Χριστούγεννα στα Καημένα χωριά
Σεπτέμβρης του 1943, μετά τη μάχη της Σύμης, όπου αποδεκατίστηκαν οι Γερμανοί, οι καταχτητές ήρθαν αποφασισμένοι να σβήσουν την επαναστατημένη Βιάννο.
Με την απίστευτη βαρβαρότητα που επέδειξαν, τις ομαδικές εκτελέσεις, τις λεηλασίες, το κάψιμο και την ανατίναξη των σπιτιών, που δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα, πίστευαν πως είχαν σβήσει και τον παραμικρό θύλακο αντίστασης και είχαν αποκόψει τους Βιαννίτες από τους αντάρτες, κάτι που δεν έγινε, γιατί και πάλι η Βιάννος στήριξε το αντάρτικο.
Έτσι, σίγουροι ότι είχαν πετύχει το σκοπό του, οι κατακτητές σε λίγο καιρό αποφάσισαν να άρουν τη «νεκρή ζώνη» που είχαν επιβάλει σε ορισμένα μαρτυρικά χωριά της Βιάννου και τα όμορα χωριά της Ιεράπετρας, επιτρέποντας στους ξεριζωμένους κατοίκους να επανέλθουν στα σπίτια τους. Οι διωγμένοι κάτοικοι από τα Καημένα χωριά ζούσαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς, σε διάφορα χωριά: άλλοι σε σχολεία, άλλοι φιλοξενήθηκαν από συγγενείς και άλλοι άδειασαν στάβλους και παράσπιτα, για να στεγάσουν προσωρινά τις φαμίλιες τους. Οι διωγμένοι κάτοικοι των μαρτυρικών χωριών, ζούσαν στο απόλυτο μηδέν. Με την πρώτη ματιά έβλεπες να αυλακώνει τα πρόσωπά τους ο καημός, η βαθιά θλίψη, η φτώχια και η αγωνία για το αύριο και όσα έβλεπες βαθιά σε λυπούσαν.
Είχε πατήσει ο Δεκέμβρης, οι μέρες ήταν μικρές, σκοτεινές και στενάχωρες. Οι βροχές ήταν συχνές, το κρύο είχε δυναμώσει. Μετά την άρση της «νεκρής ζώνης» οι πρώτοι δεκαεπτά κάτοικοι του Συκολόγου, που ζούσαν ως πρόσφυγες στα γυροχώρια, αποφάσισαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Στο έρημο χωριό τους δεν βρήκαν πνέουσα ζωή, μόνο αγριοπούλια που πετούσαν πάνω από τα χαλάσματα. Πόνεσαν πολύ που βρήκαν τα σπίτια τους καημένα και κατεστραμμένα και τους χωματόδρομους του χωριού αδιάβατους από τις πέτρες και τα ξύλα των γκρεμισμένων σπιτιών τους. Καήκανε τα φτωχικά τους έπιπλα: τα τραπέζια, οι καρέκλες, οι κασέλες με τα προυκιά, τα ρούχα τους, οι φωτογραφίες, αλλά τα μεγεροψήματα, τα εικονίσματα, τα λάδια και οι καρποί, το κριθαρόσταρο και η ταγή που είχαν στα πιθάρια τους, τίποτα δεν έμεινε Στο Συκολόγο μόνο τρία σπίτια από όλο το χωριό είχαν ξεφύγει από τη μανία των καταχτητών. Το σπίτι του Γρηγοράκη του γιατρού, επειδή το είχαν επιτάξει οι καταχτητές για να μένουν, και δυο ακόμη σπίτια, όπου είχαν αποθηκεύσει τις εκρηκτικές ύλες. Αφού έκαψαν όλο το χωριό, είχαν ανοίξει και στο σπίτι του γιατρού, του Γρηγοράκη, είκοσι οκτώ θυρίδες στους φαρδιούς πέτρινους τοίχους, όπου θα έβαναν τα εκρηκτικά για να το ανατινάξουν. Ευτυχώς, όμως, που την τελευταία στιγμή έφτασε διαταγή να σταματήσουν και έτσι δεν το γκρέμισαν.
