Ταξίδι στο Δούναβη


o Porto Empedoklis είναι ένα μικρό λιμανάκι στη νότια ακτή της Σικελίας, που από το όνομά του και μόνο, καταλαβαίνει κανείς την ελληνικότητά του.
TΑκόμα και σήμερα να περπατήσει κανείς τα στενά και τις πλατείες του, θα καταλάβει ότι πρόκειται για Ελλάδα. Μπήκαμε στο λιμάνι και ώσπου να γίνουν οι τυπικοί έλεγχοι, να δώσει εντολή ο γιατρός να κατέβει η κίτρινη σημαία της καραντίνας, και τα τέσσερα αμπάρια ήταν ορθάνοιχτα και άρχισαν τη φόρτωση οι Σικελοί λιμενεργάτες. Φορτίο 10 χιλιάδες τόνοι λίπασμα χύμα. Προορισμός το Γαλάτσι της Ρουμανίας, στην καρδιά του Δούναβη. Κατά το μεσημέρι, με πήρε ο Ιταλός πράκτορας και πήγαμε στο γραφείο του να τηλεφωνήσω στον Πειραιά για οδηγίες. Ετοίμασα μια λίστα τροφίμων και ποτών, γιατί σε λίγες ημέρες θα έρχονταν τα Χριστούγεννα και σε τέτοιες γιορτές στα ποντοπόρα πλοία, τα ποτά είναι ελεύθερα και τα τρόφιμα άφθονα και εκλεκτά. Επιστρέφοντας στο πλοίο, καθίσαμε σε ένα ταβερνάκι για φαγητό. Παραγγείλαμε ψάρια, αλλά το πρώτο πιάτο που ήλθε στο τραπέζι, ήταν σπαγγέτι, όπως συνηθίζεται στη Σικελία.
Η φόρτωση κράτησε τέσσερις ημέρες, γιατί οι Σικελοί φόρτωναν μόνο την ημέρα. Έτσι είχαμε την ευκαιρία να δούμε το χωριό, στην κυριολεξία ένα πανέμορφο ψαροχώρι. Πολύ κοντά ήταν η Τζέλλα (Γέλλας) και το Αγκριτζέντο(Ακράγαντας), ωραίες σικελιάνικες πόλεις με εμφανή τα ελληνικά στοιχεία, αφού ήταν ελληνικές αποικίες.
Μόλις τελείωσε η φόρτωση και το σπατσαμέντο (προετοιμασία πλοίου για ταξίδι στην ανοιχτή θάλασσα), ήλθε ο Σικελός πλοηγός και με τις οδηγίες του το πλοίο βγήκε από το λιμάνι. Βάλαμε νοτιοανατολική πορεία, πλέοντας παράλληλα με την ακτή της Σικελίας. Ο καιρός βορειοδυτικός 7 – 8 μποφόρ, αλλά κύμα μεγάλο δεν είχαμε γιατί μας προστάτευε η Σικελία που την είχαμε ένα μίλι στην αριστερή μας πλευρά.
