Το λιομάζωμα
Το κείμενο αυτό γράφτηκε από την αξέχαστη Μαρία Παπαδημητράκη (Σταυρωτής) το Νοέμβρη του 1977!
Η συγγραφέας περιγράφει με γλαφυρότητα το λιομάζωμα, πριν να έρθει… η τεχνολογία με τα ραβδιστικά, τότε που στα λιόφυτα ακούγονταν ανθρώπινες φωνές και τραγούδια κι όχι ο βάρβαρος ήχος των βενζινάκατων κινητήρων! Ωστόσο, από το κείμενο αυτό, βγαίνει κι ένα άλλο, τραγικότερο ίσως, συμπέρασμα: τι ελιές τις μαζεύαμε εμείς κι όχι οι οικονομικοί μετανάστες…
Άσε που οι δολοφονικές επιδοτήσεις συνετέλεσαν στην εγκατάλειψη της καλλιέργειας της ελιάς και στην παράδοσή της στους μετανάστες και μάλιστα έναντι πινακίου φακής!
Μακάρι το ωραίο αυτό κείμενο, να προβληματίσει…
Απολαύστε το!
«Ο χειμώνας μας έκαμε φέτο την εμφάνισή του με κάποια καθυστέρηση, που κράτησε πίσω κάθε γεωργική απασχόληση στην περιοχή μας. Άλλα χρόνια, της Μεσοσπορίτισσας, όπως λένε τη γιορτή των Εισοδίων της Παναγίας, είχε τελειώσει σχεδόν η σπορά και το λιομάζωμα ήταν στο φόρτε του. Τώρα όλα άλλαξαν. Τίποτα δε γίνεται με το παλιό σύστημα και όλες οι συνήθειες ξέφτισαν. Παλιά η εργασία του λιομαζώματος ήταν ευχάριστη και όσο το δυνατό ξεκούραστη, μέσα στα κρύα και τις βροχές, χάρη στον τρόπο που γινόταν. Σωστός ξεσηκωμός του χωριού. Οι φαμελιές ζύμωναν κριθαρένιες κουλούρες και τα παιδιά τραγουδούσαν:
«Βρέχει βρέχει και χιονίζει
κι η λαλά μου κοσκινίζει
να μου κάμει μια κουλούρα
σαν τ’ αφέντη μου τη λούρα,
να την πάω στου τσαγκάρη
να μου κάμει στιβανάκια
να πατώ τα χαλικάκια
να μαζώνω τα ελιδάκια».
Ετοιμάζονταν λοιπόν και μ’ όλα τους τα ζώα κατέβαιναν στα μετόχια. Πρωί πρωί όλοι βρίσκονταν στα γονικά κι άρχιζε η κατανομή της εργασίας. Έδεναν στις πλαγιές τα αιγοπρόβατα να βοσκήσουν χλωρό χορτάρι και λιόκλαδα. Η αναπλογυρίστρα άπλωνε τις φαρδοπαλέτσες γύρω γύρω από τη ρίζα της ελιάς. Ο ραβδιστής με την κατσούνα στο χέρι, ανέβαινε στην κορυφή της ελιάς και από κλώνο σε κλώνο ράβδιζε τις ελιές. Η ντεμπλολοΐστρα μ’ ένα μακρύ ραβδί, τη ντέμπλα, βοηθούσε το ραβδιστή και έριχνε τις ελιές από τα ξέφουντα. Ένας ρυθμικός ήχος αντιλαλούσε σ’ όλο τον τόπο από τον κτύπο της κατσούνας και της ντέμπλας πάνω στις φορτωμένες από ελιές φούντες και δώστου γέμιζαν οι λιοπαλέτσες, γυαλιστερές, εβένινες χάντρες, τον καρπό! Η λιοκλαδίστρα, συνήθως μια γριά κάτω απ’ την ελιά, καθάριζε τον καρπό από τα λιόκλαδα που έπεφταν. Όλη την ημέρα κουβέντιαζαν, τραγουδούσαν κι αστειεύονταν αναμεταξύ τους οι γειτόνοι.
-Ε αφεντικό, δεν είναι ώρα για μεσημεριανό; Ή μονοκόρδι θα το πάμε;
-Κατεβείτε από το μουρέλο κι η Μαργή εκετάστεσε!
-Την ταχινή η κερά ήψησε το χυλό και το έχει στο πανί. Να τσίσομε θέλει και μια φρίσα, να φίξομε μωρέ κοπέλια και μια με το κρομμύδι, να πάει η καρδιά στον τόπο τζη.
-Κόπιασε γείτονα, να φάμε.
-Κοπιάστε με τσ’ υγείες σας. Ντα ίντα καλό έχετε;
-Κουκιά κοπανιστά. Τασκέρου θα να ’χομε «φτωχογιάννη» (Έτσι έλεγαν τον μπακαλιάρο, τότε που ήταν πάμφθηνος).
-Βιαστείτε μωρέ κοπέλια, γιατί παραστέκει ο καιρός.
Έτσι, ραβδίζοντας και τραγουδώντας, έγερνε ο ήλιος κατά τη δύση.