Οι κάτοικοι, υπερασπιζόμενοι τις μνήμες και τα όνειρα, πήραν λοστούς, βαριές, κασμάδες, φτυάρια και με πόνο ψυχής, πείσμα και αγάπη κίνησαν το σκάψιμο, για να βρούνε τα θεμέλια των φτωχικών τους, να τα ξαναχτίσουν. Δεν θέλανε να εγκαταλείψουν τη γη των πατέρων, τους τάφους των προγόνων και τις αναμνήσεις που είχαν φυλάξει στα γενέθλιά τους χώματα. Έθεσαν ως προτεραιότητα να στεγάσουν μια γωνιά από το γκρεμισμένο τους σπίτι κι εκεί να μείνουν. Με αλληλεγγύη, βοήθεια ο γ-εις στον άλλο, επισκεύαζαν τα γκρεμισμένα σπίτια τους και εντωμεταξύ, μέχρι να τα επισκευάσουν, φιλοξενούνταν στο σπίτι του γιατρού. Έχτισαν τους πέτρινους τοίχους, πήγανε στο βουνό και κόψανε ξύλα για μεσοδόκια και κλαδιά των σκίνων που τα αποφλοίωναν, για να στεγάσουν τα σπίτια τους, να καλυβώσουν ξανά το όνειρο. Προσπαθούσαν να στεγιάσουν στην αρχή μια γωνιά να μείνουν, να μη βρέχονται και να μην κρυώνουν και σιγά-σιγά θα στέγιαζαν όλο το φτωχικό τους.
Από την αγωνία τους να τελέψουν, να φέρουν τις οικογένειές τους που ζούσαν ως πρόσφυγες σε διάφορα χωριά του νομού, οι μέρες περάσανε και κοντοσιμώσανε οι βαρές σκόλες. Παραμονή των Χριστουγέννων οι δυο θυγατέρες του γιατρού, η Αγγελική και η Σοφία, που πηγαί- νανε στο Γυμνάσιο, θέλανε να χρωματίσουν και να τιμήσουν την ημέρα, κάνοντας κάτι πιο ξεχωριστό. Ο πατέρας τους με δυσκολία προμηθεύτηκε δυο οκάδες χάσικο αλεύρι, για να κάνουν τα σπιτικά γλυκά, να τηρήσουν τα έθιμο. Ο χωριό τους είναι γεμάτος από χαρουπιές. Μάζεψαν ζαχαριασμένα χαρούπια, τα κοπάνισαν στο σιντεροχάβανο, τα έβαλαν σε μια πετρολεκανίδα και με εκείνο το ζαχαρόνερο θα έκαναν τα ξεροτήγανα, για να στολίσουν τον σοφρά της μεγάλης ημέρας. Η γιάτραινα έβαλε χαμε το σοφρά και με τη μεταξωτή κνισάρα κοσκίνισε το αλεύρι και μάλαξε τον ανθό του αλευριού στην πετρολεκανίδα με το ζαχαρόνερο. Με το μακρύ ξυλίκι άνοιξε ένα λεπτό φύλλο, όσο ήταν και ο σοφράς. Έπειτα, με ένα τροχό, φτιαγμένο από παλιά σιδερένια νομίσματα, που έκαναν γύρω-γύρω κοκαράδες, έκοψε το φύλλο σε στενές λουρίδες και άρχιζε να φτιάχνει διάφορα σχέδια ξεροτήγανα, φιογκάκι, πεταλούδες· αλλά τα πιο συνηθισμένο σχέδιο ήταν τα σαρικάτα.
Οι θυγατέρες άναψαν φωτιά στην παρασθιά κι έστεσαν το τηγάνι για να τα ψήσουν. Τα ξεροτήγανα θέλουν πολύ λάδι για να ψηθούν. Όταν τους ειδοποίησαν οι Γερμανοί πως πρέπει να εγκαταλείψουν το χωριό μέσα σε πέντε ημέρες, ο πατέρας τους, με τη συνδρομή του συμμισάτορα, μετέφερε,το λάδι που είχε στο σπίτι του σε μια αποθήκη κοντά στην εκκλησία, που είχε τρία δωμάτια το ένα μέσα στο άλλο. Άδειασαν τις δυο κασέλες και μετέφεραν εκεί και όλα τα προυκάρικα ρούχα. Μόλις γύρισαν στο χωριό, πήγαν στην αποθήκη να δουν αν το πιθάρι με το λάδι ήταν στη θέση του, ώστε να έχουν τουλάχιστον λάδι να μαγερεύουν. Όλα τα ρούχα είχαν καεί, αλλά το χοντροπίθαρο με το λάδι δεν είχε πάθει τίποτα. Έβαλαν πολύ λάδι στο τσικάλι, όπως το συνήθιζαν, περσινό κατασταλαγμένο λάδι του καντηλιού, και όταν το λάδι άρχιζε να καίει, να καπνίζει, έψηναν τα ξεροτήγανα κι έπειτα τα έβαζαν πάνω σε ένα κομμάτι αχινοποδιού να στραγγίζουν.
