«Οι Βιαννίτες μιας εποχής»*
Πολλές φορές έχουμε αναφερθεί στο πόσο σημαντική ήταν (και παραμένει) η προσφορά της Εφημερίδας «Βιαννίτικα Νέα». Η ύπαρξη μιας εφημερίδας είναι (εκτός των άλλων) πηγή και απόδειξη πολιτισμού και πνευματικότητας μιας περιοχής. Αναμφίβολα οφείλουμε πολλά στον αείμνηστο Γιώργο Χρηστάκη, εκδότη και διευθυντή της εφημερίδας, όπως πολλά οφείλουμε και στον αείμνηστο Κώστα Στεφανάκη, έναν ακούραστο εργάτη του πνεύματος. Το κείμενο που σας παραθέτουμε είναι (νομίζουμε) ένα από τα ωραιότερα λογοτεχνικά κείμενα που δημοσιεύτηκαν στην προαναφερόμενη εφημερίδα. Συντάκτης και αποστολέας του κειμένου ήταν ο αείμνηστος Ιωάννης Εμμ. Μεταξάκης, Στρατηγός, που τότε υπηρετούσε στη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού. Αποδέκτης ήταν μια άλλη, εξέχουσα προσωπικότητα της ευρύτερης περιοχής, ο αξέχαστος Νικόλαος Εμμ. Κατσαράκης, στον οποίο η Βιάννος πράγματι οφείλει πολλά.
Η επιστολή έχει ημερομηνία «19 Μαρτίου 1977» αποστέλλεται από την Αθήνα με την παράκληση (για ευνόητους λόγους) να δοθεί στη δημοσιότητα μόνο μετά το θάνατό του.
ΜΕΡΟΣ 1ο
Το γράμμα
«Αγαπητέ Νίκο,
Δια τον Λουλάκην θα ενεργήσω, ό,τι το καλύτερον.
Ελπίζω να μπορέσω να τον βοηθήσω. Όπως ίσως να μην γνωρίζεις, εάν ο φίλος μας δεν έχει ορισμένον χρόνον εις την Μονάδα που ευρίσκεται τώρα κανείς δεν μπορεί να τον μεταθέσει. Σου υπόσχομαι όμως να κάμω τα αδύνατα δυνατά.
Και τώρα η Βιάννος. Η γενέτειρα. Το αγαπημένο μας χωριό. Το πονεμένο. Το εγκαταλελειμμένο εν πολλοίς. Με τόσες θυσίες. Τόσους ήρωας. Με τις φυσικές του καλλονές, που εναλλάσσονται με τόσην χάριν, ποικιλίαν, ηρεμίαν μοναδικόν και σπάνιον χρώμα, ενίοτε αγριότητα αλλά και θεϊκήν αρμονίαν. Ο Καντηλιώρος, η Κορακιά, η Ρούσα Κεφάλα, τα Λιβάδια, η Μερτιά, η Αγιά Μονή, η Βίγλα. Και η παραλία μας με την ωραιότητά της, την μυστικοπάθεια της και το ανεξήγητο μεγαλείον της. Ανέφερα μερικά. Ίσως όχι τα σπουδαιότερα αλλά τα κτυπητά. Σε μένα παρουσιάζονται όλα τα μεγαλόπρεπα και με γεμίζουν με μιαν υπερκόσμια κατάνυξη και ακατανίκητον έλξιν.
Το Γυμνάσιο και η θέσις του, η Κούπα. Το Λουτράκι, ο επάνω Άϊ – Γιάννης, οι Δώδεκα Πρίνοι. Πόση ομορφιά, έξαρσιν, επανάστασιν αισθημάτων και ανάτασιν ψυχής νιώθω όταν έστω και νοερώς επισκέπτομαι κάθε γωνιά των παιδικών μου χρόνων, περιπετειών και περιηγήσεων. Αν όλα αυτά τα έλεγα σε ξένους, σε άσχετους, ίσως να μην τους έκαναν καμίαν εντύπωση ή απλώς αν τα ‘βλεπαν να θαύμαζαν την παράξενη ομορφιά τους. Για μένα όμως το πράγμα έχει άλλη έννοια. Διαφορετική είναι η σκοπιά που τα βλέπω. Γνωρίζω τη γλώσσα τους. Αισθάνομαι την μεγαλοπρέπεια τους. Μιλώ συνεχώς μαζί τους όπου κι αν βρίσκομαι. Ζω εναργώς και συνεχώς τα παιδικά μου χρόνια. αποτελούν την θρησκείαν μου. Εις ηλικίαν 12 ετών ονειρευόμουν να φτιάξω τείχη, σαν την Τροία, γύρω στο χωριό μας, ώστε να γίνει απόρθητο και να υποτάξω την Έμπαρον ή τον Πεύκον που μας έμπαινε πότε-πότε με το Ειρηνοδικείον στη μύτη. Στην ηλικία 12-15 ετών προσεπάθησα να γράψω την ιστορία της Βιάννου, που νόμιζα τότε με το παιδικό μυαλό ότι το χωριό μου υπερείχε της αρχαίας Κνωσσού, της Σπάρτης, των Αθηνών ή της Ρώμης.