Το κακό άρχισε μόλις αφήσαμε πίσω μας την Σικελία και βάλαμε πλώρη για τον κάβο Ματαπά της Πελοποννήσου. Ο αέρας δυνάμωσε στα 9 με 10 μποφόρ, το κύμα «χόντρυνε» πολύ και, όπως το πλοίο ήταν «πατημένο» από το φορτίο μέχρι τα μπούνια, η θάλασσα το σκέπαζε ολόκληρο. Αποφάσισα να γυρίσω πίσω, αλλά σε δοκιμή για στροφή 180 μοιρών διαπίστωσα ότι ήταν αδύνατον. Υπήρχε σοβαρός κίνδυνος ανατροπής και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να συνεχίσω το ταξίδι για τον Κάβο Ματαπά. Εν τω μεταξύ σκοτείνιασε, το κύμα όλο και μεγάλωνε, ερχόταν δευτερόπρυμα, σκέπαζε όλο το σκάφος και έβγαινε στις 30 μοίρες δεξιά της πλώρης. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν έχεις να κάνεις τίποτα. Είσαι απλός παρατηρητής. Άλλοι το ρίχνουν στις προσευχές και στα ταξίματα και άλλοι στις βρισιές και τις βλαστήμιες. Ένας ασυρματιστής σε κάποιο άλλο φορτηγό, έπινε ένα μπουκάλι ουίσκι μονοκοπανιά και το έριχνε στον ύπνο. Αν πάμε-έλεγε- να μην το καταλάβω. Το πιο συνηθισμένο ήταν να μαζεύονται όλοι (εκτός από τις βάρδιες) στο καπνιστήριο, που η παρουσία και μόνο του ενός δίνει στον άλλο κουράγιο. Οι παλιοί αρχίζουν τις ιστορίες στους νεότερους, διηγούνται παρόμοιες φουρτούνες ή και χειρότερες, που πάντα είχαν αίσιο τέλος. Με το ξημέρωμα τα πράγματα αλλάζουν, το κουράγιο επανέρχεται και προσδοκάς να κόψει ο καιρός μέχρι να ξαναβραδιάσει. Την ημέρα βλέπεις ποιος είναι ο αντίπαλός σου. Βλέπεις τα κύματα να κτυπούν το καράβι σου, να θέλουν να το σπάσουν, να το σκεπάσουν, να το αφανίσουν. Βλέπεις όμως και το καράβι σου να αντιστέκεται, να παλεύει, να γέρνει στο πλάι και να ξαναστέκεται όρθιο, γίνεσαι ένα μ’ αυτό, του μιλάς κι εκείνο σου απαντάει. «Κυβέρνησέ με σωστά κι εγώ θ’ αντέξω, μην φοβάσαι, θα την νικήσομε μαζί τη θάλασσα, θα σε πάω ξανά στο λιμάνι». Οι Εγγλέζοι (πατέρες της ναυτιλίας) λένε ότι το πλοίο έχει ψυχή. Κι’ αυτό το επιβεβαιώνει κάθε καλός καπετάνιος. Κανείς άλλος δεν θα μπορέσει να το καταλάβει ποτέ.
Κατά τα μεσάνυχτα αρχίζει ένα δυνατό αστραπόβροντο. Καλό σημάδι. Αν έλθει και δυνατή βροχή, θα εξομαλύνει το κύμα. Στο φώς μιας παρατεταμένης αστραπής, βλέπω στο κατάστρωμα αριστερά μια στοίβα από μπουντελόξυλα, να κουνάνε καθώς τα κτυπούσε το κύμα. Είχαν λασκάρει οι γρύλοι και τα συρματόσχοινα που ήταν δεμένα. Τα ξύλα αυτά είναι μόνιμο παρακολούθημα του πλοίου και χρησιμεύουν για να δεθεί το φορτίο καταστρώματος εάν είναι σωλήνες, κορμοί δέντρων ή κάτι παρόμοιο. Αν φεύγανε τα ξύλα με την τεράστια δύναμη του κύματος, θα έσπαγαν κάποιο στόμιο αμπαριού και θα γέμιζε νερό. Δηλαδή σίγουρη καταστροφή. Προσφέρθηκε ο λοστρόμος εθελοντικά να πάει να σφίξει τους γρύλους, δεμένος με κάποιο σχοινί, αλλά δεν το επέτρεψα γιατί σίγουρα θα τον χάναμε. Άναψα για λίγα λεπτά το προβολέα της κόντρα γέφυρας να παρατηρήσω τα ξύλα. Το μόνο που έβλεπα ήταν να μπαίνει «ζωντανό» το κύμα ύψους 6 – 7 μέτρων και να σκάζει πάνω στο κατάστρωμα. Τα ξύλα κουνούσαν, αλλά κρατούσαν ακόμα. Κατά τις 06.00, σκοτάδι ακόμα, άρχισε η δυνατή βροχή.
-Παιδιά κουράγιο όπου να’ ναι θα κόψει το κύμα. Δεν πρόλαβα να το πω και ακούω το ναύτη - οπτήρα να φωνάζει δυνατά: «Φανάρι στην πλώρη αριστερά»! Με μεγάλη μας χαρά είδαμε το φάρο του Ακρωτηρίου Ταίναρον να ανεμοσβήνει.
