Η μαντάμ Ουρανία της Μασσαλίας
Η Μασσαλία είναι το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της Μεσογείου.
Δεκάδες φορτηγά πλοία, μικρά και μεγάλα, μπαινοβγαίνουν στο τεράστιο πόρτο, με φορτία οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί το μυαλό του ανθρώπου. Όλοι σχεδόν οι ναυτικοί έχουν πιάσει μια, δυο ή και περισσότερες φορές στην καριέρα τους σ’ αυτό το λιμάνι και πάντα είναι ευπρόσδεκτο ένα τέτοιο ταξίδι. Φορτωμένο εμπορεύματα κατέβαινε το φορτηγό από τη Βόρειο Θάλασσα για την Μεσόγειο, όταν ήλθε το τηλεγράφημα. «Προσεγγίσατε Μασσαλία για επιπλέον φόρτωση 1.500 τόνων τσιμεντοσωλήνων». Όλοι μας χαρήκαμε που θα πιάναμε Μασσαλία. Θα «έσπαζε» το ταξίδι στα δύο, θα είχαμε αλληλογραφία, και θα ψωνίζαμε και κανένα άρωμα για το σπίτι. Μετά από δύο ημερών ταξίδι, φθάσαμε στον πλοηγικό σταθμό Μασσαλίας, ανέβηκε ο πλοηγός και από το δυτικό στόμιο του λιμανιού μας οδήγησε και πλαγιοδετήσαμε στη Νο 8 προβλήτα, σχετικά κοντά στο κέντρο της πόλης. Δέκα λεπτά με το ταξί. Η φόρτωση θα άρχιζε την επομένη το πρωί, γιατί δεν ήταν έτοιμο το φορτίο. Μόλις έγινε η ελευθεροκοινωνία και κατέβηκε η κίτρινη σημαία της καραντίνας ( έλεγχος από γιατρό εάν υπάρχουν στο πλοίο αρρώστιες κυρίως μεταδοτικές), όλο το πλήρωμα εκτός από τις βάρδιες έφυγε για την πόλη. Την ώρα που ήμουν έτοιμος να φύγω κι εγώ, κτύπησε την πόρτα του γραφείου μου η Μαντάμ Ουρανία. Μεγάλη και πικρή η ιστορία της. Ογδόντα χρονών, γριά πια, με δυσκολία μπορούσε να ανεβαίνει στις σκάλες των πλοίων. Πάντα μαυροφορεμένη, πάντα μελαγχολική. Συνήθως ήταν η πρώτη που ανέβαινε στα ελληνικά εμπορικά πλοία. Πουλούσε στα πληρώματα αρώματα αφορολόγητα. Γνωστή σε όλο το λιμάνι, την ήξεραν όλοι οι τελωνειακοί, τη διευκόλυναν και τη βοηθούσαν στη δουλειά της. Αργότερα μάθαμε ότι όλα της τα κέρδη τα διέθετε για τη συντήρηση και λειτουργία ενός ορφανοτροφείου! Σκοπός της επίσκεψής της ήταν να αφήσει στο πλοίο την τσάντα με τα δειγματολόγια και τον τιμοκατάλογο, και την επομένη θα ξαναπερνούσε για να πάρει τις παραγγελίες. Tης πρόσφερα ελληνικό καφέ και μια και ήμασταν μόνοι μας, μου «άνοιξε» την ψυχή της.
