Αδέρφια σαν θα πάτε στης Βιάννου τα χωριά, Μνήματα μην πατάτε μην πάρουνε φωτιά**


Επτά, δέκα, δεκαπέντε χρονών κι ακούω ακόμη το μονότονο, θλιμμένο μοιρολόι, του τυφλού διακονιάρη, σε πολυσύχναστη γωνιά του Ηρακλείου. Κι ακόμη ζωντανή στη μνήμη μου η ηχώ, ογδόντα χρόνια μετά, που μου πληγώνει τα σωθικά.
Τη μαύρη μέρα του Σεπτέμβρη του ’43, ήμουν 2 χρονών 2 μηνών και 14 ημερών. Η οικογένειά μας ήταν στον Άγιο Βασίλειο, χωριό της επαρχίας Βιάννου, όπου ο πατέρας μου, παρέδιδε βοηθητικά μαθήματα σε μαθητές του Γυμνασίου. Αντί διδάκτρων οι μαθητές τον προμήθευαν με όσπρια, πατάτες, λάδι, κηπουρικά, πολύτιμα αγαθά για τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Λίγες μέρες πριν, άστοχες και ανόητες κινήσεις της ηγεσίας των ανταρτών, είχαν σκανδαλίσει εγκληματικές ενέργειες του πολλαπλά πληγωμένου θηρίου του ναζισμού. Εκατοντάδες Γερμανοί στρατιώτες συνέρρευσαν στα «Μέσα Χωριά» της Βιάννου, όπως τα λέγαμε, καθώς και στον Άγιο Βασίλειο. Εξήγγειλαν σε όλα τα χωριά το ύπουλο τελεσίγραφό τους: «όποιοι άνδρες παρέμεναν στα σπίτια τους δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν. Αντίθετα, όσους έβρισκαν στην ύπαιθρο ή σε κρυψώνες θα τους πυροβολούσαν χωρίς προειδοποίηση».
Η μητέρα μου, μάταια,εκλιπαρούσε τον πατέρα μου να μην εμπιστευθεί τις δόλιες υποσχέσεις των κατακτητών.
Βγαίνοντας στο δρόμο, ο πατέρας μου, πριν την έναρξη ισχύος του τελεσίγραφου, συνάντησε έναν μαθητή του που του είπε:
-Κύριε καθηγητά, ελάτε μαζί μου να κρυφτούμε. Γνωρίζω καλά την περιοχή και ένα κρυψώνα που είναι αδύνατον να μας βρουν οι Γερμανοί.
-Γιατί Μίμη; Πολιτισμένοι άνθρωποι είναι. Θα τηρήσουν τις υποσχέσεις τους.
Ο Μαθηματικός Στάθης Μάστορας δεν πίστευε ότι οι απόγονοι του Γκάους είχαν μεταμορφωθεί σε τέρατα.
Ο μουσικός δεν πίστευε ότι οι απόγονοι του Μπετόβεν, του Σούμπερτ, του Μπαχ, είχαν καταντήσει ύπουλα ανθρωπάκια.
Ο ποιητής Στάθης Μάστορας δεν πίστευε ότι οι απόγονοι του Ράινερ Μαρία Ρίλκε είχαν γίνει εγκληματικά ανδρείκελα.
Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί, με τρομακτικούς αλαλαγμούς και πολυβολισμούς στον αέρα προς εκφοβισμό, πηδώντας φράκτες, σπάζοντας πόρτες και συνθλίβοντας με τις αρβύλες τους κάθε εμπόδιο στο δρόμο τους, καταπατώντας κάθε έννοια του διεθνούς και του εθιμικού δικαίου, έσυραν από τα σπίτια τους, μοιραίους άνδρες που είχαν εμπιστευτεί το δόλιο τελεσίγραφό τους, σε σημεία ομαδικής συγκέντρωσης. Και δυστυχώς οι ευκολόπιστοι ήταν πολλοί. Πολλές γυναίκες είχαν πέσει στο έδαφος, αγκαλιάζοντας τα πόδια του άντρα τους, πιστεύοντας ότι έτσι θα τους σώσουν από τους αιμοβόρους άρπαγες. Σε πολλές περιπτώσεις οι Γερμανοί ναζί, ελευθέρωναν τους άντρες από τον σφιχτό εναγκαλισμό, λογχίζοντας, ακόμη και έγκυες, τραγικές γυναίκες.