Έχω μερικά αποσπάσματα ακόμη και γελώ όταν τα διαβάζω, γιατί στη θέση των Περικλή, Αριστείδη, Μιλτιάδη, Μίνωα, Λυκούργου, Λεωνίδα, Αισχύλου, Σοφοκλή, Πλάτωνος, Θεμιστοκλή, Αλεξάνδρου, Αριστοτέλη, Καίσαρος, Κικέρωνος, Κάτωνος, και του Αυγούστου χρησιμοποιούσα τα ονόματα των Ζέου, Καύκαλου, Καλικάκη, Πλακωτάρη, Χούσου, Μπάτζακα, Κικιρή, Τριφίτσου, Τσουδή, Μανταλούκου, Καπαρού, ή του Χούρδου και τόσων άλλων μορφών και τύπων του χωριού μας, όπως του Καζάνη, του Σαββαντώνη, του Τσουνή, του Λεβεντογιάννη, του Κουμουντούρου, του Ραφτογιώργη, του Πεταλά, του Χριστοφόρου, οι οποίοι τότε τόσο πολύ με εντυπωσίαζαν. Η φοίτησίς μου εις το Δημοτικόν της Βιάννου, αι λαμπραί μου σπουδαί εις το Γυμνάσιον της κωμοπόλεως και αι ακόμη λαμπρότεραι εις το μέγα πανεπιστήμιον του χωριού μας που έφερε τότε το όνομα « Καφενείον του Απόστολου» μου μένουν επίσης ανεξίτηλα. Νομίζω ότι η διάρκεια των σπουδών μου εις το Καφενείον – Πανεπιστήμιον υπήρξε περίπου 8ετής. Η περίοδος αυτή με είχε πείσει περί της πράγματι θεϊκής μας (εκ του Διός) καταγωγής.
Πουθενά μέχρι σήμερα δεν συνάντησα όσα τόσο φτωχά περιγράφω. Και νομίζω, αγαπητέ Νίκο, ότι τώρα νιώθω δι’ όλων των αισθήσεων ότι εσπούδασα πολλά. Ποτέ άλλοτε δεν παρακολούθησα συγκεντρώσεις παρομοίας με εκείνας των Αλεξάνδρου-Σπανογιατρού – Κονταξογιάννη – Παπαμαστορογιάννη – Τίτου – Παπαδογιάννη – Γουμενίδη – Ζερβουδάκη – Τιμοθέου – Στειακάκη – Μύρου και τόσων άλλων (συχνάκις συμμετείχε και ο Γρηγόρης ο Καθίκης) των οποίων οι πολιτικαί συζητήσεις υπερέβαιναν εις βάθος, κάλλος, έξαρσιν, ρητορείαν και ωριμότητα εκείνας του Αγγλικού Κοινοβουλίου.
Αλλά δεν ήσαν μόνον οι τύποι αυτοί άξιοι σεβασμού και θαυμασμού.