Παιδί πλούσιας και γνωστής Αθηναϊκής οικογένειας, παντρεύτηκε τον επίσης πολύ πλούσιο Έλληνα πρόξενο της Μασσαλίας. Δεν απέκτησαν παιδιά και όταν πέθανε ο άνδρας της από αιφνίδιο θάνατο, γύρισε στην Ελλάδα. Η υποδοχή των συγγενών και φίλων (δεν υπήρχαν αδέλφια και οι γονείς είχαν πεθάνει) ήταν απαίσια. Απογοητευμένη, πούλησε όλη της την περιουσία, επέστρεψε στη Μασσαλία και με τα χρήματα δημιούργησε ένα ορφανοτροφείο για πενήντα ορφανά παιδιά. Έβγαλε από τη τσάντα της μια παλιά φθαρμένη φωτογραφία. Απ’ αυτούς που βλέπεις, μόνο ένας είναι εν ζωή, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν έχομε καμία επικοινωνία. Μου είπε και το όνομά του. Γνωστός βουλευτής, είχε χρηματίσει και υφυπουργός. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει τίποτα πια. Ούτε συγγενής, ούτε φίλος, ούτε καν κάποιος γνωστός. Το μόνο που μου μένει από το παρελθόν είναι αυτή η φωτογραφία. Φύγαμε μαζί με το ίδιο ταξί. Εγώ κατέβηκα στο κέντρο της πόλης, και η Μαντάμ Ουρανία συνέχισε για το ίδρυμά της. Την επομένη, πρωί πρωί, άρχισε η φόρτωση από Γάλλους λιμενεργάτες. Οι τσιμεντοσωλήνες στοιβάζονταν στο κατάστρωμα με απόλυτη τάξη, και υπολογίσαμε ότι θα τελειώναμε σε δύο ημέρες. Στη Μασσαλία υπάρχει ελληνικό προξενικό Λιμεναρχείο και ο πλοίαρχος κάθε εμπορικού πλοίου υποχρεούται μέσα σε 24 ώρες από τον κατάπλου του πλοίου του, να παρουσιαστεί με όλα τα ναυτιλιακά έγγραφα ενώπιον του Λιμενάρχου, που κατά κανόνα είναι ανώτερος αξιωματικός του λιμενικού σώματος. Πήρα μαζί μου όλα τα σχετικά και πήγα στον Λιμενάρχη. Αφού με άφησε να περιμένω καμιά ώρα χωρίς λόγο, επιθεώρησε τα χαρτιά, υπέγραψε το ημερολόγιο καταστρώματος, και μου είπε ότι κάποια στιγμή ίσως επιθεωρούσε και το πλοίο. Με την επιστροφή μου στο πλοίο, με περίμεναν δύο Γάλλοι εκπρόσωποι των ναυλωτών. Μετά τους απαραίτητους χαιρετισμούς, βάζουν ένα φάκελο πάνω στο γραφείο μου και μου είπαν:
«Κύριε Πλοίαρχε, ο φάκελος περιέχει 1.000 δολάρια και είναι δώρο από την εταιρεία μας για σας. Σαν μικρό αντάλλαγμα θέλουμε μόλις τελειώσει η φόρτωση, να φύγει το πλοίο και ο αιχματισμός (δέσιμο) του φορτίου στο κατάστρωμα, να γίνει από το πλήρωμα. Φυσικά θα σας εφοδιάσομε με όλα τα απαραίτητα υλικά, (αλυσίδες γρύλλους, σχοινιά), και ό,τι άλλο μας ζητήσετε. Σαν αμοιβή για το πλήρωμα θα κανονίσουμε 500 δολάρια ανά αξιωματικό, και 300 ανά ναύτη. Και πιστέψτέ μας είναι πολύ περισσότερα απ’ όσα αναφέρει η ελληνική σύμβαση εργασίας».
Η απάντησή μου ήταν άμεση: «Όχι κύριοι. Πάρτε τον φάκελο πίσω. Το πλοίο θα φύγει από το λιμάνι μόνο εάν το φορτίο δεθεί και ασφαλιστεί από Γάλλους λιμενεργάτες. Το ναυλοσύμφωνο προβλέπει ότι το φορτίο θα δεθεί μέσα στο λιμάνι, από εσάς, και αφού εγώ συμφωνήσω ότι το δέσιμο είναι σωστό, ασφαλές και της αρεσκείας μου, μόνο τότε θα φύγει το πλοίο». Θυμωμένοι οι Γάλλοι από την απάντησή μου, πήραν το φάκελο και έφυγαν, αλλά δεν έδειξαν ότι είχαν πει τον τελευταίο λόγο.