Στον Άγιο Βασίλειο, μαζί με τη μητέρα μου, ήταν και η ανύπαντρη αδελφή της Άννα, που βοηθούσε την νεαρή μητέρα με τα δυο μωρά παιδιά της. Η επόμενη της εκτέλεσης μέρα, ήταν μια ηλιόλουστη μέρα του Σεπτέμβρη. Οι δυστυχισμένες γυναίκες έπρεπε, μαζεύοντας τα κομμάτια της κερματισμένης ύπαρξής τους, να ενεργήσουν άμεσα, επειδή η σήψη είχε αρχίσει στα άψυχα κορμιά των αγαπημένων τους. Οι Γερμανοί στον Άγιο Βασίλειο, έστηναν τους μελλοθάνατους στην άκρη ενός «δέτη», μιας ξερολιθιάς. Ωθούμενοι από τις ριπές των πυροβόλων οι σκοτωμένοι, έπεφταν στην κάτω πεζούλα και το πεδίο εκτέλεσης ήταν ελεύθερο για τους επόμενους. Κατάντια της γερμανικής… εφευρετικότητας!
Οι γυναίκες βρήκαν, την επόμενη μέρα, σωρούς τα άψυχα κορμιά των δικών τους. Η θεία μου, αναγνώρισε το πτώμα του πατέρα μου από τις κάλτσες του. Και, μπροστά στους σωρούς πτωμάτων, αρχίζει ο Γολγοθάς εκατοντάδων γυναικών. Δυο τρεις ανεβαίνουν στους σωρούς των ανδρών και τους σέρνουν για να ελευθερωθούν οι αποκάτω. Πατούν και γλιστρούν πάνω σε νωπά ακόμη αίματα, διαλυμένα σπλάχνα και σκόρπια μυαλά. Η φρίκη στην πιο στυγνή μορφή της. Έπειτα πρέπει να κουβαλήσουν τους νεκρούς τους στο νεκροταφείο και να τους θάψουν. Όσες έχουν ένα νεκρό κάπως τα καταφέρνουν. Τους βάζουν σε σκάλες ή στα φύλλα μια πόρτας και τους σέρνουν στα καλντερίμια του χωριού μέχρι το νεκροταφείο. Αυτές που έχασαν πατέρα άνδρα και γιο τι να κάνουν; Η γριά, που ζούσε μόνη με τον μοναχογιό της, πως να τα βολέψει; Σκάβουν στο διπλανό χωράφι πρόχειρους ομαδικούς τάφους. Στερνό αντίο με ένα σημαδεμένο στολίδι, μια «βούργια» στο χέρι κρεμασμένο με τα σπλάχνα του αδικοχαμένου ή το γαμήλιο μαντήλι δεμένο στο λαιμό, για να αναγνωρίσουν τα οστά των δικών τους κατά την εκταφή.
Η θεία και η μητέρα μου απέσπασαν το φύλλο της εξώπορτας και έσυραν με κόπο το δίμετρο, άψυχο σώμα του πατέρα μου, πάνω στο φύλλο της πόρτας. Έπειτα σηκώνοντας από τη μια πλευρά την πόρτα και από την άλλη σέρνοντάς την στα καλντερίμια του χωριού, μετά από ώρες έφτασαν στο νεκροταφείο.