- Ελλάδα παιδιά. Όπου να’ ναι θα μπούμε στο στενό των Κυθήρων, θα κόψει ο καιρός και θα πάμε με ασφάλεια να σφίξομε τους λασκαρισμένους γρύλους. Αλλά και ο Κάβο-Ματαπάς ήταν αφιλόξενος αυτή τη φορά. Οι παλιοί ναυτικοί δικαίως έλεγαν «Από τον Κάβο Ματαπά σαράντα μίλια μακριά κι από τον Κάβο Γρόσσο, σαράντα κι άλλο τόσο».
Βουνά τα κύματα μέχρι να παραλλάξωμε το Ταίναρο, αλλά ποιος νοιάζεται, όταν σε λίγο θα μπεις στα ελληνικά νερά και θα είσαι επιτέλους στην Ελλάδα! Προπαραμονή Χριστουγέννων πρωί – πρωί περάσαμε τα Κύθηρα, τον Καβομαλιά και μπήκαμε στο Αιγαίο. Ο καιρός είχε πέσει στα 7 μποφόρ, αλλά όπως μας κτυπούσε τώρα το κύμα από τα πλάγια, το σκάφος άρχισε να μποτζάρει δυνατά. Μπότζι είναι οι διατοιχισμοί του πλοίου, δηλαδή το να γέρνει μια δεξιά, μια αριστερά με γρήγορο ρυθμό, πράγμα που δεν είναι επικίνδυνο για τα φορτηγά, αλλά είναι πολύ κουραστικό. M’ αυτές τις συνθήκες διασχίσαμε το Αιγαίο και λίγο πριν τα μεσάνυχτα, φθάσαμε στην είσοδο του Ελλησπόντου, στα Δαρδανέλια. Ο φρόνιμος καπετάνιος φροντίζει πάντα να φτάνει με το φώς της ημέρας στο στόμιο των στενών. Σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα γύρω από τη Λήμνο μέχρι να ξημερώσει ο Θεός την ημέρα. Ήταν όμως πολύ μεγάλη η ταλαιπωρία όλων μας και η δεύτερη συνεχόμενη μέρα χωρίς ύπνο. Το μπότζι μας είχε τσακίσει, έτσι πήρα το ρίσκο και μπήκα νύχτα στα στενά, όπου φυσικά η φουρτούνα και το μπότζι σταμάτησαν αμέσως! Μετά από λίγες ώρες, πιάσαμε το Τσανά – Καλέ, όπου το πλοίο πρέπει να πρατηγάρει. Πλούς με την ελάχιστη ταχύτητα, έρχεται δίπλα η άκατος με τους Τούρκους, τους κατεβάζεις με ένα μπουγέλο τα έγγραφα του πλοίου να τα υπογράψουν και να τα σφραγίσουν και με ένα δεύτερο, κατεβάζεις πέντε κούτες τσιγάρα και πέντε μπουκάλια ουίσκι. Αλλιώς υπογραφές… δεν έχει. Πήρανε οι Τούρκοι τα δώρα τους, πήραμε και εμείς το πρατηγάρισμα και συνεχίσαμε τον πλού μέχρι τον Κεράτιο κόλπο. Από πολύ κοντά θαυμάσαμε τη μεγαλοπρέπεια της Αγίας Σοφίας και γενικότερα της Κωνσταντινούπολης. Εκεί ακριβώς επιβιβάσθηκε Τούρκος πλοηγός, να διασχίσομε τον Βόσπορο και να μας βγάλει στην Μαύρη Θάλασσα. Ξαφνικά μου λέει να κρατήσουμε τη μηχανή, γιατί έρχεται μια άκατος του τουρκικού λιμενικού και κάτι μας θέλει. Μετά από λίγα λεπτά ήλθε η άκατος στην υπήνεμη πλευρά του πλοίου και μας έδωσαν ένα τεράστιο καλάθι γεμάτο με διάφορα ποτά, ξηρούς καρπούς και ένα σωρό άλλες τούρκικες λιχουδιές. Καλά Χριστούγεννα – χρόνια πολλά, έγραφε στη χριστουγεννιάτικη κάρτα ο Τούρκος λιμενάρχης. Τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν παραμονή Χριστουγέννων κι ότι εμείς είχαμε τη γιορτή και όχι οι Τούρκοι. Το πλοίο ήταν ελληνικό, χριστιανικό και οι εικόνες του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας εδέσποζαν στη γέφυρα και στις καμπίνες μας. Ευχαρίστησα τηλεγραφικώς τον Τούρκο Λιμενάρχη και αφού αποβιβάστηκε ο πλοηγός, συνεχίσαμε το ταξίδι μας στην Μαύρη θάλασσα για το Γαλάτσι.