Ο Κατσαράκης ήτο ένας νέος Αριστείδης ή Κάτων. Ο Καρπαθοκοκόλης ωμοίαζε με τον Αριστοφάνη ή τον Θεόκριτον. Ο Πεταλάς επίσης υπερέβαινε άλλοτε τους κωμικούς, άλλοτε τους τραγικούς των Αθηναίων. Ο Καρτσοσάββας, ο Αναγνώστης, ο Ραφτομανόλης, ο Κονταξογιάννης, ο Κοκολοστέργιος, ο Κικίνος, οι Παπαμαστόρηδες, ο Παπαγιάννης, ο Βλαχονικολής, ο Παναγιωτάκης, ο θρύλος του Πολίτη αλλά και τόσοι άλλοι απετελούν το ιερατείον όλων των αποχρώσεων της φιλοσοφίας, ως εις τας Αθήνας οι φιλόσοφοι του χρυσού αιώνος του Περικλέους. Αλλά και οι τύποι του Μεγακλή, του Καλικάκη, του Πεντάσκυλου, του Σχύλου, των Αράπηδων, των Σινήδων, των Αγάπηδων, των Καρτσίδων, των Κολιοράδηδων ή αι μορφαί των Βουλγαράκη, Τσοπογιώργη, Τζαμπότζα, Μουστουκλή και, τόσων άλλων ενδιαφερόντων ανθρώπων, υπήρξαν τόσο σημαντικαί, ώστε αδυνατεί κανείς να τους κατατάξη, να τους ταξινομήση, να τους αξιολογήση. Όλοι περιβάλλονται με ένα μεγαλείο, ιδιαίτερον και παράξενο, με έναν θρύλον, που ομολογώ ότι μου προξενούν κατάπληξιν. Δεν αναφέρομαι στις προσωπικότητες των γύρω χωριών. Σκέπτομαι πως αν κανείς προσπαθούσε να κάνη ένα κατάλογον όλων των ανθρώπων του πνεύματος, της δράσεως, της ιδιοτυπίας της Βιάννου και του χαρακτηρισμού των τύπων της (πράγμα πολύ δύσκολον), φοβούμαι ότι τελικώς δεν θ’ άφηνε κανένα με τον οποίον να μην καταπιαστή, διότι όλοι υπήρξαν σημαντικαί προσωπικότητες. Πώς θα παραλείπαμε τον Κουνενόν, τον Γιαχούν πως θα ξεχνούσαμε τον Νικολή τον Μπαγκόλα, ο οποίος εις τας πολεμικάς διηγήσεις του εις το πανεπιστήμιον Αποστόλου, των εξόχων του κατορθωμάτων, υπερέβαινε εις γλαφυρότητα, βάθος και έκφρασιν τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη και τον Πλούταρχον.
Πως θ’ αντιπαρήρχετό τις τον Τηγανίτην; Δικαίως θα τον ωνόμαζεν μέγαν, διότι πράγματι ήτο μεγαλοφυής. Πως θα παρέβλεπε τον άθλον του, δηλαδή τον ξεσηκωμόν της Βιάννου δι’ αντίστασιν κατά της αποφάσεως προς μετάθεσιν του Ειρηνοδικείου εις τον Πεύκον; Αληθώς όταν έσχισε το σαρίκι του ενώπιον του πλήθους και έπεσε ανάσκελα στην πλατεία ειπών: «Από πάνω μου θα περάσουν τα μουλάρια που θα φορτώσουν το Ειρηνοδικείο»υπερέβαλε εις ανδρείαν αλλά και ψυχικόν κάλλος τον αρχαίον Λεωνίδα. Τι να είπομεν δια τον Λιανοφάσουλον, τον Λεωνίδα τον Κόμην, τον Γρηγόριον Λιμανιώτην ο οποίος εις τας εκδηλώσεις του δεν έχει τον όμοιόν του. Πώς να μην αναφερθεί ο Μιχαχάλης, ο Κονταξομαθιός, ο Προφητοστέργιος, ο Στρατονικολής, ο Μέγας Κονταξογιώργης, οι Τσίκνηδες, οι Προφήτηδες, ο Αλεβρέος, ο Μουστουκλής, ο Σαρανταβγάς, ο Λυκούργος, ο Εμμανουήλ Κύριος, το Πεπέλι, ο Μανσούρος, ο Ιντοίχος;
Καθένας τους αντιπροσωπεύει μια κατηγορία ανθρώπων, που αντιστοιχεί εις έναν κόσμον ολόκληρον, διαφορετικών αντιλήψεων και λεπτομερειών αλλά όσον ασήμαντοι και αν υπήρξαν, είναι δύσκολον να εύρη κανείς τους ομοίους των, ή εάν υπήρξαν σημαντικοί απορεί κανείς δια το υπέροχον των πνεύμα, το οποίον βέβαια παρέμεινε ακαλλιέργητον, αλλά εις δύναμιν και κάλλος δεν υπολείπεται εκείνου του Σωκράτους.
