Το ΚΤΕΛ Ηρακλείου-Βιάννου αγγλιστί…


Παλαιότερα το ΚΤΕΛ υπεραστικών λεωφορείων Ηρακλείου-Βιάννου, βρισκόταν λίγο πιο πάνω από την «ΟΑΣΗ».
Εκεί κατέφθασε μία καλλιπάρειος Αγγλίδα τουρίστρια, η οποία ήθελε να πάει στη Χερσόνησο και ρώτησε να μάθει, πού είναι το ΚΤΕΛ Ηρακλείου-Λασιθίου, το οποίο εντωμεταξύ, είχε μεταφερθεί στην πλατεία, κάτω από το μέγαρο Φυτάκη, κοντά στο λιμάνι. Το προσωπικό του ΚΤΕΛ Βιάννου δεν ήξερε ξένες γλώσσες και ειδοποίησε τον διευθύνοντα προϊστάμενο, για να επιληφθεί. Αίφνης ξεπροβαίνει από τη διπλανή πόρτα ο προϊστάμενος, ευθυτενής, με σχετικό κομπασμό, έτοιμος για την μεγάλη αποστολή και αρχίζει: «Ω, Μαντάμ, ντου γιου σπικ ίνγκλις;;;», το μόνο που ήξερε! Τι το θελε ο ευλογημένος να το πετάξει αυτό, διότι, προξένησε δύο δεινά: αφ’ ενός οι παρόντες μόλις άκουσαν αυτή την εισαγωγή, πλήθυναν και ιδιαιτέρως… τρουλαύτιασαν, προκειμένου να θαυμάσουν την χρήση της αγγλικής γλώσσας, την πρόοδο της επιστήμης, και την όμορφη τουρίστρια φυσικά, και αφετέρου, έδωσε την εντύπωση στην τουρίστρια, ερμήνευσε, ότι πρόκειται για άπταιστη γλωσσομάθεια, οπότε άρχισε πλέον, με ταχύτητα μη συγκρατούμενη, να αναπτύσσει το αίτημά της, το οποίον, προφανώς ουδείς κατάλαβε.
Ο προϊστάμενος σκέφτηκε πάραυτα να κάμει χρήση της «απλής» αγγλικής γλώσσας, δηλαδή της, δια των χειρών, συνεννόησης. Άρχισε να παίζει τα χέρια του, πάνω - κάτω, δεξιά - αριστερά στα μούτρα της τουρίστριας, την οποία αρκούντως, γρονθοκοπάνισε, αλλά δεν κατάλαβε τίποτε. Κάποιος από τους παριστάμενους περιήλθε σε κατάσταση αγωνίας και αγανάκτησης και από ευσυνειδησία κινούμενος, προκειμένου να συνδράμει, ήρθε βιαίως μπροστά, κάνει μια ισχυρή, στρουφικτή προέκταση της δεξιάς χειρός του και υπέδειξε: «Αποκιέ δα πας, ετσέ ίσα κάτω δα τραβήξεις, κατάλαβες μαντάμ;;». Φυσικά, αφού είπε το «μαντάμ;». Οπότε επιτελέσας το καθήκον του επιτυχώς, ικανοποιημένος, απεσύρθη. Έτσι πίστευε.
Ο προϊστάμενος, είδε ζόρε, βρέθηκε σε δύσκολη θέση, οπότε εκ των πραγμάτων αναγκάστηκε, επί τέλους, να κάμει χρήση της βαθύνουσας, επιστημονικής αγγλικής γλώσσας, ενώπιον του πλήθους, αρχίζει: «Μαντάμ! Τσουρίκ, τσουρίκ, Φυτάκη, θάλασσα μπλουμ»!!!!
Το καταπέτασμα του πρακτορείου εσχίσθη, ηνεώχθησαν οι ουρανοί, η γη εσείσθη και η τουρίστραια αντί στη χερσόνησο, βρέθηκε στο… Τυμπάκι..!!!
Το τηλεγράφημα
Σε παλαιότερες εποχές τα τηλεγραφήματα ήσαν στις δόξες τους. Οι αρμόδιοι διανομείς έκαναν τις επιδόσεις στους παραλήπτες, με αυστηρά κριτήρια, κατ’ οίκον «ιδίαις χερσί» και με υπογραφή απαραιτήτως.