Τον πόνο, τη θλίψη με το χρόνο την ξεπερνάς, τη φρίκη όμως;
Και ο Γολγοθάς συνεχίστηκε στην ταφή. Δεν υπήρχαν αρκετά σκαπτικά εργαλεία για να σκάψουν, έστω υποτυπώδεις τάφους, οι εξουθενωμένες από την υπεράνθρωπη προσπάθεια άυπνες και νηστικές γυναίκες, με τα σκαμμένα από τα δάκρυα πρόσωπα, με τις πρησμένες από το ολονύχτιο μοιρολόι φωνητικές χορδές. Έσκαβαν το σκληρό αργιλώδες έδαφος με οτιδήποτε αιχμηρό είχαν στη διάθεσή τους, κάποιες φορές και με τα νύχια τους και πολλές φορές απομάκρυναν το χώμα με τις παλάμες των χεριών τους. Έπειτα τοποθετούσαν κάποιο σημάδι στους νεκρούς τους, στους ομαδικούς τάφους που τους τοποθετούσαν, για να αναγνωρίσουν τα οστά των ανθρώπων τους κατά την εκταφή. Σκέπασαν τους πρόχειρους τάφους με βαριές πέτρες, για να εμποδίσουν τα αδέσποτα σκυλιά, να σκάψουν το νωπό χώμα και κατασπαράξουν τους σεπτούς νεκρούς.
Όσο κι αν προσπάθησα ρωτώντας, μάνα και θεία κι άλλες παθούσες γυναίκες χρόνια μετά, δεν έμαθα ποτέ λεπτομέρειες:
Πώς εκατό περίπου γυναίκες έσκαψαν τάφους και έθαψαν πενήντα ή και περισσότερους νεκρούς άνδρες σε μια μέρα;
Ποιος κρατούσε τα μικρά παιδιά;
Ποιος ηρεμούσε τα μωρά;
Ποιος και τι τα τάισε;
Η μνήμη κενή. Ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ αυτή η μέρα. Δεν είχαν ζήσει ποτέ τη μέρα αυτή. Και η λογική δεν δίνει απαντήσεις. Πιθανόν μόνο η ψυχολογία. Όμως, στην παράνοια του πολέμου, σκέφτηκα, δεν είναι οι μόνες ερωτήσεις που μένουν λογικά αναπάντητες.
Μάνα και θεία, χωρίς δυνάμεις, με σκέψη ανήμπορη, γύρισαν στο παντέρημο σπιτικό τους. Τα δυο μικρά παιδιά έκλαιγαν από την πείνα και την εγκατάλειψη. Η απόγνωση ήταν ζωγραφισμένη στα σκαμμένα από το κλάμα πρόσωπά τους. Έπρεπε να φύγουν, να γυρίσουν στο χωριό τους, κοντά στην άλλη αδελφή τους. Χαροκαμένη κι αυτή, πνίγηκε ο άντρας της όταν Γερμανικά υποβρύχια τορπίλισαν το πλοίο που επέβαινε, στο Κρητικό Πέλαγος, στην υποχώρηση. Την άφησαν, νεαρή χήρα γυναίκα, με ένα αγόρι πέντε και ένα δεύτερο τριών χρονών. Ζούσε κι ο γέρος πατέρας ανήμπορος σακάτης. Πώς όμως να γυρίσουν στο χωριό τους; Ποιος να τους δείξει το δρόμο; Πώς να τα καταφέρουν να ξεφύγουν από τα μπλόκα των Γερμανών που πυροβολούσαν ανεξέλεγκτα και χωρίς προειδοποίηση όσους κυκλοφορούσαν στην ύπαιθρο; Πώς να σηκώνουν δυο μικρά παιδιά δυο γυναίκες -ήταν τρεις μέρες νηστικές- για αρκετές ώρες μέσα στην κάψα της ηλιόλουστης μέρας του Σεπτέμβρη; Απόγνωση.
Μόλις έπεσε το σκοτάδι, τους χτύπησε την πόρτα ο από μηχανής θεός. Ο νέος μαθητής του καθηγητή, που τον προσφώνησε Μίμη, εμφανίστηκε συνεσταλμένος στην πόρτα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των δυο γυναικών.