Αλλά μήπως εδώ ετελιώσαμεν; Πόσο πολλά θα είχαμε να πούμε δια τον Κουκά, τον Μανδαλάκην, τους Κουζαρήδες, τους Κοκολάκηδες με αρχηγόν τον Κοκολοστέργιον, τους Τακτικάκιδες με τον Αριστοτέλην. Οι Μαγκουφάκηδες εξ άλλου με τον Αίαντα δια το κάλλος, την ρώμην και την μορφήν Θεόπιστον; Οι Κουφαλίτηδες με τον μελωδόν Σάββαν και τον αθάνατον Χαρίλαον, του οποίου η δόξα έφθασε μέχρι Αγίου Βασιλείου, κατά Τηγανίτην, όταν εκεί εχρημάτισε τσίρακος.
Εξ άλλου οι Δοριάκηδες, οι Μπελιμέζηδες, και οι Πλατζουνάδες, δεν υστερούν των άλλων εις προβολήν, καλλιέργειαν ψυχικήν, ευφυΐαν και υψηλοφροσύνην. Οι Μπιτσάκηδες πολυάριθμοι, χιουμορίσται και γενναίοι με τους αντιπροσωπευτικούς τύπους των Χριστόφορου και Λυκούργου. Οι Γουρνέζηδες με τον υψιπετή Φιαμπολοχρήστον τους, οι Αθούσηδες και οι Σπανήδες με τους αρχηγούς των Ισοθέους, Αθουσοχρόνην και Σπανοχρόνην τους πρώτους γεωργούς, τους σοφούς μαχητάς του μόχθου και της εργασίας. Δια τον Αθουσοχρόνην θα ηδύνατο τις να γράψη εν ολόκληρον βιβλίον δια να εξυμνήσει το κάλλος του και τας τόσας …αρετάς του, δια τας οποίας και έπεσε μαχόμενος.
Αλλά ποιους να πιάσω και ποιους ν’ αφήσω; Θα εχρειάζετο ένας Όμηρος να τους απαριθμήση και να τους υμνήση με την δύναμιν και το κάλλος της δεξιοτεχνίας του και την τάξιν που περιέγραψε τους αρχηγούς και βασιλείς, που εξεστράτευσαν κατά της Τροίας. Είναι τόσον πολλοί και ήσαν όλοι τους φυσιογνωμίαι.
Αι γαλήνιαι βιβλικαί μορφαί των παππούδων Γράνταλου, Ραφτογρηγόρη, και Γερμανού αποτελούν εν τρισυπόστατον σεβάσμιον Ιερατείον μιας ολοκλήρου εποχής. Πέριξ του Γράνταλου πλανάται η γλυκεία, ήρεμος και νωχελής μορφή του Λουλογρηγόρη, αλλά και η τραχεία και νευρώδης παρουσία ου Μεσελέκου, ο οποίος είχε την απαίτησιν να τελειώνη ο Λουλογρηγόρης ταχέως τα τροπάρια και τας ψαλμωδίας, γεγονός που εδημιούργησε μεταξύ των εν συνεχές και απύθμενον χάσμα και μίαν αιώνια έχθραν.
Οι σπιθαμιαίοι Φιόγκος – Διαβόλης – Καζαμίας εβεβαίωνον του λόγου το ασφαλές ότι
«Όσο μπόι σου λείπει, τόση διαβολιά κρύβεις». Γίγαντες του πνεύματος, δηκτικοί, ευγενείς, είρωνες, εκάλυπτον την έλληψιν του αναστήματος με την γιγαντιαίαν ακτινοβολίαν ενός τόσον υπερόχου, πρωτοτύπου και πρωτοφανώς λεπτού πνεύματος.
Ουδαμού αλλού θα συναντήση κανείς έναν Χριστόφορον με τόσον εναργή και αδράν εκδήλωσιν, θεώρησιν και εκτέλεσιν, εις όλους τους τομείς της ανθρώπινης δράσεως του ωραίου, του γενναίου και του ανθρωποπρεπούς.
