“Ένας λεβέντης απ’ τη Βιάννο”
Το παρακάτω καταπληκτικό κείμενο γράφτηκε από τον Θωμά Μανιάτη και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Πατρίς"
28η Οκτωβρίου 1941 βρισκόμουνα στην αγαπημένη μου Βιάννο. Καθόμαστε στο καφενείο του Γιώργη του Παπαδημητράκη, με τον ίλαρχο Αντωνιάδη, το συνάδελφό μου Σπανό και με φίλους Βιαννίτες. Οι Ιταλοί είχαν έρθει προ οκτώ ημερών και είχαν καταλύσει στο δημοτικό σχολείο.
Ήσαν περίπου ένας λόχος της «Μεραρχίας Σιένα». Εκεί λοιπόν που συζητούσαμε, θα ήταν περίπου δέκα με έντεκα πρωινή ώρα, ακούμε πυροβολισμούς που προήρχοντο από το μέρος της Πλάκας. Όπως ήτο επόμενο, επεκράτησε μία σύγχυση. Οι Ιταλοί έτρεχαν πάνοπλοι προς την Πλάκα και όλοι διερωτώμεθα τι να συμβαίνει.
Σε λίγο κυκλοφόρησε το νέο: Μία περίπολος αποτελουμένη από ένα λοχία και δύο στρατιώτες έκαναν στα σπίτια έρευνα για όπλα. Και σε κάποιο σπίτι ενός Ν. Κοκολάκη, εβρήκαν μια παλιά καραμπίνα. Έπιασαν λοιπόν τον κάτοχο και ενώ τον οδηγούσαν για το σχολείο, τους ξέφυγε.
Σε λίγο μάθαμε και τον τρόπο που τους ξέφυγε: Όταν τον έπιασαν, τον έβαλαν στη μέση οι δύο στρατιώτες και ο λοχίας βάδιζε δυο τρία βήματα εμπρός, κρατώντας την καραμπίνα.
Δεν είχαν προχωρήσει παρά είκοσι με τριάντα μέτρα, οπότε ο Κοκολάκης δίνει μια κλωτσιά στον προπορευόμενο λοχία και ταυτοχρόνως τινάζει τα χέρια του δεξιά και αριστερά και ρίχνει κάτω τους δύο στρατιώτες, και άρχισε να τρέχει…
Μέχρι να σηκωθούν οι Ιταλοί, να συνέλθουν και να πάρουν τα όπλα, ο Κοκολάκης είχε φτάσει στο Χόνδρο.
Οι θρασύδειλοι φασίστες του Μουσολίνι, λύσσαξαν για το πάθημά τους. Και για να εκδικηθούν για το ρεζιλίκι τους, έπιασαν τον αδερφό του Κοκολάκη, το Δομένικο, ένα μεσήλικα άνθρωπο και τον πήγαν στην Καραμπιναρία και όπως μάθαμε, τον έδειραν. Σε λίγες ημέρες τον πήγαν στην Ιεράπετρα. Το τι απέγινε δε μάθαμε, γιατί σε λίγες ημέρες φύγαμε για τον Τσούτσουρο.
Εκεί στις σπηλιές στον άγιο Νικήτα, μας επεσκέπτετο, όπως έχω γράψει σε σημείωμά μου, ο Αρχηγός της Αντιστάσεως στην περιφέρεια, ο αείμνηστος Αλέξανδρος Ραπτόπουλος, για να μας τροφοδοτεί και να μας ενημερώνει. Σε μία από τις επισκέψεις του συνοδεύετο από ένα άτομο που μας είπε ότι ήτο ο Κοκολάκης, που ξέφυγε από τους Ιταλούς.
Κοιτούσα αυτόν τον άνδρα και τον θαύμαζα. Ήτο ψηλός με αδρά χαρακτηριστικά, μελαμψός και γεροδεμένος. Φορούσε στιβάνια, μαύρο πουκάμισο και φακελάρι με κρόσια. Με δυο λόγια ήτο ένας «Κρητίκαρος με τα ούλα του». Όπως τον έβλεπα, μου φάνηκε σαν να μοιάζει κάπως με τους ήρωες που περιγράφει ο ανεπανάληπτος Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του Καπετάν Μιχάλης, δηλαδή σαν τον Πολυξίγγη, τον Μανούσακα ή τον Σήφακα. Αυτός, σκέφτηκα, ήτο ικανός όχι τρεις Ιταλούς να εξουδετερώσει αλλά δεκατρείς.
Τα μαύρα χρόνια της Κατοχής κυλούσαν. Εγώ έφυγα για τη Μέση Ανατολή με υποβρύχιο και υπηρετούσα εις το όπλο μου, δηλαδή στην αεροπορία.
Φτάνομε στο Μάρτιο του 1944. Η μοίρα μου, η 13η βομβαρδιστική, είχε επιστρέψει από την Δυτικήν Έρημον της Αφρικής, κοντά στην Αλεξάνδρεια, για ανασυγκρότηση προκειμένου να αναχωρήσομε για την Ιταλία.
Τα συμμαχικά στρατεύματα προχωρούσαν νικηφόρα στο μέτωπο της Ιταλίας και προχωρώντας απελευθέρωναν αιχμαλώτους πολέμου, που ευρίσκοντο στην Ιταλία και ταυτοχρόνως και φυλακισμένους Έλληνες και Γιουγκοσλάβους, άνδρες και γυναίκες, που είχαν καταδικαστεί από τα Στρατοδικεία δια πατριωτικές ενέργειες.