Έμαθα για τον καθηγητή μου. Λυπούμαι. Μάλλον θα θέλετε να γυρίσετε στο χωριό όπως κι εγώ. Ξέρω καλά τα κατατόπια και μπορώ να σας βοηθήσω αν θέλετε.
Οι δύο γυναίκες, άρχισαν ένα νευρικό κλάμα με αναφιλητά. Η μια γυναίκα δεν άντεξε, λιποθύμησε. Όταν συνήλθαν από την ανέλπιστη βοήθεια, ετοίμασαν ότι ήταν απόλυτα αναγκαίο για το ταξίδι τους από τον Αϊ Βασίλη στη Βιάννο, και έστρωσαν στον καναπέ να κοιμηθεί ο νέος. Την άλλη μέρα, πριν ξεφωτίσει, ξεκίνησαν το αβέβαιο ταξίδι τους. Ο νέος πήρε στους ώμους του το δίχρονο αγόρι και μια βούργια στο χέρι, με ό,τι βρήκαν πρόχειρο φαγώσιμο και ένα παγούρι με νερό. Οι δυο γυναίκες σήκωναν εναλλακτικά το μωρό. Μετά από ώρες, αποφεύγοντας τα μπλόκα των Γερμανών και σταματώντας σε διαστήματα για να ξεκουραστούν και να ηρεμήσουν τα μωρά παιδιά με λίγο γάλα και ψωμί βρεγμένο, έφτασαν σώοι στον προορισμό τους.
Ο νέος δεν επέλεξε την εύκολη διαφυγή. Είχε μάθει σαν κρητικός αίγαγρος να κινείται στο βουνίσιο, πετρώδες έδαφος της επαρχίας. Θα ήταν ευκολότερο και ακίνδυνο για αυτόν, να ανέβει στο βουνό, να περάσει από το λημέρι των ανταρτών και να φτάσει στη Βιάννο κατηφορίζοντας, από την άλλη πλευρά του βουνού. Ένα οδοιπορικό που δεν τολμούσαν οι Γερμανοί από φόβο επίθεσης από τους αντάρτες, Στο λημέρι οι αντάρτες καθόντουσαν άπραγοι ακούγοντας τα πολυβόλα να θερίζουν τετρακόσιους, περίπου, αθώους άνδρες και αμούστακα παλικάρια, που, με δική τους ευθύνη και δυστυχώς χωρίς λόγο, είχαν προκαλέσει τη σφαγή. Ιάπωνες στη θέση τους θα είχαν κάνει χαρακίρι. Όμως ο νέος διάλεξε το δύσκολο δρόμο. Πήρε στους ώμους του ένα δίχρονο αγόρι και την απόγνωση δυο γυναικών, που κρατούσαν ένα μωρό στην αγκαλιά και οδήγησε το τραγικό τσούρμο από βατά δρομάκια, προσπαθώντας να αποφύγει τα μπλόκα των Γερμανών που τα καθιστούσαν επικίνδυνα, στο χωριό τους. Οι Γερμανοί ήταν συνεπείς ως προς αυτό το σκέλος της εξαγγελίας τους. Πυροβολούσαν χωρίς προειδοποίηση οτιδήποτε εκινείτο εκτός των σπιτιών του χωριού.
Χρόνια αργότερα, περπατώντας με την μάνα και την αδελφή μου, συναντήσαμε, στην είσοδο του χωριού τον νεαρό, παντρεμένο πλέον και με ένα μωρό.
-Εμεγαλώσανε Κατίνα τα κοπέλια. Η κόρη σου έγινε όμορφη κοπελιά κι ο γιος σου αντράκι.
-Ναι Μίμη, και θα σου χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη.
-Ούτε να το συζητάς. Χαράς το πράμα. Σαν το πούπουλο ήταν ο κακοτερένιος γιός σου.
Έπειτα γέλασε καλόκαρδα. Κανείς, εκτός από του δικούς του, δεν έμαθε ποτέ για την ηρωική του πράξη, όταν άλλοι κόμπαζαν στα καφενεία για δήθεν ηρωισμούς. Οι ήρωες θεωρούν τις πράξεις τους αυτονόητες ενέργειες.
