Πένθιμα αστεία - Ο «Επικήδειος» του Ιωάννη Κονδυλάκη

Πες μας αλήθεια, Θόδωρε, εξεφώνησες ποτέ κανέναν επικήδειον;
-Όχι, αλλά δεν θα λησμονήσω ποτέ εν ελεγείον που το απήγγειλεν ο τότε συμμαθητής μου εις τον Πειραιά, εις τον νεκρόν του επιστάτου του γυμνασίου μας. Τότε εσώζοντο ακόμη αγωνισταί, αλλ’ οι επικήδειοι ρήτορες εφρόντιζον να χειρωτονώσιν αγωνιστήν πάντα σχεδόν γέροντα δια να έχωσι πρόχειρον ύλην δια εγκώμια. Τούτο συνέβη και εις τον επιστάτη μας, ένα γεροντάκο κοντόν και καχεκτικόν, όστις ουδέποτε κατά την ζωήν του βεβαίως είχε φαντασθή ότι ηδύνατο μετά θάνατον να περάση ως λείψανον του 21. Το ελεγείον του συμμαθητού μου ήρχιζεν ως εξής:
Ιδού και άλλο λείψανο του ιερού Αγώνα
που το σπαθί εις καύκαλα Οθωμανών ακόνα.
Μέχρι του δείπνου μας έμενε μια ώρα ακόμη, την οποίαν επεράσαμεν ευθυμότατα, διηγούμενοι αστεία ανέκδοτα κηδειών. Έκαστος είχε μιαν τουλάχιστον ατομικήν ανάμνησιν, κατά το μάλλον ή ήττον διορθωμένην και επηυξημένην υπό της φαντασίας.
Εγώ, είπεν άλλος, ενθυμούμαι επικήδειον τον οποίον εξεφώνησεν ένας δημοδιδάσκαλος εις την Θεσσαλίαν κα εις τον οποίον μεταξύ άλλων είπε: «Ο μακαρίτης ηγάπα πολύ τα γαλλικά. Λοιπόν ας είπομεν και ημείς ολίγα γαλλικά προς τελευταίαν παρηγορίαν του: Καλυψώ νέ Ι. Κονδυλάκη – Απ’ όσα έγραψε για την Κρήτη π ο υ β α ι σ έ κ ο ν σ ο λ έ». Ήκουσα δε και ελέγειον από ένα άλλο δάσκαλον και ολίγον τσέλιγκα, το οποίον ετέλειωνεν ως εξής:
Τον ξάπλωσαν ‘ς το κιλίμι
Αιωνία του η μνήμη!
Αφού δε τρίτος αφηγήθη το πάθημα ενός αφηρημένου, όστις επιστρέφων εις την Χαλκίδα από την αγοράν, με ένα βρούλο ψάρια, παρηκολούθησε μιαν κηδείαν κρατών τα ψάρια, αφού άλλοι άλλα ανέφεραν, ο Δ. όστις ηκροάτο μέχρι τούδε σιωπών και αρκούμενος να γελά είπε:
- Εγώ θα σας διηγηθώ κάτι τι το οποίον μου συνέβη του ιδίου και εις το οποίον, χωρίς να προσβάλλω την ομολογουμένην φιλαλήθειάν σας, δεν έχει καμμίαν ανάμιξιν η φαντασία.