Μια ημέρα μάθαμε ότι σε απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων από τη μονάδα μας οι Άγγλοι είχαν φέρει από την Ιταλία απελευθερωθέντας φυλακισμένους, Έλληνες και Γιουγκοσλάβους. Αμέσως σχηματίσαμε μια επιτροπή, εις την οποία έλαβα μέρος και όλοι οι άνδρες της Μοίρας, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και σμηνίτες, τρέξαμε να προσφέρομε ό,τι μπορούσαμε.
Μαζέψαμε χρήματα, εσώρουχα, παπούτσια, μπύρες, σοκολάτες, μπισκότα, τσιγάρα κ.λπ. και την άλλη ημέρα ξεκινήσαμε, να τα πάμε στα απελευθερωμένα αδέρφια μας.
Το τι συνέβη όταν μας είδαν είναι αδύνατον να περιγράψω. Αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα, ζητωκραυγές κ.λπ. Προ παντός οι γυναίκες ήταν ασυγκράτητες.
Σε μια στιγμή βλέπω να στέκεται ατάραχος και ασυγκίνητος παράμερα, ποιος; Ο Κοκολάκης. Φορούσε στρατιωτικό παντελόνι και αμπέχωνο και αρβύλες. Οι περιπέτειες και τα βασανιστήρια που τράβηξε, όπως μου είπε κατόπιν, δεν τον είχαν αγγίξει διόλου.
Προς στιγμήν τά ‘χασα. Στο πρόσωπό του είδα όλη τη Βιάννο και τους αγαπημένους μου Βιαννίτες. Τον πλησιάζω και χωρίς περιστροφές του είπα: «Εσύ είσαι ο Κοκολάκης απ’ τη Βιάννο, που σ’ έπιασαν οι Ιταλοί την 28η Οκτωβρίου και τους ξέφυγες;» Η απορία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του και μου λέει: «Ποιος είσαι του λόγου σου, που κατέχεις ούλα τούτα για μένα;» Δεν τον άφησα στην απορία του. Αμέσως του μίλησα για τη Βιάννο, για τον Ραπτόπουλο, για τον άγιο Νικήτα, για την κλεφτοσπηλιά και τη συνάντησή μας εκεί.
Το πρόσωπό του έλαμψε. Μου αρπάζει το χέρι και μου δίνει ένα δυνατό τράνταγμα. Τα δάχτυλά μου παραλίγο να μου τα συνθλίψει μέσα στη χερούκλα του. «Ίντα κάνεις μωρέ αδέρφι, πού να σε γνωρίσω εδά. Αλλιώς ήσουνα εσύ και οι άλλοι μέσα στη σπηλιά και αλλιώς σε βλέπω εδά. Είπαμε πολλά. Μου είπε ότι το χειμώνα του 1942 τον έπιασαν οι Ιταλοί, πέρασε Στρατοδικείο και τον καταδίκασαν είκοσι χρόνια φυλακή. Τράβηξε κακουχίες και βασανιστήρια. Στην παρατήρηση μου ότι παρ’ όλα αυτά δεν άλλαξε καθόλου, μου είπε: Τα ίδια τράβηξα και με τους Τουρκαλάδες το 1922, που πιάστηκα αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία».
Χωρίσαμε. Ασφαλώς μετά την απελευθέρωση θα γύρισε στη Βιάννο. Για να βρίσκεται τώρα στη ζωή, θα είναι μάλλον απίθανο. Αλλά αν ζει πρέπει να έχει περάσει τον αιώνα.
Τέτοια παλικάρια βγάζει η λεβεντομάνα Κρήτη.
Θωμάς Μανιάτης, επισμηναγός Ε.Α.
Νάξου 35, Αθήνα, 20-10-1997.
*Φωτογραφία: Αρχείο Μανώλη Σπανάκη
* Το παραπάνω κείμενο έστειλε με επιστολή του από την Αθήνα ο Θωμάς Μανιάτης το 1996.
Τον Μάη του 1941 η σχολή Ικάρων μετακινήθηκε από το Τατόι στην Πελοπόννησο και από κει με πλοία στη Σούδα, για να περάσει στη Μέση Ανατολή. Ένας από τους φοιτητές της, ο Θωμάς Μανιάτης από τα Φιλιατρά της Μεσσηνίας, είναι ο συγγραφέας του κειμένου μας. Πολέμησε εθελοντής στη Μάχη της Κρήτης, αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς και απέδρασε από το στρατόπεδο των Αγίων Αποστόλων Χανίων, μαζί με τον συμφοιτητή του Τάσο Σπανό και τον Γεώργιο Φωκέα. Λίγο αργότερα μυήθηκε στην οργάνωση Κρητική Επαναστατική Επιτροπή (του Αλέξανδρου Ραυτόπουλου) από τον Γεώργιο Φωκέα που ήταν υπεύθυνος της οργάνωσης στα Χανιά. Ο Θωμάς Μανιάτης ανέλαβε δύσκολες αποστολές της οργάνωσης στον νομό Λασιθίου και Χανίων μέχρι τη νύχτα της 26ης Νοεμβρίου 1941 που έφυγε από το Μαριδάκι για την Αίγυπτο με το υποβρύχιο Τρίτων. Για τις αποστολές αυτές και για τα δίκτυα της οργάνωσης, άφησε σημαντική γραπτή αφήγηση (Βλέπε Άννα Μανουκάκη – Μεταξάκη «Αντιστασιακοί στα Αστερούσια» έκδοση οικογένειας Κουτεντάκηδων, Ηράκλειο 2019, σελίδες 365 – 405).