Έτυχε για επίδοση ένα συλλυπητήριο τηλεγράφημα, με παραλήπτη κάποια κυρία, που πρόσφατα είχε πεθάνει ο άντρας της. Κρούει τη θύρα ο διανομέας. Με ιδιαίτερη κομπορρημοσύνη, ως κομιστής της είδησης, κρατούσε ανά χείρας, ψηλά ψηλά, το σχετικό τηλ/μα, σε φάκελο με ειδικές, περίτεχνες, για την περίπτωση, μαύρες αποχρώσεις. Μόλις τον είδε η χήρα σωριάστηκε κατ’ επάνω του, τον αγκάλιασε ισχυρώς, κόντεψε να τον ρίξει κάτω και να κάμουν της γριάς τον τρόχαλο, περιέβρεξεν αυτόν αρκούντως, δια δακρύων, πάντα ταύτα για παρηγοριά και… αλάφρωση.
Ο διανομέας όμως τραχύς και βλοσυρός, δεν ενέδωσε, δεν χαρίστηκε στη χήρα, αμέσως, της ξάμωσε κατευθείαν, το μολύβι στα μούτρα της και της βροντοφώναξε:
«Υπόγραψε κιε και ύστερα κλαις»!
Οι εικασίες αναφέρουν, ότι στο επόμενο τηλ/μα, στα 40 του μακαρίτη, ίσως και νωρίτερα, επήλθε η θεία παρηγοριά εις την τεθλιμμένη και βαρυπενθούσα χήρα, ετελέσθη το συλλείτουργο, οσιότερον επί κλίνης, υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του κεκοιμημένου...
Ο Στέργιος σε εμπόλεμη κατάσταση
Πριν από μερικά χρόνια κυκλοφορούσε στο Ηράκλειο ο Στέργιος, ο οποίος, συνήθιζε να κρατά μια μακρά σωλήνα, δήθεν όπλο, ή το εκάστοτε βρισκούμενο, μακρύ, παρόμοιο, να κρύβεται στις γωνιές. Εξάμωνε, αιφνιδίως, την μασούρα αυτή, στα μούτρα των διερχομένων, τους αιφνιδίαζε, τους πυροβολούσε, με ένα ή πολλά κραυγαλέα, δια του στόματος «μπαμ», ανάλογα με την περίπτωση.
Πάντα ταύτα από εσωτερική παρόρμηση, αγνώστου αιτιολογίας. Έτσι φαίνεται ξεθύμαινε ο πολεμικός του οίστρος. Κατά τα άλλα ήταν ακίνδυνος. Οι τουφεκιές γινόταν επιλεκτικά, όχι σε όλους. Με ποια κριτήρια;;; «Άγνωσται αι βουλαί του κυρίου». Μια μέρα έτυχε υποψήφιο θύμα του να είναι μια τουρίστρια. Πιθανώς να μην του άρεσε η φάτσα της, ξάμωσε τη μασούρα στα μούτρα της και με πολλά μεγάλα «μπαμ» την εκτέλεσε επί τόπου! Η γυναίκα είδε το χάρο με τα μάτια της. Περιήλθε σε κατάσταση σοκ, φωνάζοντας βοήθεια, κλαυθμοί και οδυρμοί, αναστατώθηκαν οι διερχόμενοι. Σταματούσαν, ρωτούσαν, τι συμβάινει;; Οι πιο ενήμεροι τους καθησύχαζαν, λέγοντας ότι «δεν είναι τίποτε σοβαρό» κι ότι «ο Στέργιος είναι και πυροβολεί πάλι, καθώς είναι η μέρα του». Η τουρίστρια, αφού, προφανώς, τα έκαμε χοντρά-λιανά, απεγνωσμένα, έτρεξε στον διοικητή του αστυνομικού τμήματος, ο οποίος μάταια προσπαθούσε να την ηρεμήσει, να της εξηγήσει, ότι, ο εν λόγω, είναι ακίνδυνος, αλλά αυτή δεν ξεκολλούσε και απειλούσε με πρεσβευτές αφρίζουσα.
Ο διοικητής σε δύσκολη θέση. Επάλευέντη νε από την 10ην πρωϊνήν ώραν, μέχρι την μεσημβρίαν. Μετά ταύτα, πως και πότε ξέμπλεξε, ο άμοιρος, ουδείς γνωρίζει. Αυτά ως προς το ένα σκέλος. Υπάρχει όμως και το άλλο: Επέστη η στιγμή, ο Στέργιος να πάει φαντάρος. Έπρεπε να περάσει από επιτροπή. Έτσι συνηθιζόταν τότε, η οποία απαρτιζόταν από 7-8 έναστρους αξιωματικούς, εν πλήρει περιβολή, εν σειρά παρατεταγμένοι, οι οποίοι ακτινοβολούσαν από αστέρες και παράσημα. Ήρθε η ώρα του Στέργιου. «Πως λέγεσαι, από πού είσαι, πόσων χρονών είσαι;» ερωτά ο μεγάλος, πιο έναστρος στο κέντρο, βλοσυρός και αγέλαστος αξιωματικός. Τα ερωτήματα αυτά, προφανώς, άγνωστα και σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές περιβολές, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, εν γένει, ερμηνεύτηκαν άκρως εχθρικά και αφύπνισαν την πολεμική προδιάθεση του Στέργιου.