Εις την πατρίδα μου εγνώριζα ένα γέροντα χωρικόν, ο οποίος είτε από υπερβολικήν φιλοξενίαν, είτε διότι δεν ηδύνατο να πίνη μόνος, δεν άφηνεν άνθρωπον να περάση από το χωριό του χωρίς να τον φιλέψη. Καμμιά δεκαπενταριά νέοι από την πόλιν εβγαίναμεν συχνά ιππασίαν και οσάκις επερνούσαμεν από το χωριό του ήτο αδύνατον να μη μας οδηγήση εις το σπίτι του, από το οποίον συνήθως εφεύγαμεν μεθυσμένοι. Αλλά προς ημάς είχε και ιδιαιτέραν αγάπην ο μπάρμπα Θανάσης, διότι ήμεθα φίλοι και συνομήλικοι με τον γυιόν του ο οποίος εσπούδαζεν ιατρικήν εις τας Αθήνας. Είχεν όμως μιαν δισάρεστον συνήθειαν η οποία μας έκανεν πολλάκις να τον αποφεύγωμεν. Καίτοι άκακος άνθρωπος, όταν ήρχετο ‘ς το κέφι τον κατελάμβανον αρειμάνιοι διαθέσεις, τας οποίας εφανέρωνεν με γρονθοκοπήματα εις τα μαλλιαρά στήθη του, δια να δείξη ότι ήτο γερός, στήθος μάρμαρο. Και εν όσω μεν εκτύπα εις το στήθος του, κανείς δεν είχε παρατήρησιν, αλλ’ όταν παραενθουσιάζετο εξελάμβανε τα ξένα στήθη ως ιδικά του και το πράγμα δεν ήτο καθόλου ευχάριστον, καθ’ ότι ο γρόνθος του είχε βάρος ωσεί πέντε λιτρών. Και να σας πω, μαζή με την λύπην ίσως ησθάνθημεν και ολίγην ανακούφισιν εις τα στήθη μας όταν ένα πρωί εμάθαμε τον αιφνίδιον θάνατόν του. Πολλοί γνώριμοί του απεφασίσαμεν να πάμε καθ’ όσον το χωριό του απέχει ολίγον. Αλλά καθ’ οδόν δεν ξέρω πώς επήλθε εις τους συντρόφους μου η ατυχής ιδέα να μου αναθέσουν την εκφώνησιν λόγου, δεν ηδυνήθην δε ν’ αποφύγω, καθ’ όσον εφρόντισαν και να με κολακεύσουν αποφανθέντες ότι ήμουν ο ευφραδέστερος της συντροφιάς και ο μόνος δυνάμενος ναυτοσχεδιάση.
«Όταν εφθάναμεν εσήκωσαν τον νεκρόν από το σπίτι του και μεταξύ άλλων ηκολούθουν η γυναίκα, η κόρη του και δυο γυιοί του με κοπετούς και θρήνους. Ομολογώ δε ότι ήμουν συγκεκινημένος μέχρι δακρύων όταν εμπήκαμεν εις την εκκλησίαν, μίαν μικράν εκκλησίαν εις την οποίαν συνεσφιχθήκαμεν, ως σαρδέλλες, γύρω εις τον νεκρόν.
Οι χωρικοί, όταν ήκουσαν ότι θα έκανα λόγον, εχωρίσθηκαν μετά σεβασμού δια να πλησιάσω και μ’εκύτταζαν από κεφαλής μέχρι ποδών. Ίσως πρώτην φοράν τότε εξεφωνείτο λόγος εις το χωριό των. Και αυτός ο δάσκαλος με παρετήρει μετά θαυμασμού, οι δε συγγενείς του νεκρού διέκοψαν τον θρήνο δια ν’ ακουσθή το εγκώμιον. Η αλήθεια όμως είνε ότι εγώ ήμουν περισσότερον αξιοθρήνητος και από τον νεκρόν, διότι δεν ήξευρα τι να πω. Αλλ’ αφού εξερόβηξα κατ’ επανάληψιν, ευρήκα επί τέλους τυφλοσούρτη κ’ επήρα τον κατήφορον : «Θλιβερόν καθήκον μας συνεκέντρωσεν εις τον οίκον του Θεού…
-« Ο οποίος όμως είνε πολύ στενόχωρος και θα σκάσωμεν», εμουρμούρισε κάποιος δίπλα μου και παρ’ ολίγον ν’ αρχίσω τα γέλοια, αλλ’ εσφίχτηκα και εξηκολούθησα.