Η μητέρα μου, όταν απομακρυνθήκαμε, με βουρκωμένα μάτια μας είπε.
-Ευχή και κατάρα σας δίνω, να μην πατήσετε ποτέ το χώμα που πάτησαν τα βήματά του.
Ποτέ δεν είπα ένα ευχαριστώ, στον άνδρα αυτό όσο ζούσε, που με σήκωνε ώρες στους ώμους του και οδήγησε την κουτσουρεμένη πλέον οικογένεια μου με ασφάλεια στο σπιτικό της, κοντά στους χαροκαμένους δικούς της. Ένα ευχαριστώ, κάπου ογδόντα χρόνια μετά, στο Μίμη το Μηχανικό*. Και μια συγνώμη, για την -επιεικώς- απρεπή συμπεριφορά μου στο μοναχοπαίδι του, τη Διαμάντω, που εύλογα είναι υπερήφανη για τον ήρωα πατέρα της.
Τις επόμενες μέρες, μήνες, χρόνια θα αρχίσει ο αγώνας για επιβίωση των μοναχικών πλέον γυναικών και των ορφανών παιδιών τους. Το χειμώνα, για μήνες, θα μαζεύουν ελιές μια-μια από το σκληρό κρητικό έδαφος και τα ακροδάχτυλα τους θα αιμορραγούν. Θα τα αλείφουν το βράδυ με λάδι να απαλύνουν τον πόνο τους και να μπορούν να συνεχίσουν την επόμενη μέρα το λιομάζωμα. Σηκώνονται το πρωί στις πέντε για να ετοιμάσουν το πρωινό και το φτωχικό μεσημεριανό φαγητό, να το σερβίρουν στα πιάτα, για να βρουν τα παιδιά τους το πρωινό γάλα, και όταν επιστρέψουν το μεσημέρι από το σχολείο το φαγητό τους. Το βράδυ, όταν πλέον έχει σκοτεινιάσει, θα επιστρέφουν κατάκοπες, φορτωμένες με τις ελιές που μάζεψαν και με «φουντάλια», προσάναμμα για τις «παραστιές» τους. Και ο αγώνας τους θα συνεχιστεί, με όργωμα, θέρος, τρύγος και συγκομιδή χαρουπιών στον Κερατόκαμπο. Οι δυο-τρεις κατσίκες που θα εκτρέφουν για το πρωινό των παιδιών τους, οι κότες που θα μεγαλώνουν για τα αυγά τους, ο μικρός κήπος που θα συντηρούν, το πλέξιμο για πουλόβερ των παιδιών, ο αργαλειός και οι δουλειές του σπιτιού, θα ολοκληρώνουν την καθημερινότητά τους. Και οι Γερμανοί θα φύγουν, όμως το μαρτύριο θα συνεχιστεί. Αντίπαλες ομάδες θα συνεχίσουν, στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας να αντιμάχονται για χρόνια, ασελγώντας πάνω στο βιασμένο από τους Γερμανούς σώμα της δύστυχης χώρας που χαροπαλεύει. Και η δυστυχία θα συνεχιστεί για τις άμοιρες γυναίκες και εκατοντάδες ορφανά. Τα παιδιά αυτά θα σηκώνονται δυο ώρες πριν το σχολείο για να περπατήσουν μια ή και περισσότερες ώρες από το Βαχό, τον Αμιρά, ακόμη και τον Πεύκο και τα άλλα απομακρυσμένα χωριά της Βιάννου, με βροχή ή με λιοπύρι, με υποτυπώδη ένδυση και υπόδηση, για να παρακολουθήσουν τη γυμνασιακή εκπαίδευση στη Βιάννο, αψηφώντας τις κακουχίες, διψασμένοι για μάθηση. Το μεσημέρι θα επιστρέφουν πάλι με τα πόδια στα χωριά τους, μια και μιάμιση ώρα δρόμος, πεινασμένα. Πού να βρουν μια δραχμή, για να αγοράσουν στο διάλειμμα, ένα κουλούρι από τη Ζαχαρένια; Στο σπίτι θα φάνε γρήγορα, αν κάτι βρήκε να μαγειρέψει η μάνα ή κριθινοκουλούρα με ελιές και θα τρέξουν στο χωράφι να βοηθήσουν τη μάνα στις αγροτικές δουλειές. Το βράδυ θα διαβάσουν τα μαθήματά τους, στο φως του λύχνου ή το πολύ μιας λάμπας πετρελαίου. Και αυτοί οι μαθητές θα γίνουν γιατροί, μηχανικοί, δικηγόροι, δικαστικοί, καθηγητές πανεπιστημίου.
Ζητώ συγνώμη αν κόμπος στο λαιμό μου δέσει τη λαλιά και θολώσει η ματιά μου, ξεδιπλώνοντας τις μνήμες από την όμορφη διακονιάρα γιαγιά. Οι Γερμανοί σκότωσαν τον άντρα και το μοναχογιό της. Η νύφη της απ’ τον καημό της πέθανε δυο χρόνια αργότερα από χτικιό, αφήνοντας δυο κορίτσια πεντάρφανα στη γριά γιαγιά τους. Αυτή για να τα μεγαλώσει θα πάρει το γεμάτο ντροπές δρόμο της διακονιάς. Το χειμώνα διακόνευε για λάδι στα χωριά τις Βιάννου και το καλοκαίρι για κριθάρι και στάρι στη Μεσσαρά. Η κοινή μας μοίρα, άνοιξε εύσπλαχνα την πόρτα μας στο μικρό σπιτικό μας που σε ένα δωμάτιο, πέντε επί έξι μέτρα, κοιμόντουσαν τα βράδια τέσσερα ορφανά, δυο χήρες γυναίκες και μια μεγαλοκοπέλα, και βρέθηκε χώρος στο πόρτεγο, δίπλα στον αργαλειό, για τη διανυκτέρευσή της. Υπερήφανη μας πληροφόρησε πως και οι δυο εγγονές της ήταν καλές μαθήτριες Γυμνασίου. Νομίζαμε πως φοιτούσαν στο Γυμνάσιο στη Γεράπετρα, μέχρι που την είδαμε κρυμμένη στο «ρούκουνα» του Δημοτικού σχολείου να παρακολουθεί, τους μαθητές που είχαν σκολάσει από το Γυμνάσιο, να ανέβαιναν τη σκάλα του Κάτω Μύλου. Στην ερώτησή μας, εκμυστηρεύτηκε το μυστικό της και μας εξόρκισε να το κρατήσουμε και δικό μας μυστικό. Κρυβόταν στη γωνιά του σχολείου, για να θαυμάσει τις εγγονές της με τις μαθητικές στολές του Γυμνασίου, χωρίς να τη δουν οι συμμαθήτριές τους και κοροϊδεύουν τα δυο κορίτσια για τη διακονιάρα γιαγιά τους.
Χρόνια τώρα, παρακολουθώ στην εκδήλωση μνήμης που γίνεται στο μνημείο των πεσόντων στον Αμιρά, υπερφίαλα λογύδρια, ανόητων ιθυνόντων, να επαινούν την ανδρεία και τον ηρωισμό των ανδρών, κατά των Γερμανών, εφευρίσκοντας ανύπαρκτες ηρωικές πράξεις. Κάποιες φορές, ορισμένοι, θα αναφερθούν και για τον ηρωισμό των γυναικών και των ορφανών τους. Εντελώς στο περιθώριο, όπως στο περιθώριο κύλισε και όλη η ύπαρξή τους. Για αυτές τις πραγματικές ηρωίδες και τα παιδιά ήρωες που ανέθρεψαν, αλλά και τους πολλούς πραγματικούς ήρωες, όπως ο νεαρός μαθητής του πατέρα μου που έμειναν αφανείς,αισθάνθηκα την ανάγκη, εντελώς περιληπτικά πιστέψτε με, να αναφερθώ σήμερα.
