Ο άνθρωπος που μιλούσε με μαντινάδες
Πάνε χρόνια τώρα που βρήκα στο γραφείο μου έναν κλειστό φάκελο. Απέξω έγραφε την αινιγματική φράση «Η Διαθήκη μου».
Από τον γραφικό χαρακτήρα κατάλαβα πως ήταν του Κωστή Φραγκούλη, του ανθρώπου που μοιραζόμασταν το ίδιο γραφείο για χρόνια (τι τύχη, αλήθεια!). Τον αρχικό φόβο διαδέχτηκε το χαμόγελο:
Σαν αποθάνω στα πουλιά παραγγελιά θα κάνω
να ’ρχονται να καθίζουνε στον τάφο μου απάνω
στα κυπαρίσσα, στο σταυρό, στην πλάκα, όπου θένε
τα δεν μπορώ να λέω μπλιο εκείνα να τα λένε…
πως είν’ ωραία η ζωή, οι ομορφιές του κόσμου
η ομορφιά κι ο έρωντας, η Κρήτη που ’χω εντός μου.
Όσοι περνούν να το γροικούν από τους γύρω δρόμους
να μάθουν ότι τα πουλιά αφήνω κληρονόμους.[1]
Ήμασταν φίλοι με τον Κωστή κι ας μας χώριζαν... κάμποσες δεκαετίες. Κάθε μέρα, κατά την ώρα του κολατσιού, πιάναμε την κουβέντα. Μιλούσαμε για τα πάντα, μα πιο πολύ μιλούσαμε για την Κρήτη. Πλησίαζε τότε τα 80 και αποτελούσε αληθινό θησαυροφυλάκιο μνήμης. Θυμόταν την αμάλαγη Κρήτη του 1910 και του 1920, θυμόταν τον Κονδυλάκη, θυμόταν τις παλιές εφημερίδες, ένας ολόκληρος αιώνας κυλούσε μέσα στον καθάριο λόγο του.
Κι αργότερα, όταν κοντοσίμωνε στα 90, πάλι μαζί. Στο ραδιόφωνο. Και στο τηλέφωνο κάθε βράδυ ή κάθε δεύτερο βράδυ.
- Πήρα να σου πω μια μαντινάδα...
Κρίμα που δεν τις έγραφα!
Κόντευε να πατήσει τα 100 όταν τον ρώτησα για την Ελλάδα της τρίτης χιλιετίας μετά Χριστόν. Σ' όλη τη χώρα ετοίμαζαν φιέστες για το μιλένιουμ κι εκείνος παρακολουθούσε με σκεπτικισμό.
- Η Ελλάδα βιάζεται, βιάζεται πολύ… Και πάνω στη βιασύνη της σβήνει τα χνάρια του χτες…
- Κι η Κρήτη;
- Βιάζεται κι αυτή. Κι απάνω στη βιασύνη της ξεστρατίζει.
Σταμάτησε για λίγο, αναστέναξε. Και ξεφούρνισε σαν αχνιστό προζυμένιο ψωμί τη μαντινάδα:
- Λαθροκυνήγι, μπαλωθιές, ζωοκλοπή, χασίσι
το νάμι και τη λεβεντιά της Κρήτης έχουν σβήσει…
Πλούτος απίστευτος οι μαντινιάδες του (έτσι τις έλεγε, μαντινιάδες, πιστός στο ανατολικοκρητικό γλωσσικό ιδίωμα). Όταν τον ρωτούσε κανείς για την ηλικία του χαμογελούσε:
- Όσο μπορώ στο βίο μου παράταση θα δώσω
γιατί τ’ αθάνατο νερό ίσως βρεθεί ωστόσο!