Και εγκωμίαζα την φιλοξενίαν και τας άλλας αρετάς του μακαρίτου, αποτελών μακρόν κομβολόγιον φράσεων φουσκωτών εις το οποίον συχνά πυκνά επαναλαμβάνετο η φράσις: « ο προκείμενος νεκρός». Έπειτα έκαμα μίαν συγκινητικήν αποστροφήν δια τον ξενιτεμένον υιόν του : «Ω! ποία μάχαιρα θα διαπεράση την φιλόστοργον καρδίαν του υιού σου Αλεξάνδρου, όταν μάθει τον αιφνίδιον θάνατόν σου!». Εύρηκα δε ούτω αφορμήν να εγκωμιάσω και τον εν Αθήναις φίλον μου, προσπαθών εν τον μεταξύ να εύρω και τρόπν να τελιώσω επανερχόμενος εις τον «προκείμενον νεκρόν». Αλλ’ έξαφνα μου ψιθυρίζει κάποιος εις τ’ αυτί:
- «Πες τίποτε και για τ’ άλλα τα παιδιά».
«Και τα άλλα σου τέκνα , -άρπαξα εις το φτερό-, και τα άλλα σου τέκνα… ναι, προκείμενε νεκρέ … τα φιλόστοργα τέκνα…
Εδώ πλέον τα έχασα διότι δεν ενθυμούμην τα ονόματα των άλλων τέκνων. Ως δε να παρενέβη ο σατανάς εις την αμηχανίαν μου, μου εφάνη ότι ο νεκρός όπως είχε τα χέρια σταυρωμένα επί του στήθους, ητοιμάζετο ν’ αρχίση τα συνήθη του γρονθοκοπήματα. Και γέλιο ακράτητο, με ορμήν αναβρυτηρίου, ανέβαινεν εις τον λαιμόν μου. Εν τη απελπισία μου, έστρεψα το βλέμμα μου και εζήτησα μιαν δικαιολογίαν, μιαν οποιαδήποτε πρόφασιν, δια να συγκαλύψω το νευρικό εκείνο γέλιο το βέβηλον, το αδικαιολόγητον. Και είδα δίπλα μου ένα γνωστόν μου φαρμακοποιόν του οποίου τα βαμμένα μαλλιά εξέβαφαν από την ζέστην και ρυάκια από βαφήν έτρεχαν εις το κούτελο του. Εις τα μούτρα του εξέσπασε ως βόμβα το γέλιο μου μαζή με μιαν αναφώνησιν :
- « Μωρέ βάφεσαι»;
- « Δεν μου λες ότι είσαι για δέσιμο»; Μου απήντησεν ο βαμμένος με αγανάκτησιν.
Οι χωρικοί με παρετήρουν με κατάπληξιν και θυμόν και ηναγκάσθην να δαγκώσω μέχρις αίματος τα χείλη μου. Κατ’ ευτυχίαν μου ο παπάς ήρχισε την ψαλμωδίαν και η φωνή του σκέπασε τας τελευταίας εκρήξεις του γέλιου του.
Ο μόνος ίσως ο οποίος εκ του δυσαρέστου εκείνου επεισοδίου δεν έχασε την καλήν του ιδέαν περί του λόγου μου ήτο ο αγαθός δημοδιδάσκαλος. Ενώ έβγαινα αποσβολωμένος με περηκολούθησε και ικετευτικώς μου είπεν εις το προάυλιον :
- « Σας παρακαλώ, αν έχετε γραμμένο το λόγο δεν μου τον δίδετε;
-« Να τον κάμεις τι; τον ηρώτησα απορών.
« Ο διδάσκαλος εκοκκίνησεν ολίγον και εκίνει το καπέλλο του ως φυσαρμόνικα εις το στήθος του:
- Δεν καταλαβαίνετε; Τον θέλω… τον θέλω… για τας εξετάσεις.
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"