Αλλά και αυτός ο Τσουνής και αι παρεκτροπαί του δεν ευρίσκουν ισάξιον εις παρομοίας περιπτώσεις. Και εκεί ακόμη που θα ενόμιζε τις ότι ο Τσουνής κατέρχεται εις παραφοράς, εκτροχιασμούς ή παραστρατήματα, θα εύρη ότι όπισθεν της τυχόν χυδαιότητας των ενεργειών του υπάρχει μια λεβεντιά και εν πρωτόγονον μεγαλείον. Εκ πρώτης όψεως εις επιπόλαιος ερευνητής θα έκρινεν τον Σαββαντώνην δυσμενώς δια τα καμώματα του. Ασφαλώς όμως η κρίσις του θα ήτο εσφαλμένη, διότι και εις αυτάς ακόμη του Σαββαντώνη τας ασχημίας ή οφθαμοφανώς χαμερπείς ενεργείας, ενυπήρχε μια παράδοξος ψυχολογία εις την οποία ο κριτικός θα εύρισκε αρετάς υψηλόφρονας, ιδέας εκπληκτικάς και υψιπετείς ανατάσεις.
Και υπερβολαί του Χαριταντώνη ήσαν ευχάριστοι. Όπισθεν των μύθων του διέκρινε τις μίαν σπάνιας ικανότητος παρουσίασιν του μαύρου ως λευκού και ως φυσικού του εξωφρενικώς αφύσικου. Λένε ότι δυο τρεις βράκες, δυο μεϊτανογέλεκα και έναν κούκον υπεχρέωσε να του δωρίσει ο Βολωνάκης ως αντάλλαγμα δια την απόκρυψιν εκβιαστικώς των τσαλιμπουρδισμάτων του. Ο Καζάνης δεν δύναται να συγκριθή με ουδένα εις πρωτοτυπίας, ψυχικάς εξάρσεις και οραματισμούς. Ακόμη και όταν κάποτε ασχημονή, πράττει τούτο από μεγαλοφροσύνην, αγάπην προς την ελευθερίαν, ανδρισμόν παρορμήσεις ανεξήγητους, μεγαλόπνοον και αξιοθαύμαστον στοχασμόν.
Ο Κυδώνας υπήρξεν ο αρχηγός των Κυνηγών. Η Άρτεμις, θεά του κυνηγιού, τον είχε προικίσει με σπανίας κυνηγετικάς ικανότητας. Ήτο ανεξίκακος, απλός, πράος και είχεν ανεπτυγμένην μίαν λεπτήν καταπλήσσουσαν ειρωνείαν, χαρακτηριστικόν γνώρισμα των Ράφτηδων. Η δεξιοτεχνία του εις το κυνήγι τον κατέστησε αθάνατον και δεν νομίζω ότι η Βιάννος θα εύρη ποτέ όμοιον του.
Γνωρίζω ότι έχω παραλείψει πολλούς, όπως τους Πέτρηδες, τους Δριλιερήδες, Μπριντήδες, με τον πρίτανιν της σοφίας και της αρετής αθάνατον Πεταλάν, τους Κοντονάσηδες, τους Κριαράκηδες, Βερβελήδες, Καμπάνηδες, Κονταξήδες, Ανθρωπάκηδες, Τσαγκουρνήδες, Κονδυλάκηδες, με το αγλάϊσμά τους τον κυρ Γιάννη(Διαβάτην) που θα τιμά πάντοτε την Βιάννον , τους Κουσκουμπέκηδες, Βλάχηδες, Τζαμούζηδες, Τσίκνηδες, Χριστοδούληδες, Κουτρουμπάκηδες, Σηφάκηδες, Μαστρογιωργάκηδες, Καρπάθηδες, Παπαγιαννάκηδες, και Παπαδογιάννηδες, Χλιουνάκηδες με τον γενάρχην Ρεθεμνιώτην, Κανάκηδες, Περτσουλήδες, Κοκάκηδες και τόσες άλλες οικογένειες. Κάθε πατριά έχει την ιστορίαν της, την δόξαν της και την παρακμήν της. Είναι απορίας άξιον το γεγονός ότι εγώ τουλάχιστον δεν ευρήκα πουθενά το όμοιον του φαινομένου της σπάνιας καλοσύνης των, αλλά και της πνευματικής των συγκροτήσεως. Ακόμη και εις τας κακίας είχον κάτι το ιδιαίτερον εξόχως ωραίον, σπανίας γεύσεως και εξαιρέτου πρωτοτυπίας. Ο Σηφογιάννης λέγουν ότι νέος ακόμη ετοίμασε τον τάφον του εις το ιερόν Πλατανίτου, ο οποίος παρέμεινεν κενός μέχρι να τον δεχθεί ο Άδης, δια να τιμωρεί σαρκαστικώς τους πάντας και να υπενθυμίζη εις τους Σπανήδες την ματαιότητα του πρόσκαιρου τούτου κόσμου, δια να είναι δίκαιοι και να μη χαλούν τα σύνορα. Κάθε οικογένεια είχε τους στοχαστάς της, τους θυμοσόφους της και τους χιουμορίστας της και ομολογώ ότι είναι πολύ δύσκολον να κάνη κανείς συγκρίσεις.
