Ημέρες επιστράτευσης...
20 Ιουλίου 1974.Ξυπνήσαμε πρωί πρωί, βάλαμε τα καλά μας κι ετοιμαστήκαμε να φύγουμε με τους γονείς μου και τα αδέλφια μου, για το γραφικό ξωκλήσι του προφήτη Ηλία, στην τοποθεσία Κέντρα της Βιάννου. Δώδεκα χρονών εγώ, έντεκα ο αδελφός μου και δεκαπέντε μηνών η μικρή μας αδελφή. Μες στην τρελή χαρά εμείς, που θα ανεβαίναμε πάλι στην καρότσα αγροτικού, ενός γείτονα με τον οποίο είχε κανονίσει ο πατέρας μου, την μετάβαση στο ξωκλήσι, όπως και την επιστροφή. Κανείς δεν υποψιαζόταν τις δραματικές στιγμές που μας είχε γράψει η μοίρα να ζήσουμε. Πήγαμε στο εκκλησάκι, καροτσάτοι όλοι μας, εκκλησιαστήκαμε, πήραμε τον άρτο μας και με τον ίδιο τρόπο πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Φτάνοντας στο σπίτι, και βλέποντας τις αντιδράσεις των δικών μου κατάλαβα ότι, κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι άσχημο πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Άκουγα από το παμπάλαιο ραδιόφωνο κάτι για εισβολή στην Κύπρο, κάτι για επιστράτευση, αλλά δεν καταλάβαινα και πολλά. Ρώτησα τον πατέρα μου, τί συμβαίνει.
Μου έδωσε να καταλάβω. Μου εξήγησε τι επρόκειτο να γίνει.
ΠΟΛΕΜΟΣ!
Αυτή η λέξη σχηματίστηκε στο μυαλό μου με αυτά που άκουγα. Κάποια στιγμή βλέπω τη μάνα μου βουρκωμένη να ετοιμάζει σε μια παλιά βαλίτσα κάποια πράγματα του πατέρα μου.
Εκείνος, σκυθρωπός και προβληματισμένος.
Από τη πλατεία του χωριού, μαθαίναμε ότι περνούσαν φορτηγά, γεμάτα με άνδρες επίστρατους, που πήγαιναν να παρουσιαστούν. Κορναρίσματα, φωνές, φασαρία. Χιλιάδες σκέψεις στρογγυλοκάθισαν στο μυαλό μου.
Φεύγει ο πατέρας μου για επιστράτευση;
Θα τον στείλουν στην Κύπρο;
Θα ξαναγυρίσει;
Κι εμείς μόνοι μας;
Τι θα απογίνουμε, αν πάθει κάτι ο προστάτης μας; Κι η μάνα μου;
Με δυο αγόρια κι ένα μωρό κορίτσι;
Πώς θα τα βγάλει πέρα;
Με επανέφερε στην πραγματικότητα η φωνή του πατέρα μου: «Ελάτε να σας φιλήσω και να σας χαιρετήσω».
Εκεί ήταν που έσπασα κι εγώ κι ο αδελφός μου. Κλαίγοντας πέσαμε με τη μάνα μας στην τεράστια αγκαλιά του. Δεν ξέρω πόση ώρα μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι, με το μωρό στην κούνια. Πόσο τυχερό ήταν που δεν καταλάβαινε τίποτα! Έτσι κλαμένοι και οι τρεις, τον είδαμε να παίρνει την στροφή της κυρίας Νίκης, κατευθυνόμενος στην πλατεία για να πάρει με άλλους Βιαννίτες τον δρόμο για την Πόμπια, στη Μεσσαρά. Εκεί θα παρουσιαζόταν. Τελικά η μοίρα το έφερε έτσι και η μονάδα του δεν έφυγε για Κύπρο. Μετά από τρεις μήνες στην Πόμπια, επέστρεψε σπίτι. Αυτές οι στιγμές όμως, ανήμερα του Προφήτη Ηλία, σημάδεψαν την αθώα παιδική μου ηλικία και θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη μου, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αφορμή για αυτές τις σκέψεις μου έδωσε ο καλός φίλος και δημοσιογράφος Μανώλης Σπανάκης ,με τη φωτογραφία που δημοσίευσε στο άρθρο του «Ημέρες επιστράτευσης» στο "Viannitika.gr".
Διακρίνονται από αριστερά: +Γιώργος Εμμ. Λασηθιωτάκης, +Γιώργος Τζανάκης, +Γιάννης Γεωρ. Πετράκης, Χρήστος Ι. Γουρνιεζάκης, +Μιχάλης Κ. Καρτσάκης, λοχίας Μιχάλης Ι. Καπετανάκης, +ανθυπολοχαγός Δημήτρης Ν. Ραπτάκης (Γυμναστής), +Κωστής Εμμ. Βλαχάκης, +Νίκος Ι. Τσοπάκης, Λευτέρης Εμμ. Καρτσάκης και Νίκος Αλ.Γρυλιωνάκης.
Κείμενο: Γιάννης Μιχ. Καπετανάκης
Η εξαιρετική φωτογραφία προέρχεται από το Φωτογραφικό Αρχείο Μανώλη Σπανάκη