Τα κορίτσια του γιατρού, μουχλιάσματα της γης, άναψαν τον λύχνο και μάταια περίμεναν τα παιδιά να χτυπήσουν την πόρτα τους και να τους πούνε τα κάλαντα. Στο Καημένο χωριό δεν υπήρχαν παιδιά, μονάχα εκείνοι που είχαν έρθει να επισκευάσουν τα καμένα τους σπίτια.
Σε όλο το χωριό μηδέ πετεινοί κράζανε, μηδέ όρνιθες υπήρχαν, να έχουν ένα αυγό, γιατί τις όρνιθες τις φάγανε στην προσφυγιά τους. αλλά μήτε και αιγοπρόβατα είχαν να πιούνε ένα φλιτζάνι γάλα μηδέ και αγελάδες, γιατί τις πήραν οι Γερμανοί και τις έκαναν μερίδες φαγητού για τους ναζί στρατιώτες, που πολεμούσαν να υποτάξουν τον κόσμο, αδιαφορώντας για τα βάσανα, τους καημούς και τις πίκρες που έσπερναν στους λαούς. Μήδε χοίρους ανέτασσαν πια, από τη μια γιατί θα τους έπαιρναν οι Γερμανοί, και από την άλλη, επειδή δεν εύρισκαν κριθάρι να τους κάνουν αποπλύματα, να τον ταΐζουν. Οι άνθρωποι τότε δεν είχαν ψωμί να φάνε και όποιος είχε κριθάρι ήταν σαν να είχε στο σπίτι του χρυσές λίρες. Στο κατακαημένο χωριό μηδέ σκυλιά γαβγίζανε, γιατί οι Γερμανοί τα σκότωναν, επειδή, μόλις τους έβλεπαν, γάβγιζαν σαν λυσσασμένα, ερμηνεύοντας τα αντιγερμανικά αισθήματα των κατοίκων.
Οι φτωχές φαμελίτισσες, για να ντύσουν τα μικρά παιδιά τους, να μην κρυώνουνε, δεν κοιτάζανε τη μόδα. Σε θηλυκά και ασερνικά έραβαν ένα φουστανάκι με λαιμόκοψη κι ένα βρακάκι. Παπούτσια δεν είχαν και ξυπόλυτα γυρνούσαν τα παιδιά στα σοκάκια του χωριού. Δειγματολόγιο από διάφορα μπαλώματα ήταν τα ρούχα και των παιδιών και των μεγάλων, που τα φορούσαν μέχρι να λιώσουν και να μη σηκώνουν άλλο μπάλωμα. Κάθε βράδυ οι μαννάδες ξεγκάθιαζαν τα ξυπόλυτα πόδια των παιδιών τους. Σαπούνι δεν είχαν να πλύνουν τα ρούχα τους και τα νερόπλυναν στο τρεχούμενο νερό του ποταμού. Η γιάτραινα συλλογιζόταν πώς ήταν η ζωή τους τώρα, που δεν είχαν μηδέ λίγη ζάχαρη ή κανέλα να κούκίσουν τα ξεροτήγανα, να μην τα φάνε σκέτα. Αλλά όλα αυτά φάνταζαν σαν μια μακρινή πολυτέλεια στο μαρτυρικό καημένο χωριό, όπου όλα ήταν λιγοστά και στενάχωρα και τα περισσότερα πράγματα δεν υπήρχαν. Άρχισε, λοιπόν, να λέει στις θυγατέρες της:
-Παλιές παραμονές των Χριστουγέννων και της Αρχιχρονιάς, στη μεγάλη πετρολεκανίδα μέλωναν τα ξεροτήγανα. Ένα κοφίνι γέμιζα με γεναργιάτικα κουλλουράκια και δυο μεγάλους δίσκους με αφράτους κουραμπιέδες. Τώρα την Κατοχή, η ζωή μας άλλαξε, δεν έχομε πράμα.
-Θά ’ρθει ξανά η λευτεριά στην πατρίδα μας και όλα ξανά θα αλλάξουν, είπε ο άντρας της, ο γιατρός.