Η ευγένεια, η λεπτή ειρωνεία, το πνεύμα και το κάλλος της σκέψεως των ανθρώπων αυτών, προξενούν μίαν δικαίαν απορίαν και ένα υπέρμετρον θαυμασμόν. Όταν κανείς τους ερευνά, πνίγεται τελικώς εις την άβυσσον των συναισθημάτων, γιατί ποτέ δεν συναντά η ανθρώπινη σκέψις, τόσον ισχυράς αντιθέσεις ατιθάσσων ανθρώπων σκαιών, σκληρών και ανεξερευνήτων πολλάκις, αλλά και ευπροσηγόρων, ανοθεύτων και αδιαφθόρων, με μία καταπλήσσουσαν οξυδέρκειαν και απύθμενον πνευματικόν κάλλος, αλλά και ακατανίκητον καλοσύνην και εκθαμβωτικήν λάμψιν.
Ευφρόσυνοι και φιλόδοξοι, ευγενείς και γενναίοι, συνεδύαζον ελαττώματα και προτερήματα εις έντασιν και βαθμόν τόσον υψηλόν, ενώ η αρμονία των σκέψεων και των πράξεων των έδιδε πάντοτε το μέτρον ενός θαυμασίου συνδυασμού, ο οποίος για μένα μέχρι σήμερον παραμένει ανεξήγητος, ακατάληπτος αλλά και αξιοθαύμαστος.
Όλοι τους περιεβάλλοντο από μίαν παραδοσιακήν νοοτροπίαν και υπερηφάνειαν, η οποία συνεδύαζε την πνευματικήν ωραιότητα με το ευθύ, το ειλικρινές, το ανδροπρεπές και το υψηλόφρον του χαρακτήρος. Έτσι εξηγώ και κριτικάρω τας φυσιογνωμίας των, την συμπεριφοράν των και τας πράξεις των και φρονώ ότι δι’ όσους τους εγνώρισαν, ουδέποτε θα υπάρξουν αντίθετοι απόψεις ούτε είναι δυνατόν να ξαναγεννηθούν οι ισάξιοι των.
Όλοι τους υπήρξαν βαθείς στοχασταί, φυσιογνωμίαι βαθύπνοες, εφευρετικοί, πανέξυπνοι ως ο Οδυσσεύς, ανδρείοι ως ο Αχιλλεύς και σοφοί ως ο Νέστωρ. Το ποιόν των εξ άλλου ως σύνολον, ο χαρακτήρ και το ενάρετον, ως ατόμων θα παραμείνουν παροιμιώδη γνωρίσματα μιας εκπληκτικής και ανεπαναλήπτου εποχής. Έχομεν έστω και εν μόνον παράδειγμα άλλων ανδρών Βιαννιτών μεταγενέστερων και ισαξίων ενός Εμμ. Κατσαράκη ή ενός διδασκάλου Κοντυλομανώλη εις ψυχικόν κάλλος, αυστηρότητα, ηθικήν ακαιρεότητα χαρακτήρος, αρχοντιάς και ανθρωπιάς, καίτοι έχει παρέλθει σχεδόν ήμισυ αιώνος από τότε που εγώ ως παιδί τους εγνώρισα; Αδιστάκτως η απάντησις θα είναι αρνητική. Την ίδια σκέψη θα κάνη κάθε ερευνητής, εάν εξετάση τας αρετάς και τας κακίας οιουδήποτε ανθρώπου του χωριού μας, της εποχής των παιδικών μου χρόνων. Όλοι ήσαν γίγαντες. Έτσι εξακολουθώ να τους βλέπω ακόμη. Ζω εις ένα αναβράζον πέλαγος εν μέσω των μορφών των. Δεν γνωρίζω ποιον να πρωτοθαυμάσω και ομολογώ ότι και όταν ακόμη ερευνώ τας κακίας των ευρίσκω αυτάς, φυσικάς και ωραίας, οι οποίαι εκμηδενίζονται μπροστά στις τόσες αρετές των. Έμπλεως εκστάσεως και θαυμασμού εγκρίνω ακόμη και τας παρανόμους πράξεις των. Οι διαξιφισμοί των, αι οξύτητες, οι μικρότητες ενίοτε, ακόμη και τα ανομήματα των, κρύβουν κάποιαν ωραιότητα και ομηρικόν μεγαλείον. Ακόμη και ο πρωταθλητής ρίψεως