Κι αν το αθάνατο νερό είναι υπόθεση του όμορφου θρύλου, ο Φραγκούλης έλεγε πως είχε ανακαλύψει ένα άλλο αθάνατο νερό: το λιόλαδο! Πίστευε πως είναι το μεγάλο μυστικό της καλής υγείας:
- Που τρώει λάδι πορπατεί στου Διγενή τα ζάλα
μα και στα χρόνια ξεπερνά το γέρο Μαθουσάλα…
Που τρώει λάδι και ψωμί και λαδωτό πιτάρι
δεν τονε πιάνουν μαχαιριές του Χάρου-μακελάρη
Το λιόλαδο μ’ ανέθρεψε κι η λαδωτή κουλούρα
τα ενενήντα πέρασα και πορπατώ σιγούρα.
Οι χαριτωμένες μαντινάδες του έχουν γράψει ιστορία. Θα ήταν ευχής έργο αν αποφάσιζε ο καλός φίλος Γιάννης Χλουβεράκης (που τις μάζευε συστηματικά) να εκδώσει κάποιο βιβλίο. Θα είναι προσφορά όχι μόνο στη μνήμη του Φραγκούλη μα και στην Κρήτη ολάκερη, στον πολιτισμό και την παράδοσή της.
Σταχυολογώ κι εγώ μερικές. Όσες θυμάμαι κάπως πρόχειρα.
Κάποτε είχε τύχει να του συστήσουν στον δρόμο μιαν όμορφη νεαρή πρωτοδίκη. Την κοιτάζει στα μάτια και λέει:
- Ισόβια με δίκασες...
Κόκκαλο η δικαστίνα! Προφανώς θα νόμιζε ότι είχε εκδικάσει κάποια υπόθεσή του. Πέρασαν λίγες στιγμές απορίας κι ο ετοιμόλογος μαντιναδολόγος συνεχίζει:
- Ισόβια με δίκασες, ποινή πολύ μεγάλη
θέλω να κάμω φυλακή στην εδική σου αγκάλη.
Τέτοιες μαντινάδες έλεγε πολύ συχνά. Με την παιγνιώδη διάθεση και την καλοσύνη που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ:
- Αγγέλους έπλαθεν ο Θιός σε σκάφη σεντεφένια
και ζύμη του περίσσεψε και σ’ έπλασε κι εσένα…
Περνάς και μου χαμογελάς κι εγώ θαρρώ πως βγαίνει
αγιοκαμάρα στο βουνό και τον καιρό γλυκαίνει.
(αγιοκαμάρα = ουράνιο τόξο).
Στην ταμία της Τράπεζας:
- Στην Τράπεζα που εργάζεσαι θα βάλω τα λεφτά μου
για να ’ρχομαι να σε θωρώ να χαίρετ’ η καρδιά μου.
Στη νοσοκόμα που του είχε πάρει αίμα για κάποια εξέταση:
- Εφτά γιατροί βασιλικοί, καθηγητές μεγάλοι
μου ’δώσαν παραπεμπτικό για τη δική σου αγκάλη.
Στη Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα:
- Αν μου ’χανε στον τάφο μου για πλάκα τη Μαρίνα
δέκα φορές θα πέθαινα τουλάχιστον το μήνα…
Λίγα χρόνια πριν αρματώσει το καράβι του χωρισμού μού τηλεφώνησε.
- Το επόμενο βιβλίο σου θα το παρουσιάσομε μαζί στη Σητεία...
Πέρασε μιάμιση δεκαετία από τότε. Και τώρα που οι Στειακοί φίλοι με προσκάλεσαν να μιλήσομε για τις «Θάλασσες» που σωπαίνουν, θυμάμαι τα λόγια του Κωστή. Ξέρω πως θα είναι κι εκείνος εκεί...
ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
27 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019
[1] Ολόκληρη η «Διαθήκη» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παλίμψηστον» και αποσπάσματά της στο ειδικό φυλλάδιο που τύπωσαν τα παιδιά του στο μνημόσυνο (στα σαράντα) για να τον τιμήσουν.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη σελίδα karmanor.gr και την εφημερίδα "Ηχώ της Βιάννου"