Ο πατέρας μάντεψε την πεθυμιά των παιδιών του. Ανιστορήθηκε τα παιδικά του χρόνια, όταν με χαρά έλεγε τα κάλαντα. Για να ελαφρύνει την ώρα, βγήκε στην αυλή, στάθηκε στο πορτομάγουλο της πόρτας του και ρώτησε:
-Να τα πούμε;
Πριχού πάρει απόκριση, κίνησε με τη γλυκιά λαλιά του να λέει:
«Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ο ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.»
Η γιάτραινα αλλά και οι δυο θυγατέρες της, στο άκουσμα των καλάντων, σταμάτησαν για λίγο την παρασκευή των γλυκών και συνέψαλλαν τα κάλαντα με ρίγη συγκίνησης. Παπά δεν είχε το χωριό, διότι ο παπάς από τότε που έφυγε, ως έφυγαν όλοι οι χωριανοί διωγμένοι από τους κατακτητές, φιλοξενούνταν σε ένα μακρινό χωριό, το Αλάγνι, σε απόσταση πενήντα χιλιομέτρων περίπου, και δεν είχε ακόμη επιστρέψει.
Ακολουθώντας τις συνήθειες παλαιών χρόνων, που το πρωί των Χριστουγέννων πήγαιναν όλοι στην εκκλησία να εκκλησιαστούν, πήγαν κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο πρωί στην εκκλησία. Ένας από όλους ανέλαβε τα καθήκοντα του καντηλανάφτη και πολύ πρωί χτύπησε χαρωπά την καμπάνα, καλώντας τους Συκολογιανούς στην εκκλησία. Κίνησαν για την εκκλησία οι δεκαεπτά που είχαν επιστρέψει στο χωριό: γιατρός με τη γυναίκα του, τη Μαρία, και τις δυο θυγατέρες του, τη δεκατετράχρονη Αγγελική και τη δεκατριάχρονη Σοφία, και με το χηρευάμενο πεθερό του, τον Τσαγκαράκη· το αντρόγυνο, ο Γιώργης και Ελένη Τσα- γκαράκη, με τα δυο τους παιδιά, το δεκαοχτάχρονο Γιάννη και τη δεκαπεντάχτονη Λευτερία· και το τρίτο αντρόγυνο, ο Μανώλης και η Κατερίνα Αγαπουλάκη, με τα τρία παιδιά τους, το δεκαοκτάχρονο Λευτέρη, το δεκαπεντάχρονο Πολύβιο και τη δεκάχρονη Σοφία. Όλοι πήγαν με τα καθημερινά ρούχα που φορούσαν (άλλωστε δεν είχαν άλλα ρούχα να φορέσουν μηδέ χρήματα είχαν να ρίξουν στο παγκάρι να ανάψουν ένα κερί). Με σέβας προσκύνησαν στο προσκυνητάρι την εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού, άναψαν αποκέρια και σταμάτησαν στον τόπο όπου σταματούσαν παλιά, όταν εκκλησιάζονταν.
Ο Γρηγοράκης ο γιατρός, που ήταν και δεξιός ψάλτης, ανέβηκε στο αναλόγιο και έψαλε το χριστουγεννιάτικο κοντάκιο: «H Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει»· έψαλε, επίσης, μεγαλυνάρια και άλλα τροπάρια κι έτσι χρωμάτισε την ημέρα. Οι χωριανοί σταυροκοπιούνταν και οι γυναίκες έκαναν μετάνοιες και δοξολογούσαν το Θεό, που έσωσε τους χωριανούς από τη φονική μανία των κατακτητών. Κατόπιν προτροπής του γιατρού, έψαλαν τον Ακάθιστο Ύμνο και, τέλος, η απόλυση της λειτουργίας έγινε, αφού συνέψαλλαν όλοι μαζί το απολυτίκιο «Η γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών …». Ο γιατρός κατέβηκε από το στασίδι, πήγε κι έκλεισε την πόρτα της εκκλησίας γιατί έκανε πολύ κρύο, αλλά και από το φόβο μην παρουσιαστούν άξαφνα οι Γερμανοί. Στάθηκε δίπλα στην εικόνα του Χριστού, προσκύνησε με πίστη και με ελπίδα και μεγαλόφωνα είπε:
-Χριστέ μου, βοήθησε μας, να λευτερωθεί ο τόπος μας, να ξαναχτίσομε το χωριό, να δοξάζομε το άγιο όνομά σου.