Οι κυβερνώντες, αλλά και οι καλλιτέχνες, δεν βρήκαν σκόπιμο να φιλοτεχνήσουν ένα αδριάντα, ένα μνημείο για τις ηρωίδες αυτές και τα ηρωικά ορφανά. Άλλωστε, πώς να δείξεις τη θλίψη στα μάτια, όταν τα κρύβει το σφιχτοδεμένο στο πρόσωπο τσεμπέρι; Πώς να δείξεις τις σουβλιές στη ραχοκοκαλιά από το σκυμμένο όλη μέρα στη γη κορμί για το λιομάζωμα; Πώς να δείξεις τους πόνους στα βρεγμένα από το ψιλοβρόχι κόκκαλα για να μαζέψεις χόρτα και χοχλιούς; Πως να δείξεις την κάψα στο κορμί, από το λιοπύρι, θερίζοντας το κριθάρι το καλοκαίρι, ή τρυγώντας τα σταφύλια και μαζεύοντας χαρούπια στην αρχή του φθινοπώρου; Πώς να δείξεις, κατάκοπες γυναίκες να υφαίνουν με το λύχνο στον αργαλειό, μετά από μια πλήρους εργασίας μέρα; Πώς να δείξεις …;
Η εικαστική απεικόνιση του «μεγαλείου» ενός διάσημου είναι εύκολη. Ένα άλογο όρθιο στα πισινά του πόδια και το ανθρωπάκι Ναπολέων στη σέλα του. Και αυτόματα, το ανθρωπάκι γίνεται «Μέγας». Το ΜΕΓΑΛΕΙΟ μιας άσημης γριάς διακονιάρας πώς το παριστάνεις;
Σας παρακαλώ να μην εκλάβετε τη αφήγησή μου σαν μυθιστόρημα, σαν μυθοπλασία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα με σκηνές τρόμου. Είναι η προσπάθεια μιας αδόκιμης πένας, να καταγράψει εντελώς ρεαλιστικά τα τραγικά γεγονότα ενός «ολοκαυτώματος» και την προσπάθεια ηρωικών γυναικών για επιβίωση, ανατροφή και μόρφωση των παιδιών τους και ο αντίστοιχος αγώνας των παιδιών αυτών. Μην θεωρήσετε όμως πως περιαυτολογώ. Σαν κάτοικος Βιάννου, δεν βίωσα τις κακουχίες των παιδιών από τα «Καμένα Χωριά». Ναι! Οι Γερμανοί μετά τη σφαγή, πυρπόλησαν τα τραγικά «Μέσα Χωριά» της Βιάννου.
Αγνοώντας την επιστήμη της ψυχολογίας, δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω πιθανά συμπλέγματα ή ψυχικές κακώσεις, αποτέλεσμα της απώλειας ενός γονιού, που χάραξαν τις παιδικές ψυχές μας. Όμως είμαι σε θέση να βεβαιώσω πως μεγαλώσαμε σαν όλα τα άλλα παιδιά. Με κλάμα και γέλιο, με χιούμορ και σοβαρότητα, με ασφάλειες και ανασφάλειες, αλήθεια και ψέμα. Οι μανάδες μας, με τη δύναμη που αποκτούν τα όντα όταν δεν έχουν άλλη επιλογή, «ανδρώθηκαν» και εκτέλεσαν πανάξια τον διττό τους ρόλο. Δεν ένοιωσα λοιπόν ποτέ την έλλειψη του γονιού μου; Θα ήταν ψέμα! Υπήρξαν στιγμές, κι ας ήταν λίγες, που το παράπονο για τη μοίρα σου σε πνίγει. Ιδιαίτερα στην εφηβεία, όταν οι νεανικοί χυμοί οργιάζουν στο άγουρο κορμί και η λογική είναι κινέζικο γράμμα. Τότε που η ακούσια φυγή, στο εφηβικό μυαλό εγκατάλειψη φαντάζει. Σε μια τέτοια στιγμή, στην αρχή της εφηβείας μου, ορμώμενος από έντονη επιθυμία, αισθάνθηκα την ανάγκη με αφιέρωση να εκφράσω, στον ανύπαρκτο πατέρα μου, το παράπονό μου. Το στιχούργημα μου, το βρήκα πρόσφατα ξεφυλλίζοντας το παρελθόν, ξεχασμένο στα σχολικά μου τετράδια. Το αφιερώνω - δυστυχώς δεν διαθέτω κάτι σπουδαιότερο να αφιερώσω –σ’ όλους τους έφηβους που χάνουν τους γονιούς τους στις στέπες της Ουκρανίας, Ουκρανούς και Ρώσους, στους αμμόλοφους της Παλαιστίνης και τα συντρίμμια της Γάζας, Εβραίους και Παλαιστίνιους ή οπουδήποτε αλλού.
