα να το ξέρανε όλοι ότι δε θα ξαναγυρίσει. Ο παππούς μου είχε και ένα καλό μουλάρι, το καλύτερο της Βιάννου, Μπιρμπίλω τη λέγαμε, το πήρε κι αυτό ο Ελληνικός στρατός.
Ούτε ο Γιάννης μας γύρισε, ούτε το μουλάρι. Μας είπαν ότι το μουλάρι έμεινε στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Όταν ήρθε το μαντάτο του χαμού του Γιάννη στη Βιάννο, έγινε μεγάλος θρήνος. Έξι αδερφές και τέσσερα αδέρφια κλαίγανε στο σπίτι, η γιαγιά μου η Μαρία και ο παππούς μου αμίλητος.
Η μια του αδερφή, η Ελένη, είχε ωραία φωνή, τραγουδούσε όμορφα και γλυκά και έλεγε του Γιάννη μοιρολόγια. Λένε πως πολλοί Βιαννίτες, που πήγανε στο σπίτι του παππού μου για να του συμπαρασταθούν, από τα μοιρολόγια της Ελένης λιποθυμούσαν. Ο παππούς, σκληρός άνθρωπος, οπλαρχηγός, πήρε μέρος σε πολέμους με τους Τούρκους, δεν το ξεπέρασε ποτέ. Αρρώστησε, δεν έβγαινε από το σπίτι και σε λίγο καιρό πέθανε…».
*Απόσπασμα από το άρθρο του Γεωργίου Α. Καλογεράκη στην εφημερίδα "Πατρίς"