Την επομένη, ανήμερα των Χριστουγέννων, λίγο πριν μας πιάσει το σκοτάδι, φθάσαμε στις εκβολές του Δούναβη και χωρίς κανένα απρόοπτο δέσαμε σε κάποιο μικρό λιμανάκι που λέγεται Σουλινά. Θα συνεχίζαμε το πρωί προς Γαλάτσι. Τη νύχτα απαγορεύεται η ναυσιπλοΐα διότι δεν υπάρχουν ναυτιλιακά νυχτερινά βοηθήματα, δηλαδή φάροι, σημαδούρες, φαρόπλοια κ.τ.λ. Δώρο Θεού για όλο το πλήρωμα. Ένας στεργιανός, ποτέ δεν θα καταλάβει τι σημαίνει για ένα ναυτικό, την Άγια νύχτα των Χριστουγέννων να είσαι ασφαλής και το πλοίο δεμένο σε ασφαλές λιμάνι. Χωρίς να το θέλεις, το μυαλό σου γυρνά πίσω σε άλλα, προηγούμενα Χριστούγεννα, που τα πέρασες στη μέση κάποιου ωκεανού. Άλλοτε να κινδυνεύεις να χαθείς από μια μεγάλη καταιγίδα, να παίζεις κυνηγητό με τους κυκλώνες και άλλοτε να νιώθεις την απόλυτη μοναξιά μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Εβδομάδες ολόκληρες χωρίς να συναντήσεις ούτε ένα σημάδι ζωής, ένα κατάρτι ή την νύκτα κάποιο φώς άλλου πλοίου στον ορίζοντα.
Το βράδυ στην τραπεζαρία υπήρχε χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα. Όλα τα είχε κανονίσει ο υποπλοίαρχος μαζί με τους μαγειροκαμαρώτους. Το φαγητό πλούσιο, οι μπύρες και τα ποτά ελεύθερα και χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο στην τραπεζαρία. Λίγα μέτρα πίσω από το δικό μας πλοίο, πλεύρισε κάποιο πολωνέζικο φορτηγό, που πήγαινε κι’ αυτό στο Γαλάτσι. Με επισκέφθηκε ο πλοίαρχός τους και μου ζήτησε να συνεορτάσομε. Με ευχαρίστηση δέχτηκα και σε λίγο έφτασε στο πλοίο μας όλο το πλήρωμα του πολωνέζικου, κάπου τριάντα άτομα. Ο μαρκόνης μας έφερε την κιθάρα του και κάποιοι από τους Πολωνούς ακορντεόν. Αρχίσαμε με τα ελληνικά κάλαντα, μετά τα πολωνέζικα και σε λίγο άρχισαν οι χοροί. Πότε ελληνικοί, πότε πολωνέζικοι, πέρασαν τα μεσάνυκτα και το χριστουγεννιάτικο γλέντι μας κρατούσε καλά. Όπως μου εξήγησε ο Πολωνός πλοίαρχος, ήλθαν στο πλοίο μας, γιατί αυτός δεν είχε και δεν μπορούσε να διαθέσει τίποτα παραπάνω εκτός από τα καθημερινά. Δεν του ενέκριναν τέτοιες δαπάνες. Απεναντίας εγώ είχα τη δυνατότητα να διαθέσω τα πάντα και να ανεφοδιαστώ την επομένη.
Κάποια στιγμή, η κούραση και η νύστα, μας ανάγκασαν να σταματήσουμε την διασκέδαση. Αρχίσαμε τις ευχές. Χρόνια Πολλά παιδιά! Του χρόνου στα σπίτια μας! Όχι άλλα Χριστούγεννα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα... Με συγκίνησε ο μπάρμπα Σκεύος από την Κάλυμνο, ο γηραιότερος ναύτης. «Χρόνια πολλά Καπετάνιε. Με μια ώρα μπονάτσα, ξεχνάς χίλιες ώρες φουρτούνα»...
*Ο Μιχάλης Καρπαθάκης είναι τ. Πλοίαρχος Ε.Ν.