δυναμιτών εις θάλασσαν Δερμάτου Κουφαλοδημήτρης, μου προξενεί θαυμασμόν. Εις τας ψυχικάς μου ταλαντεύσεις, τους ανθρώπινους μου κλυδωνισμούς και όταν ακόμη αυστηρώς τους κριτικάρω, ενυπάρχει πάντοτε μια θαυμάσια διάθεσις να τους συγχαρώ, να τους αγαπώ και να τους ενθυμούμαι με απέραντον ευγνωμοσύνην όλους, καθώς και τον ωραίον εκείνον παιδικόν κόσμον μου, ο οποίος συνδέεται αρρήκτως με την αγαπημένην Βιάννον και ο οποίος ασφαλώς θα με συναρπάζη πάντοτε και μαζί του θα οδηγηθώ εις τον τάφον. Αισθάνομαι μίαν θεσπεσίαν ευφροσύνην εις κάθε ανάμνησιν και ακατανίκητον νοσταλγίαν να ξαναϊδώ τους δύο πλατάνους και τους μύλους με το ζουριό, τα Λιβάδια, τις πηγές και τους ανθρώπους του χωριού μας.
Θα ενόμιζε κανείς ότι μια ομάς των Νηρηίδων του Λιβυκού Πελάγους, ή των Μουσών των Πιερίων, είχαν εκπατρισθή και ως κατοικίαν των είχαν εκλέξει την πηγήν του Γαμπριγέλε, διότι αλλιώτικα δεν εξηγείται το φυσικό κάλλος και η θεϊκή κατάνυξις την οποίαν αισθανόμεθα οσάκις επισκεπτόμεθα το εξωτικόν εκείνο άντρον.
Αλλά υπάρχει ένα έστω σημείον, ένα συμβάν, ή εις μόνον άνθρωπος της εποχής εκείνης, προ του οποίου να μην σταθώμεν εκστατικοί; Ο Τζαμουζοκωσταντής υπήρξε κατά πολύ ανώτερος του Πολυαίνου εις τα στρατηγήματα. Προκειμένου να ποτίση τα κτήματα του, ασφαλής και ανενόχλητος, διέδιδε ότι τέρατα και φαντάσματα περιφέρονται και διασχίζουν τους καταπότες καθώς και όλα τα κακοποιά στοιχεία της κολάσεως. Των λόγων του ασφαλές επιστοποίει με κουτσούνες εκ βούρλων και πατσαβούρων τας οποίας ο ίδιος κατασκεύαζε και τας ετοποθέτει εις τους υποχρεωτικούς δέτες. Εις το αντίκρισμα των τεράτων αυτών καθένας θα ετρέπετο εις φυγήν. Ακόμη και ο Κουνενός και ο γενναίος Τρυφίτσος οι νυχτόβιοι και ατρόμητοι, επιστήμονες νερομπεξήδες του χωριού, έπεσαν θύματα του στρατηγήματος του Τζαμουζοκωνσταντή. Την επομένην ο ήρως Κωνσταντής, προσποιούμενος ότι δεν εγνώριζε τίποτε, μετέβαινε εις τους γυαλούς όπου εξηφανίζετο επι τίνας ημέρας. Ο Σακούλας υπερέβη και αυτόν τον Διογένην. Αμφότεροι ανεζητούν άνθρωπον. Ο εις με το φανόν του και ο έτερος με το πνεύμα του. δεν διστάζω να ταχθώ με τον Σακούλαν, διότι η σκέψις του εκ των όσων είπε και έπραξε αποδεικνύεται πολύ ισχυρότερη εκείνης του Διογένη. Ο Πεταλάς συνεδύαζε το ετυμόλογον, το σκωπτικόν και το αστείον, με το βάθος της σκέψεως και την νοητικήν έρευναν και δικαίως θα τον παρομοίαζε τις με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλην. Ο Κοκολοσομαράς υπερέβαλε τον Σοπενχάουζερ εις την απαισιοδοξίαν. Ουδέποτε επέστρεψεν από τον Κερατόκαμπον και να μη φέρη την απελπισίαν και ην καταστροφήν, το χάος και την απογοήτευσιν.
