Θρηνητικό αντίο στον Δημήτρη Ζαχαριουδάκη


«Αυτά που περιμέναμε δεν ήρθαν,
γιατί μάς έστειλαν
τ’ απρόσμενα οι Θεοί» (Ευριπίδης)
Δημήτρη μου, φίλε και συμμαθητή στο κοινοτικό γυμνάσιο της αγίας Βαρβάρας, με τι καρδιά και πού να βρω τα λόγια να σ’ αποχαιρετήσω! Τι έγινε φιλέ κι αγκυροβόλησες το σκάφος της ζωής σου σε τόπους αταξίδευτους; Πώς έφυγες έτσι ; χωρίς κουβέντα χωρίς αντίο; Ποιο θεριό κύλισε μέσα σου την αταραξία και σ’ έκανε αδιάφορο στον πόνο της οικογένειας σου που όλη σου η ζωή ήταν δοσμένη σ’ αυτήν; Ποια θύελλα ολέθριου Αρμαγεδώνα αφάνισε τα όνειρα για δημιουργία και γνώση. Όλη η ομάδα είχαμε βάλει στόχο να κρατήσουμε την Ελλάδα Ελληνική και να κρατήσουμε απείρακτη την ιστορία μας, τον πολιτισμό μας, τα πατροπαράδοτα ήθη κι έθιμά μας. Και προπαντός να εντρυφήσουμε στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, και να ξεκαθαρίσουμε ότι ποτέ δεν είχαμε προπάτορες μόνο προγόνους που αξίζει να μελετήσουμε γιατί τα είπαν όλα. Δεν είχες πρόβλημα να εκδηλώνεις τον πατριωτισμό σου σε καιρούς που άρχισε να είναι συνώνυμο του φασισμού. Στοίχημα ζωής η γνώση για το επέκεινα, όμως δεν γνωρίζαμε τα μελλούμενα.. Παιδί του Ξένιου Δία είχες το σπίτι σου ανοικτό σε κάθε συνάντηση, σε κάθε περίπτωση. Ολόκληρη η ζωή σου ήταν μια δημιουργία, μια προσφορά. Όσο η νιότη έδινε την θέση της στην ωριμότητα τόσο οι συζητήσεις μας ακόμη κι τηλεφωνικές πιο φιλοσοφικές, πιο προβληματισμένες. Κι ύστερα ήρθε ο ιός με μάσκα θανάτου, ενώ πίσω του κουβαλούσε την υποταγή της ανθρωπότητος.. Γιατί όμως διάλεξε εσένα που προσπαθούσες να βρεις κάτι καλό μέσα στην τόση μαυρίλα. Στο πρώτο LOCK DOWN γελαστός κι ήρεμος σε θυμάμαι να λες. « “Τίποτα δεν κινείται, Ελένη ούτε αυτοκίνητο, ούτε καράβι, ούτε αεροπλάνο, επιτέλους η γη μας θα ανασάνει, όσο κακό και να φαίνεται κάτι, μέσα του κρύβει και το καλό, αρκεί να το ψάξεις.” Ήσουνα ο μόνος που δεν έπρεπε να βλάψει ο κορωνοϊός, Ποια τύχη κακιά τον φύτεψε στο κορμί σου, για να σε ξεκάνει τελικά η ύπουλη νοσοκομειακή λοίμωξη, Πόσο στωικά τον πάλεψες, μα οι σκληροί τον θέλανε ανίκητο για κάποιους. Όλοι σου οι φίλοι θέλαμε να σε επισκεφτούμε, μα οι ελευθερίες έχουν γίνει καπνός. Όλα τα χάσαμε Δημήτρη μα δεν περιμέναμε πως θα χάναμε κι εσένα Ο μεγάλος ύπνος ήρθε νωρίς και βύθισε στο πένθος την αγαπημένη σου Αρσινόη, παιδιά, εγγόνια, αδέλφια, φίλους κι αγαπημένους. Άραγε τώρα που το πνεύμα σου απαλλαγμένο από φθαρτό σου σώμα αιωρείται στο άπειρο, άραγε βρήκες τις απαντήσεις στα ερωτηματικά μας; Πού πάμε Δημήτρη; Πού πήγες;, Βρήκες τούς δικούς σου; Συνομίλησες με τον Όμηρο, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα κι όλους τους προγόνους μας;. Βρήκες αυτό το αμφιλεγόμενο φως; ή θα μας καταπιούν τα σκοτάδια; Απόψε πανηγυρίζει ο Αχέροντας!
Έφυγες Δημήτρη για ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό. Εξουσιαστής ο θάνατος σου έκλεψε την άδεια της ζωής και σου έκλεισε το διακόπτη του “υπάρχω”. Ποιος ο καλεστής ο θάνατος ή η αθανασία. Όμως εσύ δεν θα χαθείς, το όνομά σου θα ακούγεται στο πρόσωπο του μικρού σου εγγονού κι τα άλλα σου εγγόνια θα κουβαλούν μαζί τους μνήμες και αισθήματα για έναν παππού που τούς τα έδωσε όλα. Τα πάντα εδώ θα θυμίζουν το σύντομο πέρασμα σου κι ας πέρασε στην άλλη όχθη. Θα σε θυμίζουν όλα όσα δημιούργησες, προπαντός το χρυσοχοείο «ΖΑΝ» γνωστό σε όλους. Και μην ξεχάσεις την ομάδα φιλοσοφίας. Να είσαι εκεί, στην άδεια που θα κρατάμε καρέκλα, να παρεμβαίνεις σαν πιο σοφός που θα ‘χεις γίνει μαθητεύοντας κοντά στους τα πάντα κατέχοντες. Και ξέρεις Δημήτρη, μπορεί να είσαι και τυχερός που έφυγες χωρίς να γνωρίσεις την μακράν νύχτα που ετοιμάζουν οι παγκόσμιοι ηγέτες για τον πλανήτη μας.
Φεύγεις Δημήτρη και δεν μπορούμε, να σου αποδώσουμε όλες τις τιμές που απαιτούνται σ’ ένα νεκρό, ούτε ένα δακρυσμένο αντίο να σου πούμε και το Ηράκλειο που τόσο σε εκτιμούσε και σ’ αγαπούσε απαγορεύεται να παραβρεθεί στην τελευταία πράξη της ζωή σου.
Δημήτρη για σένα φωταγώγησε απόψε ο ήλιος το τελευταίο ηλιοβασίλεμα!
Εκεί που το ταξίδι σου τελειώνει, αν υπάρχει αυτό το ΕΚΕΙ, το λωτοφάγο το νερό να μην το πιείς γιατί ’ναι οι φίλοι σου πολλοί εδώ και γιατί ξενιτεύτηκε η χαρά από δικούς σου. Δύναμη και κουράγιο στην Γυναίκα σου, στα παιδιά σου που έχασαν έναν τόσον υπέροχον ΠΑΤΕΡΑ.
«Καλόν ύπνον ταξιδιώτη τ’’ απείρου».