Ξέσπασε σύρραξη, σφοδρότατη επίθεση, με πολλά μπαμ και πολεμικές ιαχές. Μπαρουτοκοπούσε συνεχώς με ασύμμετρες κινήσεις. Πυροβολούσε με έξαρση, κυκλικά, μπιμπικωτά, ψηλοκρεμαστά και ενίοτε λαντουριστά, συντρίβοντας τον εχθρό. Κάποια στιγμή σημειώθηκε ύφεση των φαινομένων. Φαίνεται ότι, αφού επιθεώρησε τα θύματά του, διαπίστωσε ότι άπαντες ήσαν τεθνεώτες και χαμογελαστοί επορεύθησαν εις Κύριον. Ήταν ζωγραφισμένη η ικανοποίηση και αγαλλίασή του. Σημειωτέον, ότι τα περισσότερα πυρά δέχθηκε ο μεγάλος στο κέντρο στρατηγός, αυτόν κυρίως είχε βάλει στο μάτι, γιατί αυτός του έκανε τις τόσο πολλές εχθρικές ερωτήσεις. Μέσα σ’ αυτήν την εκτόνωση, όλοι πίστευαν, ότι ο πόλεμος βαίνει προς το τέλος του. Αίφνης προέκυψαν πρόσθετοι λόγοι. Του φάνηκε, ότι ο εν λόγω στρατηγός εσάλεψε, δεν είχε ψοφήσει και έτσι αναζωπυρώθηκε το πολεμικό του μένος. Πλησιάζει τον στρατηγό και του έθεσε, κατάμουτρα, ένα ισχυρότατο «μπαμ» και έτσι τον αποτελείωσε. Ο στρατηγός, φυσικά, τινάχθηκε από την καρέκλα του. Αυτό το εξέλαβε ο Στέργιος σαν αδυναμία, του ενίσχυσε την αίσθηση της νίκης, οπότε περηφανής πλέον, κομπάζοντας, με περίσσια μαγκιά για τη νίκη του, πλησιάζει κατάμουτρα τον στρατηγό και του λέει: «φοβάσαι μα…κα, ε;;;;;;;»!!!!
Μετά ταύτα ο στρατηγός ζορίστηκε και με αγανάκτηση φώναζε συνεχώς «πάρτε τον από δω...», αλλά ποιος μπορούσε να μπει μέσα στη δύναμη του πυρός;;;; Μέσα στη δίνη των πραγμάτων ο στρατηγός, αφού το πόρισμα πλέον ήταν προφανές, διέταξε-εκήρυξε ανακωχή και διάλειμμα διαρκείας. Δεν γνωρίζουμε, εν προκειμένω, αν οι στρατηγοί και ιδιαίτερα ο μεγάλος στο κέντρο στρατηγός, έτυχαν της ίδιας συμπτωματολογίας, με την τουρίστρια, ήτοι, χροντρά-λιανά, αναλόγως. Τέτοιες διαπιστώσεις είναι δύσκολες. Μόνο αυτοί γνώριζαν, τι προέκυψε στον τραγικό και απόρρητο απολογισμό τους, τον οποίο συνέταξαν, όταν απεσύρθηκαν μετά το πέρας του πολέμου.
Τοιουτοτρόπως διεξήχθη η μέγιστη των μαχών. (ΒΛ. Περί πολέμων και πρακτικά δίκης της Νυρεμβέργης, υπόθεση Ντρέιφους and Stergios). Ο Στέργιος κατήγαγε μεγάλη νίκη και πορευόμενος εν θριάμβω προς την έξοδο άκουγε και έβλεπε, σημαίες κυματίζουσες, διθυράμβους, κύμβαλα αλαλάζοντα, εμβατήρια και άλλα πολλά. Ξεπορτίζοντας όμως τον μπουζουριάσανε και δεν γνωρίζουμε αν τους έφυγε ή αν τον αμολύσανε.
Αυτά δυστυχώς, έχει ο πόλεμος !!!
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ηχώ της Βιάννου"