Δεν πέρασαν δύο ώρες, και εισβάλλει -κυριολεκτικά - ο Έλληνας Λιμενάρχης στο γραφείο μου:
-Κάτι καπετάνιους σαν κι εσένα, εγώ τους τυλίγω σε μια κόλλα χαρτί και τους ξηλώνω τα γαλόνια. Γιατί αρνείσαι να συνεργαστείς με τους Γάλλους; Το ξέρεις ότι έχουν ναυλωμένα δέκα Ελληνικά πλοία, και θα ’ρθεις εσύ τώρα να μου τα χαλάσεις; Θα δέσεις με το πλήρωμα το φορτίο και θα πεις κι’ ένα τραγούδι.
-Κύριε λιμενάρχα, το ξέρετε ότι μου ζητούν να αποπλεύσω πριν δεθεί το φορτίο;
-Και τι θα πάθεις μωρέ; Μπονάτσα είναι έξω. Μόλις ολοκληρωθεί η φόρτωση να φύγεις αμέσως.
-Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Θα ζητήσω οδηγίες από το γραφείο μου και αν συμφωνούν μαζί μου καλώς, εάν συμφωνούν μαζί σας θα ζητήσω αντικατάσταση. Εγώ ούτε φορτίο δένω, ούτε και φεύγω πριν το δέσιμο. Χωρίς να μου απαντήσει έφυγε φουριόζος, όπως μπήκε.
Τηλεφώνησα στο γραφείο, εξιστόρησα τα γεγονότα, γέλασαν και μου είπαν: «Κάνε τη δουλειά σου σωστά. Το πλοίο είναι ναυλωμένο με 20.000 δολάρια την ημέρα. Όσες περισσότερες ημέρες καθυστερήσεις τόσο καλύτερα για μας». Μετά το τηλεφώνημα ησύχασα κάπως και κατέβηκα στο καπνιστήριο για καφέ. Η Μαντάμ Ουρανία είχε φέρει το εμπόρευμά της και έπινε καφέ με τους αξιωματικούς. Είχε δει το ανέβα – κατέβα των ναυλωτών και του Λιμενάρχη, προφανώς είχε ξαναδεί το ίδιο έργο και σε άλλα πλοία, με την εμπειρία της είχε καταλάβει το πρόβλημα, και μου λέει ιδιαιτέρως: «Καπετάνιε, οι Γάλλοι για να δέσουν το φορτίο θα πρέπει να πληρώσουν πάνω από 50.000 δολάρια στους λιμενεργάτες, χώρια η καθυστέρηση του πλοίου δύο – τρείς μέρες».
Το φορτίο δέθηκε τελικά από Γάλλους λιμενεργάτες και το πλοίο έφυγε μόνο όταν οι αξιωματικοί μου και εγώ προσωπικά διαπιστώσαμε ότι το δέσιμο ήταν σύμφωνα με τους κανονισμούς. Και ευτυχώς που έγιναν έτσι τα πράγματα. Λίγες μόνο ώρες μετά τον απόπλου, ο Κόρφο Λέων μας παρουσίασε το άσχημο πρόσωπό του. Θα μου πεις χειμώνας καιρός, τί περιμένεις να βρεις σ’ αυτή την πραγματικά δύσκολη θάλασσα. Βοριάς εντάσεως 40 κόμβους την ώρα. Το πλοίο να έχει διατοιχισμούς (μπότζι) πέντε έως δέκα μοιρών και κάθε φορά που γέρνει να τρίζουν ανατριχιαστικά οι αλυσίδες και τα συρματόσχοινα που είναι δεμένες οι σιδηροσωλήνες του καταστρώματος. Ο αυτόματος πιλότος δεν το κρατάει στην πορεία του και αναλαμβάνει το τιμόνι ο Χιώτης ναύτης που έχει βάρδια.
- Όμορφα καλό μου, στάσου στα ίσια σου, μην μου τα κάνεις εμένα αυτά. Μονολογεί κάθε τόσο ο ναύτης, που έχει γίνει ένα με το τιμόνι.
