Εικόνες μιας Βιάννου που δεν υπάρχει πια
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου λογοτέχνη και δημοσιογράφου Ιωάννη Κονδυλάκη, σας παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από το γνωστότερο έργο του, τον Πατούχα. Στο παρατειθέμενο απόσπασμα ξεδιπλώνεται όλο το μεγαλείο και η μαγεία της γραφής του μεγάλου ηθογράφου.
Ο Κονδυλάκης με λίγες λέξεις δίνει άπειρες εικόνες μιας άλλης Βιάννου που δυστυχώς δεν υπάρχει πια:
[…Από της θέσεως εκείνης ο Μουδίρης ηδύνατο να περιλάβη δι ενός βλέμματος σχεδόν ολόκληρον το χωριό, το οποίον εκείθεν αρχόμενον και απλούμενον εις το επίπεδον της αγοράς και της τουρκικής συνοικίας, εξετείνετο έπειτα αμφιθεατρικώς επί των κλιτύων του βουνού, ευρύ και φαιδρόν, ως γελαστόν πρόσωπον, εν μέσω πλαισίου εξ’ ελαιώνων και δασών καταρρύτων. Σειρά δένδρων υψηλών, τα οποία εφαίνοντο ως αναβαίνοντα προς τα όρη, ηκολούθει τον μαίανδρον τον οποίον διέγραφε καταρρέων δια του χωρίου ο «ποταμός», ρύαξ αστείρευτος, δίδων την κίνησιν εις πέντε νερομύλους. Επί των δωμάτων εφαίνοντο όμιλοι ανδρών και γυναικών, φαιδροί εις το ιλαρόν φεγγοβόλημα του εαρινού ηλίου, περιάγοντες το βλέμμα εις την ευδαίμονα κοιλάδα την ανοιγομένην κάτω προ του χωριού, όπου τους συσκίους κήπους και τους βαθείς ελαιώνας διαδέχετο σμαραγδίνη θάλασσα σπαρτών, σχηματιζομένη εις άβακα θαυμάσιον υπό των διασταυρουμένων διωρύγων, δι ων έφευγον, ως αργυροί όφεις διολισθένοντες εις την πρασινάδα, τα ύδατα των ρυάκων και των αμετρήτων πηγών. Εκείθεν το βλέμμα, ακολουθούν σειράν διαδοχικήν λόφων και κοιλάδων ορεινών, έφθανε κάτω μακράν, όπου παραπέτασμα βουνών υψηλότερον εσχίζετο, σχηματίζον το Φαράγγι, εις το στόμα του οποίου διεγέλα μία ιδέα θαλάσσης, μία λεπτοτάτη ταινία του Λιβυκού πελάγους. Προς δυσμάς, εις το όπισθεν των βουνών κενόν, το όμμα εμάντευε την ευρείαν πεδιάδα της Μεσσαράς, από την οποία μεμονωμένος ανυψούτο ο Κόφινας, βουνόν μονοκόρυφον, όπου κατά τινα προφητείαν, αποδιδομένην εις κάποιον «γέροντα Δανιήλ», έμελλε να κολυμβήσει μοσχάρι στο αίμα, κατά την απελευθέρωσιν της Κρήτης.
Από την κοιλάδα και από το χωριό, από όλον εκείνο το περίκλειστον, ως καλιάν, χώρον ανεδίδετο εις την φωτοπλήμμυραν του ηλίου και εις την αρμονίαν του βόβμου των υδάτων και των εντόμων μία χαρά ζωής, με τον θόρυβον των ανθρώπων συνδιαλεγομένων από δώματος εις δώμα, με τας φωνάς των γυναικών αίτινες εκάλουν τα τέκνα των από τα ύψη του χωριού, με άσματα, με τους μυκηθμούς των βοών και των δραγατών το βυκάνισμα, με τους συριγμούς των κοσσύφων και των αηδόνων το κελάηδημα. Αδύνατον να φανταστεί άνθρωπος ότι εις το ειδύλλιον εκείνο ενήδρευε μίσος θανάσιμον μεταξύ δύο λαών, τους οποίους εχώριζεν η θρησκεία, αλλ’ όχι και η καταγωγή, και οίτινες ευκαιρίαν εζήτουν ν’ αλληλοφαγωθούν]..