Έπειτα γυρνά στους χωριανούς, στα μάτια των οποίων φάνταζε εκείνη την στιγμή σαν πατριάρχης, βαθιά συγκινημένος τους ευχήθηκε:
-Βοήθεια μας η αγία γέννηση του Χριστού μας, χρόνια πολλά και του χρόνου να εορτάσομε ελεύθερα Χριστούγεννα.
-Και του χρόνου, γιατρέ, καλή λευτεριά, είπαν όλοι με μια φωνή.
Συγκινημένοι, ένας-ένας προσκύνησαν την εικόνα της Γεννήσεως. Μέσα στην εκκλησία αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και ευχηθήκανε «χρόνια πολλά» και «καλή λευτεριά».
Αγιασμένοι από τα τροπάρια, συγκινημένοι από τα πατριωτικά λόγια και τις ευχές, γύρισαν στο σπίτι του γιατρού και όλοι μαζί έστρωσαν κοινή τράπεζα και συνέφαγαν, όπως οι πρώτοι Χριστιανοί. Την ημέρα των Χριστουγέννων δεν είχαν κρέας και ψωμί όσο θέλανε ούτε και διάφορα καλούδια όπως παλιά: λουκάνικα, οματιές, οφτό και βραστή χοιροκεφαλή στου ξυνόχοντρου το ζουμί. Όλοι έφαγαν το ίδιο φαγητό: φασόλες ξερές, ελιές, κρεμμύδι, χόρτα βραστά, και ήπιαν ένα κρασοπότηρο κρασί να στυλώσουν την καρδιά. Το ψωμί ήταν λιγοστό, αν και είχαν ανάγκη να φάνε πολύ ψωμί για τις βαριές δουλειές που έκαναν, κατά τα λόγια της παροιμιάς: «Λίγο-λίγο το ψωμί και χαχαλιές τσι βρούβες». Τραπέζι δεν είχαν μηδέ καρέκλες, γιατί οι Γερμανοί, όσα δεν έκαψαν, τα λαφυραγώγησαν. Για να φάνε, άλλοι κάθισαν σε κουτσούρια, άλλοι στο πεζούλι, άλλοι έτρωγαν όρθιοι στο πλατύ πατάρι του πέτρινου παραθυριού, άλλοι έφεραν μια πέτρα και κάθισαν κι άλλοι βαστούσαν το πιάτο στα χέρια και έτρωγαν.
Στο τέλος η Αγγελική και η Σοφία έφεραν λίγα πορτοκάλια κι ένα ξεροτήγανο στον καθένα, όπως το έθιμο και η μέρα το καλούσε, και ευχήθηκαν «Χρόνια πολλά και καλή λευτεριά». Ο γιατρός έκλεισε τη πόρτα του σπιτιού του και όλοι μαζί, χαμηλοφώνως, έψαλαν δακρυσμένοι τον εθνικό ύμνο. Έπειτα ένας- ένας χαιρέτησαν δια χειραψίας και ευχαρίστησαν τη φαμίλια του γιατρού και πήγαν να συνεχίσουν τις οικοδομικές εργασίες τους, την ανοικοδόμηση των σπιτιών τους, ώστε να προλάβουν να μετακομίσουν το καλοκαίρι και να μην τους βρει και ο άλλος χειμώνας άστεγους. Το ψιμοκαλόκαιρο της άλλης χρονιάς είχαν τελέψει τις οικοδομικές εργασίες και έφεραν τις φαμίλιες τους από τα ξένα χωριά και ξανάστεσαν το νοικοκυριό τους.
Έπειτα από εβδομήντα πέντε χρόνια συνάντησα την πρωτογόνατη θυγατέρα του Γρηγοράκη, του γιατρού, την Αγγελική, ογδόντα εννέα χρόνων, καλοστεκούμενη, συνταξιούχο φιλόλογο. Την επισκέφτηκα στο σπίτι της, στο Ηράκλειο, όπου ζει. Με δέχτηκε με πολλή ευγένεια και με συγκίνηση μού αφηγήθηκε τα πικρά χρόνια της Κατοχής που έζησε στα γενέθλιά της χώματα, στο Καημένο της χωριό, στο Συκολόγο Βιάννου, τότε που ήταν ακόμη μικρή κοπελίτσα, μαθήτρια του Γυμνασίου.
*Από το βιβλίο του Δημήτρη Θεοδοσάκη, "Από την κατοχή και το ολοκαύτωμα της Βιάννου, ΤΟΜΟΣ Δ΄"