-Μέση το τιμόνι. Μην το ζορίζεις. Άστο ξανά στη μέση να ξεκουραστεί. Πρόσεχέ το λεβέντη μου μην σε παίρνει στα δεξιά. Διορθώνει κάθε τόσο ο ανθυποπλοίαρχος που με δυσκολία στέκεται όρθιος δίπλα στον τιμονιέρη, με τα κιάλια κρεμασμένα στο λαιμό του. Ευτυχώς ο καιρός είναι από πρίμα. «ΠΡΙΜΑ ΚΑΙΡΟΣ ΜΙΣΟ ΛΙΜΑΝΙ Καπετάνιε», μου λέει χαμογελώντας ο σκάπουλος* και πάω για καφέ και τσιγάρο, να ρίξω και καμιά ματιά στο φορτίο, μήπως είναι κανένας γρύλος λασκαρισμένος… Γρήγορα έπεσε η νύχτα. Ο καιρός ο ίδιος. Έτσι είναι ο Κόρφο Λέων τις περισσότερες φορές. Νύχτα αγωνίας, με μεγάλη ένταση και κούραση. Το πρωί τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το φορτίο στην θέση του, ο καιρός άρχισε να πέφτει. Μετά από δύο ημέρες όμορφου ταξιδιού, φθάσαμε στο λιμάνι εκφόρτωσης, χωρίς κανένα πρόβλημα. Μετά από 18 μήνες περίπου κι ενώ βρισκόμουν ξέμπαρκος στον Πειραιά, μου ήλθε κλήση από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, τμήμα δικαστικού, να παρουσιαστώ εντός δέκα ημερών «δι’ απολογίαν». Περίεργος παρουσιάστηκα την επομένη να δω περί τίνος πρόκειται, και μου παρουσίασαν την αναφορά του τότε Λιμενάρχη Μασσαλίας (ο οποίος εν τω μεταξύ είχε αποστρατευθεί), «ότι σε γενομένη επιθεώρηση εις το υπό την πλοιαρχίαν μου πλοίο εντόπισε αντικανονικότητες, και πληθώρα ελλείψεων και παραβάσεων». Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αλλά αγαπά και το νοικοκύρη. Δέκα ημέρες πριν τη Μασσαλία, είχαμε περάσει από τη Χάβρη. Ο εκεί Λιμενάρχης είχε επιθεωρήσει το σκάφος σχολαστικά, κι όχι μόνο δεν βρήκε τίποτα, αλλά με συνεχάρη. Την έκθεσή του με τα συγχαρητήρια την είχα γραπτή και φυσικά την παρουσίασα κατά την απολογία μου. Ξέμπλεξα σχετικά εύκολα και γρήγορα, όχι τόσο επειδή είχα δίκιο, αλλά γιατί τότε προΐστατο της μεγάλης γενικής διεύθυνσης του Υ. Ε. Ν., ο Πλοίαρχος Λ.Σ. Λευτέρης Μακριές, άριστος αξιωματικός, γεμάτος από ήθος και αρετές, κόσμημα του Λιμενικού Σώματος. Είναι από τον Καραβάδο, με γυμνασιακές σπουδές στο Γυμνάσιο Βιάννου, που ακόμα και τώρα την επισκέπτεται τακτικά, και κάθε καλοκαίρι παραθερίζει στον Κερατόκαμπο! Μετά από λίγα χρόνια, όπως ήταν φυσικό, ξαναπέρασα από τη Μασσαλία, μόνο που η μαντάμ Ουρανία δεν ανέβηκε την σκάλα του πλοίου όπως το συνήθιζε. Είχε πεθάνει…
*Σκάπουλος= Ο δεύτερος ναύτης της βάρδιας είναι οπτήρας, και κάθε μία ώρα εναλλάσσεται στο τιμόνι με τον άλλο ναύτη.
*Ο Μιχάλης Καρπαθάκης είναι πλοίαρχος Ε.Ν.
*Το κείμενο το οποίο εμπεριέχεται στο βιβλίο του κ. Καρπαθάκη "Ιστορίες της Αλμύρας", δημοσιεύτηκε πρώτη φορά, στην "Ηχώ της Βιάννου"