«Γελάτε, μωρέ. Δεν βλέπετε πως προφήξανε τα πηγάδια, οι ελιές ξεραθήκανε, οι καρδαμουλήδες δεν φυτρώσανε εφέτος, οι όφιδες ψοφήσανε, έφθασε μωρέ η συντέλεια του αιώνος».
Τα πράγματα βέβαια δεν ήσαν τόσον τραγικά όσον τα παρίστανε ο Σωμαράς. Και πόσα άλλα, που δεν έχουν τέλος!!
Εις την Αγία Μαρίνα δεν πήγαινα ποτέ, γιατί φοβόμουν τα φαντάσματα όπως έλεγαν, αλλά η ωραιότης του πενθίμου τοπίου της με εντυπωσίαζε. Η Παναγία η Κερά με εγοήτευε. Αγαπούσα πάντοτε τον επάνω Αϊ - Γιάννη γιατί το περιβάλλον, τα πανηγύρια και το καφενείον του Αποστόλου με έθελγον. Ο κάτω Αϊ – Γιάννης μου ήτο επίσης αγαπητός. Όταν προ τριετίας, νομίζω, τον επισκέφθην και αντίκρυσα τον τάφον του Ματαράγκα, επόνεσα υπερμέτρως. Δεν εντρέπομαι να πω ότι εδάκρυσα. Ο Ματαράγκας ανεπαύετο εις τάφον απέριττον, μικροτέρου μήκους του αναστήματος του, με έναν κοινόν ξύλινον σταυρόν. Εσυλλογίσθην, ομολογώ, με κατάνυξιν αλλά και δικαιολογημένην απορίαν το πόσον γελοίος είναι ο άνθρωπος, πόσον μικρός και όσον μάταιος ο κόσμος. Το θηρίον, ο Ματαράγκας, ο γελαστός, ο φιλόξενος, ο ξεχωριστός!! Δεν εγνώρισα άλλον παρόμοιον του εις ψυχικόν κάλλος, τόσον καλόκαρδον, ευπροσήγορον, αβρόφονα, αρχοντικόν. Τα σαλβάρια του, το τσόχινο ρασί του και η τελαμώνιος κορμοστασιά ου, αλλά και η ανάμνησις της υπερόχου ανθρωπιάς του, με ηνάγκασαν να δακρύσω προ του τάφου του. Ήτο ένα ξεσπασμα, ομολογώ, συγκινητικόν, διότι την στιγμήν αυτή μου εξήψε το πνεύμα και την καρδίαν η τόσον ωραία και ζωηρά παιδική μου ζωή, την οποίαν πολλές φορές εις παρομοίας περιπτώσεις ζω εναργώς.
Τον Άγιον Νικόλαον επισκέπτομαι οσάκις έρχομαι εις το χωριό πάντοτε συνοδευόμενος από τον παπά – Αλέκο ή παπά – Γιάννη και συνήθως τον Κλύδωνα ή Κόπελον, δια να εκτελέσω τα θρησκευτικά μου καθήκοντα προς τον αείμνηστον και αγαπητόν μου αδελφόν Αδάμ. Μου προξενεί ιδιαιτέραν εντύπωσιν το γεγονός ότι πουθενά αλλού δεν αισθάνομαι τόσην ψυχικήν ανακούφισιν. Συντελεί το τοπίον; Συμβάλλει το γεγονός ότι διανύομεν το τελευταίον τέταρτον της ζωής μας; Δεν αποκλείεται τέλος, διαβάζοντας εκεί τους σταυρούς, να ζω μίαν ολόκληρον ζωή με τας αναμνήσεις των κεκοιμημένων και να αισθάνομαι μίαν ζωογόνον έξαρσιν. Δε γνωρίζω τι συμβαίνει. Το αληθές είναι ότι και αυτό ακόμη το νεκροταφείον του χωριού μου με ξεκουράζει, με ευχαριστεί και η λιτή του ωραιότης, μου δημιουργεί ένα θεσπέσιον συναίσθημα τόσον γλυκύ όσον και παράδοξον…
Η Κεντρική φωτογραφία είναι κολάζ από φωτογραφήσεις του Μανώλη Σπανάκη
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