-Ε, ώρα να σκολάσομε, δεν έχει ώρα για το λίχνισμα.
-Στρώσετε, μωρέ, εσείς τη λιχνίστρα.
Τι ήταν η λιχνίστρα; Έβαζαν κλαδιά στη σειρά κι έκαναν ένα μικρό φράχτη. Ύστερα άπλωναν τα πανιά σαν χαλί καμιά δεκαριά μέτρα και στο τελευταίο άδειαζαν τις λιοκλαδισμένες ελιές. Ο γεροντότερος έπαιρνε μια χούφτα ελιές και τις πετούσε για να προσδιορίσει από πού ερχόταν ο αέρας και άρχιζε το λίχνισμα.
Ο ραβδιστής έμπηγε την μια γωνιά της παλέτσας στη μέση του και με τα χέρια ή μ’ ένα πιάτο μεταλλικό ή και το φτυάρι, πετούσε τις ελιές στην άλλη άκρη της λιχνίστρας. Οι ελιές σιγά σιγά έφτιαχναν ένα σωρό στην μια άκρη και τα φύλλα άλλον ένα στην άλλη. Συχνά λιχνούσαν και οι κοπελιές πλάι στους άντρες και συνοριζόντουσαν και σκουντούσαν τους αγκώνες τους και τους έπεφταν τα πιάτα και τα γέλια γέμιζαν το γονικό. Καταϊδρωμένοι οι λιχνιστάδες –σκύψε σηκώσου-, τέλειωναν κατάκοποι, γιατί το λίχνισμα ήταν η πιο κοπιαστική δουλειά της ημέρας. Ύστερα σάκιαζαν τις ελιές και τις κουβαλούσαν το ίδιο βράδυ ή δανείζονταν την Κυριακή τα ζώα συγγενών τους και τις κουβαλούσαν στο χωριό. Ένα δωμάτιο γινόταν αποθήκη και πολλές φορές μούχλιαζαν και έτρεχαν τα μαύρα ζουμιά από την πόρτα, ώσπου να τις πάρουν οι φαμπρικάρηδες να τις αλέσουν. Κάθε βράδυ μετά το φαγητό μαζεύονταν πότε στο ένα μετόχι πότε στο άλλο και περνούσαν τα μεσάνυχτα να καταλαγιάσουν! Εκεί το ’ριχναν στο καλαμπούρι, στα ανέκδοτα, τα αινίγματα, τα διάφορα παιγνίδια, όπως την κολοκυθιά, στο χορό και το τραγούδι με τη συνοδεία της ασκομαντούρας. Την εποχή του λιομαζώματος ξεσκόλιζαν και τα πιο πολλά παιδιά, μια και όλη τους η οικογένεια άφηνε το χωριό. Μα και τα παιδιά πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους. Μετάδεναν τα ζωντανά, κουβαλούσαν το νερό, αλλά μάζευαν και τις ελιές που έπεφταν έξω από τις παλέτσες. Μάλιστα οι γιαγιάδες, για να κεντρίσουν το φιλότιμο των παιδιών, τους έλεγαν διάφορα τραγούδια, σχετικά με το λιομάζωμα. Έτσι τα έκαναν να συνορίζονται και να μη νιώθουν κούραση. Ένα τέτοιο, θυμάμαι, έλεγε η θεια μου η Ευτέρπη, σε εμένα και στην κόρη της Ελένης, στο Κάτω Περιβόλι. Έβγαζε τα στιβάνια της, έδινε σε κάθε μια μας από ένα και μετά άρχιζε, στην αρχή αργά κι όσο προχωρούσε πιο γρήγορα:
Μαζεύετε, καλές μου,
ψηλές καματερές μου.
Να μπω, να βγω στον κήπο
για πράσο και για βλήτο,
για πετρομαρουλίδα.
Στου σέλινου τη ρίζα
ο φίδινος κοιμάται,
σαράντα γάγλες κάνει
και δεκαοχτώ καμάρες.
Κι απάνω στις καμάρες
κάθεται η θειά μου
η Μάγδα, η Γάγλα,
η γαλανή γαϊδάρα,
λούζεται χτενίζεται,
δυόσμο πασαλείφεται.
Ψηγού –ψηγού τη χέρα του
που δεν έχει τη χαχαλιά του
καμωμένη.
Έτσι, για να μην ψηγούν τα χέρια μας, βιαζόμασταν και πολλές φορές ζητούσαμε την ευκαιρία να κλέψομε από τις παλέτσες χαχαλιές και να γεμίσομε τα στιβάνια.
Τώρα όμως τα πράγματα άλλαξαν και ούτε χαμολογούνται πια οι ελιές, ούτε λιχνίζονται, ούτε κουβαλιούνται με τα γαϊδουράκια τα καημένα, που γλιστρούσαν κι έπεφταν στα κακόβολα.
Ας είναι καλά οι συνεταιρισμοί που τις μεταφέρουν από το χωράφι με τα αυτοκίνητά τους κατευθείαν στο εργοστάσιο.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ηχώ της Βιάννου" τον Νοέμβριο του 2012