ΑΦΙΈΡΩΣΗ
Σ΄ αυτόν που έπλεξε στη Βιάννο ύμνο λυρικό,
σε διαβατάρη καλλιτέχνη Κερκυραίο,
που τον καθήλωσε στα χώματά της αιώνια
μιας αποφράδας του Σεπτέμβρη μέρας το μοιραίο.
Σ’ αυτόν που ούτε η τύχη ούτε τα γονίδια μ’ ευνόησαν,
στην ποίηση, τη μουσική, τα μαθηματικά να μοιάσω,
μα και το χάδι, τη γονική τη συμβουλή και το κατσάδιασμα,
το πεπρωμένο, σκληρά μου έγραψε με μια ριπή να χάσω.
Και τώρα που μεγάλωσα, έφηβος πια,
να εμποδίσω δε μπορώ ένα δάκρυ να κυλίσει,
σαν θυμηθώ πως σαν παιδί το αθώο βλέμμα μου
δεν μπόρεσε, το βαθυστόχαστο δικό του ν’ αντικρίσει.
Και πως το χέρι μου το παιδικό δεν ένιωσε
τ’ αδρό του χέρι σφιχτά να το κρατάει,
και σαν παιδί απ’ το ένα πεζοδρόμιο στο απέναντι,
στην προστασία της σκιάς του να περνάει.
Να μου αγοράσει παπούτσια τα Χριστούγεννα,
στο καρναβάλι ένα μεγάλο κόκκινο μπαλόνι,
απ’ το σχολείο μου να πάρει το αποδεικτικό,
και να με πάει βόλτα με καινούργιο παντελόνι.
Κι αν στις ασκήσεις μου στο πιάνο ή στα μαθηματικά,
λάθη είχα πολλά σκληρά να με μαλώσει,
το Σάββατο να μην μ΄ αφήσει με τους φίλους μου να βγω,
και χαρτζιλίκι μια βδομάδα να μη δώσει.
Στο πιάνο του πρώτη φορά ν’ ακούσω “for Elise”
αυτός να με μυήσει στου Σοπέν τη γλύκα,
να μου διηγηθεί για τη ζωή του Χέντελ και του Μπαχ,
στο πιάνο να με μάθει να παίζω τη Ριρίκα.
Τώρα, στα δύσκολα τα χρόνια τα εφηβικά,
θα ’θελα σκληρά να μου φερθεί κι εγώ να τον χτυπήσω,
από το σπίτι μας να φύγω και να μην τον ξαναδώ,
γιατί έφυγε μακριά κι έριξε μαύρη πέτρα οπίσω.
*Δημήτρης Κοκολάκης, για τους Βιαννίτες «Μίμης ο Μηχανικός»
**Το κείμενο είναι η ομιλία του Μιχάλη Μάστορα, στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο Σύλλογος "Διαβάτης" για την επέτειο των 82 χρόνων από το Ολοκαύτωμα της Βιάννου.