Ιστορία της καντάδας στη Βιάννο (1o μέρος)


Η γνώση της ιστορίας της καντάδας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση των κοινωνικών, ψυχαγωγικών και πολιτιστικών διαστάσεων αυτού του ξεχωριστού τρόπου λαϊκής έκφρασης της Επαρχίας Βιάννου.
Η καντάδα, όπως είναι γνωστό, κατάγεται από τον αρχαίο ελληνικό «Κώμο» από τον οποίο δημιουργήθηκε η Κωμωδία (Κώμος+ωδή) προς τιμήν του θεού Διόνυσου. Ο «Κώμος» ήταν μια εύθυμη παρέα ανδρών, η οποία μετά από γλέντι και οινοποσία περιφερόταν στους δρόμους της αρχαίας Αθήνας με τραγούδια, βωμολοχίες, χειρονομίες και σκωπτικά σχόλια, ενώ ταυτόχρονα κρατούσε φαλλικά σύμβολα. Ίσως αυτή η μορφή ψυχαγωγίας είναι ο πρόδρομος της καντάδας της παρέας.
Ο πρόδρομος της ερωτικής καντάδας εμφανίζεται αργότερα, και συγκεκριμένα στους ελληνιστικούς χρόνους, όπως μπορούμε να διαβάσουμε σε δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τον Ερωτικό του Πλουτάρχου (46-119 μ.Χ.). Οι νυκτερινοί περίπατοι με τη συνοδεία μουσικής υπήρχαν τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Δύση, με αποτέλεσμα η καντάδα να εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς και στην ελληνική επικράτεια. Τότε, πιθανόν, εμφανίζεται και η λέξη «καντάδα», η οποία ετυμολογικά προέρχεται από τη λατινική ρίζα της λέξης cantare, η οποία μεταφράζεται ως «απαγγέλλω τραγουδώντας».
Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη οι νυχτερινές καντάδες (σερενάτες) στους δρόμους του Χάνδακα ήταν συνηθισμένη πρακτική. Ήδη από τα μέσα του 14ου αιώνα ο ποιητής Στέφανος Σαχλίκης συμβουλεύει έναν φίλο του να αποφεύγει τις νυκτερινές μουσικές εξορμήσεις με τη συντροφιά οργανοπαικτών. Οι πρώτοι Καστρινοί κανταδόροι προέρχονταν από τους piffari (το piffaro είναι πνευστό όργανο το οποίο μοιάζει με τον ζουρνά), τους μουσικούς του Δούκα της Κρήτης. Αυτοί οι μουσικοί έπαιζαν σε δημόσιους χώρους, όπως μπροστά από το ναό του Αγίου Μάρκου, με τη συνοδεία ταμπούρλων. Ουσιαστικά ήταν η πρώτη δημοτική μπάντα και οι μουσικοί οι οποίοι την αποτελούσαν ήταν κυρίως χριστιανοί ορθόδοξοι, όπως ο Κώστας Καλόγερος, ο Γεωργαντής Μαλαχίας, κ.ά. Οι περισσότεροι Καστρινοί piffari ήταν αυτοδίδακτοι και, εκτός από τις «δημόσιες συναυλίες», έπαιζαν και στα λαϊκά γλέντια. Μαζί με αυτούς υπήρχαν και οι επαγγελματίες μουσικοί, οι sonatori, οι οποίοι είχαν κάνει μουσικές σπουδές και βιοπορίζονταν με το παίξιμο και τη διδασκαλία μουσικών οργάνων. Οι νυχτερινές καντάδες στο Μεγάλο Κάστρο γίνονταν από τους εύπορους πολίτες (τσιταντίνοι), τους Βενετούς και τους Κρητικούς ευγενείς με τη συνοδεία πάνοπλων σωματοφυλάκων, ενώ την πομπή ακολουθούσαν πολλά παιδιά από τις φτωχογειτονιές. Οι αυτοδίδακτοι μουσικοί, οι οποίοι ήταν κυρίως εύποροι κουρείς που προσέρχονταν αφιλοκερδώς στην παρέα, αποτελούσαν τη μουσική συνοδεία. Τα όργανα τα οποία χρησιμοποιούσαν ήταν βιολιά, λαγούτα, μπάσα, φλάουτα και κιθάρες.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας οι καντάδες γίνονταν στα πλαίσια του αστικού πολιτισμού των μεγάλων αστικών κέντρων (Χανιά, Ρέθυμνο, Χάνδακας), με επίκεντρο το Χάνδακα. Συνεπώς στην ύπαιθρο δε γίνονται οι καντάδες που προαναφέρθηκαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν τραγούδια στα γλέντια, σύμφωνα με τις πηγές που υπάρχουν, όπως είναι η ποίηση του Στέφανου Σαχλίκη.
Βιβλιογραφία
Αλιγιζάκης Α., Βιαννίτικα Πολιτισμικά Σκιρτήματα τον 20ο και 21ο αιώνα,
Ηράκλειο 2019.
* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος