Ο Κώστας ο Μυτιληνιός


Με το που προσγειωθήκαμε στο Bahrein, μας περίμενε ο Άραβας πράκτορας στην έξοδο του αεροδρομίου, κρατώντας στο χέρι του την κλασική χειρόγραφη ταμπέλα «Crew For Delian Spirit», που σημαίνει στα ελληνικά «Πλήρωμα για το Delian Spirit».
Πρώτος τον είδε ο καμαρώτος. Εδώ ρέ, χήαρ, γκρής ρέ, καράβι, λιμάνι οκέι, (είναι τα Αγγλικά που ξέρουν και ομιλούν οι περισσότεροι παλιοί Έλληνες ναυτικοί και ιδιαίτερα οι μαγειροκαμαρώτοι). Φορτώσαμε τις βαλίτσες και βιαστικά μπήκαμε και βολευτήκαμε στο υπερπολυτελές πούλμαν που μας περίμενε. Ξεκινήσαμε αμέσως και μετά από μια ώρα περίπου φθάσαμε κατά τις εννέα το βράδυ στο λιμάνι στην προβλήτα με τις λάντζες. Μια και μοναδική λάντζα με αναμμένα τα φώτα μας περίμενε και χωρίς αργοπορία πήρε ο κάθε ένας τη βαλίτσα του και επιβιβαστήκαμε. Δώδεκα άτομα είχαμε φύγει αεροπορικώς από τη Αθήνα για το Μπαχρέιν στον Περσικό κόλπο, πλήρωμα για το πετρελαιοφόρο του Καρρά “DELIAN SPIRIT” που θα πει «Πνεύμα της Δήλου». Το πλοίο φόρτωσε από Σαουδική Αραβία για Ιαπωνία. Την ώρα που θα περνούσε ανοιχτά του Bahrein, εμείς θα ήμασταν εκεί με τη λάντζα να επιβιβασθούμε και με την ίδια λάντζα θα έφευγαν οι δώδεκα που ξεμπαρκάριζαν για επιστροφή στην Αθήνα. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα φθάσαμε στο σημείο συνάντησης λάντζας – πλοίου, εικοσιπέντε μίλια ανοιχτά από το Bahrein. Έκανε κράτει η λάντζα και περιμέναμε. Δεν πέρασε αρκετή ώρα, και μέσα στο σκοτάδι είδαμε από μακριά τα φώτα πορείας του γκαζάδικου που πλησίαζε με μικρή ταχύτητα. Όταν πλησιάσαμε αρκετά, αντικρίσαμε όλο το σκοτεινό όγκο του πλοίου, κάπου 200 μέτρα μήκος και 30 πλάτος! Όπως ήταν φορτωμένο μέχρι τα μπούνια*, ούτε ένα μέτρο δεν απείχε η θάλασσα από το κατάστρωμα. Με ένα επιδέξιο χειρισμό του λαντζέρη, βρεθήκαμε κολλημένοι στην υπήνεμη πλευρά του πλοίου. Η ανεμόσκαλα ήταν δεμένη και σβέλτα ανεβήκαμε μαζί με τις βαλίτσες μας. Οι ξέμπαρκοι κατέβηκαν στη λάντζα, λύσανε τις μπαρούμες (σχοινιά πρόσδεσης) και απομακρύνθηκε από το πλοίο για επιστροφή στο Bahrein. Η όλη επιχείρηση κράτησε συνολικά δέκα λεπτά, με απόλυτη τάξη και ασφάλεια.
Το πλοίο άρχισε να ανεβάζει σιγά – σιγά στροφές για να συνεχίσει το ταξίδι του προς την Ιαπωνία. Εγώ πρώτη φορά έκανα σε γκαζάδικο και δέχθηκα να πάω μετά από μεγάλη πίεση της εταιρείας. Εάν είσαι αξιωματικός καριέρας, δεν μπορείς να έχεις επιλογές και να λες «όχι» στους Αρχιπλοιάρχους που κανονίζουν τα πληρώματα. Ανέβηκα λοιπόν στο πλοίο και κατευθύνθηκα στη γέφυρα να παρουσιαστώ. Πλοίαρχος ο καπτάν Γιάννης από την Αθήνα, σαρανταπεντάρης, καλός καπετάνιος και καλός άνθρωπος. Μπήκα μέσα, σκοτάδι παντού και μετά από λίγο που συνήθισαν τα μάτια μου το σκοτάδι, διέκρινα τις φιγούρες του Πλοιάρχου και υποπλοιάρχου. Με χαιρέτησαν εγκάρδια, μου έδειξαν στο χάρτη το στίγμα του πλοίου, την πορεία, πυξίδα και αυτόματο.
- Θα κάνεις την βάρδια 12 - 4 σαν διπλωματούχος ανθυποπλοίαρχος. Αλλαγή πορείας δεν έχεις σ’ αυτή την τετραωρία. Εμείς δεν έχομε κοιμηθεί το προηγούμενο 24ωρο, γι’ αυτό πάμε για ύπνο και θα τα πούμε το πρωί. Αν συμβεί κάτι, αν δεις οτιδήποτε που δεν καταλαβαίνεις, αν σε κροσσάρουν πολλά καράβια, μη διστάσεις να μας ξυπνήσεις.
-Ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη. Όλα εντάξει, αλλά πού είναι ο ναύτης οπτήρας; Δεν βλέπω το ναύτη να μου φέρει ένα καφέ.
-Θα έλθει. Πήγε για τσιγάρο, και όπου να ’ναι έρχεται, μου απάντησε ο υποπλοίαρχος και έφυγαν και οι δύο. Να ‘μαι λοιπόν στη γέφυρα του γκαζάδικου μόνος, νύχτα, με την ψυχή στο στόμα μην συμβεί κάτι το απρόοπτο, με μια τεράστια ευθύνη στους ώμους μου και να παρακαλώ τον Θεό να περάσει γρήγορα η τετραωρία μου, χωρίς απρόοπτα, μέχρι να του πάρω το αέρα όπως λέγανε οι παλιοί. Με την αγωνία μου ξεχάστηκα με το ναύτη. Λίγο πριν τελειώσει η βάρδια, είδα τη φιγούρα του στη δεξιά βαρδιόλα. Ούτε μου μίλησε, ούτε εγώ του μίλησα γιατί δεν τον χρειάστηκα. Μου κακοφάνηκε που δεν μου έφερε τον καθιερωμένο καφέ, αλλά θα είναι κουρασμένοι από τη φόρτωση – είπα – αύριο που θα βρεθούμε θα τα ξαναπούμε. Άγραφτος και απαράβατος κανόνας σε όλα τα Ελληνικά πλοία. Όταν ο ναύτης ανέβει στη γέφυρα για βάρδια, φέρνει καφέ και νερό στον αξιωματικό. Κι αυτό επικράτησε διότι ο αξιωματικός δεν μπορεί ούτε στιγμή να απομακρυνθεί από τη γέφυρα. Ο ναύτης κάθε μία ώρα ζητά την άδεια, πάει στο καπνιστήριο, για καφέ και τσιγάρο για 10 λεπτά, εάν φυσικά το επιτρέπουν οι συνθήκες. Με την επιστροφή του στη γέφυρα, φέρνει δεύτερο ή και τρίτο καφέ εάν του το ζητήσει ο αξιωματικός του. Γενικότερα υποδηλώνει και κάποιο είδος σεβασμού και υποτέλειας του ναύτη προς τον αξιωματικό. Ο ναύτης της βάρδιας μου, δεν μου έφερε το καθιερωμένο καφέ. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έφυγε από τη γέφυρα δυο φορές χωρίς να ζητήσει την άδεια μου. Δεν έδωσα όμως σημασία. Στις τέσσερις τα ξημερώματα ήλθαν ο υποπλοίαρχος και ο ναύτης της βάρδιας του με τον καφέ κανονικά και με μεγάλη χαρά και ανακούφιση, παρέδωσα στίγμα και πορεία και πήγα αμέσως στην καμπίνα μου για ύπνο. Το πρωί κατά τις δέκα που ξύπνησα πήγα στο καπνιστήριο να γνωρίσω το υπόλοιπο πλήρωμα. Βρήκα τους περισσότερους – εκτός από τις βάρδιες-συστηθήκαμε και αρχίσαμε τα διάφορα…
-Και πώς τα πήγες με τον ναύτη σου στη βάρδια; Μου… «πέταξε» την κουβέντα ο Β’ μηχανικός.
-Γιατί; Τί συμβαίνει με τον ναύτη; Ούτε που μιλήσαμε γιατί υποθέτω ότι όλοι σας ήσασταν κουρασμένοι από τη φόρτωση.
-Όχι – μου λέει –. Ο ναύτης σου είναι το μεγάλο πρόβλημα στο πλοίο και κανείς μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να το λύσει. Τον λένε «Κώστας ο Μυτιληνιός», ήταν τρόφιμος φυλακών, βαρυποινίτης, έκανε και στο Γεντί Κουλέ. Κανένας αξιωματικός δεν τον θέλει στη βάρδια του γι’ αυτό και ο Πλοίαρχος σ’ έβαλε στη 12- 4 που την έχει μόνιμα ο Κώστας. Κάθαρμα του κερατά, δεν τολμά κανένας να του μιλήσει, ό,τι θέλει κάνει, οπόταν θέλει ανεβαίνει στη γέφυρα, οπόταν θέλει κατεβαίνει. Δεν τολμούν να τον διώξουν από το καράβι, γιατί τους έχει πάρει τον αέρα και τον φοβούνται. Γι’ αυτό το λόγο ξεμπαρκάρισε ο προηγούμενος ανθυποπλοίαρχος που αντικατέστησες. Αλλά μην δίνεις σημασία, κάνε το κορόιδο όπως το κάνουν κι οι άλλοι. Μου ’πανε κι’ άλλα πολλά για τον ναύτη της βάρδιας μου, τον Κώστα τον Μυτιληνιό. Προβληματίστηκα πάρα πολύ και σκέφτηκα σοβαρά να πληρώσω τα εισιτήρια και να ξεμπαρκάρω με την άφιξη στην Ιαπωνία. Με βαριά καρδιά ανέβηκα τις σκάλες της γέφυρας στις 12.00 το μεσημέρι. Παρέλαβα στίγμα και πορεία και να ’μαι ξανά μόνος στη γέφυρα. Ούτε ναύτης, ούτε καφές. Κατά τις 12.30 βλέπω τον «τύπο» στην δεξιά βαρδιόλα, να κάθεται πάνω στη φαναριέρα. Ύψος το πολύ 1.50, γεμάτος τατουάζ, ξυρισμένο κεφάλι, ζώνη φαρδιά, δηλαδή το κλασσικό μαγκάκι. Πήγα προς το μέρος του να του μιλήσω, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή κτυπάει το τηλέφωνο του μηχανοστασίου. Ήταν ο μηχανικός ο οποίος μου είπε ότι βάζει μπροστά το aircontition και να κλείσουν όλα τα φινιστρίνια του πλοίου. Κλείνω το ακουστικό, βγαίνω έξω.
-Πάρε ένα γαντζόκλειδο και πήγαινε να κλείσεις όλα τα φινιστρίνια.
Με κοίταξε σαν χαζός.
-Εγώ, μου λέει ;
-Εσύ. Βλέπεις κανένα άλλο εδώ; Άντε τρέχα…
Παίρνει το γαντζόκλειδο, μου γυρίζει πλάτη και φεύγει. Όταν ήταν στα δέκα μέτρα μακριά, άκουσα κάτι σαν βρισιά. Μετά από λίγα λεπτά τον βλέπω πάλι να κάθεται στη φαναριέρα.
-Τα ‘κλεισες τα φινιστρίνια ;
-Τα ‘κλεισα.
-Και γιατί δεν το λες; Σήκω αμέσως όρθιος. Απαγορεύεται να κάθεσαι. Στη βάρδια μου δεν θα ξανακαθίσεις.
-Εγώ ρέ;
Δεν πρόλαβε να πει το ρέ, και του αστράφτω το πρώτο χαστούκι. Δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, τον αρπάζω από τη ζώνη και με την δεύτερη κλωτσιά πέφτει κάτω. «Κωλόπαιδο θα σε πετάξω στη θάλασσα να σε φάνε τα ψάρια αν μου ξανακουνηθείς» του είπα και με ένα τράβηγμα του σχίζω τη φανέλα που φορούσε. Άρχισε να κλαουρίζει. Τον σήκωσα όρθιο και του ρίχνω ακόμα δυο καρπαζιές.
-Πήγαινε στη καμπίνα σου ν’ αλλάξεις, και να παρουσιαστείς στη γέφυρα σαν κανονικός ναύτης. Τρέμοντας έφυγε ο Κώστας από τη γέφυρα για την καμπίνα του. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και μπαίνει μέσα με καινούργια μπλούζα, κρατούσε δίσκο με καφέ και, λόγω τιμής, νερό με κρύα παγάκια.
–Κώστα συνεννοηθήκαμε;
-Ναι καπτάν Μιχάλη. Έμαθα πως είσαι από την Κρήτη, κι εγώ τους Κρητικούς τους αγαπώ. Τύπος και υπογραμμός ο Κώστας στο υπόλοιπο ταξίδι. Με το «παρά πέντε» κανονικά στη βάρδια του, με καφέ και νερό, που δεν προλάβαινα να πιώ το μισό ποτήρι, και μου έφερνε φρέσκο χωρίς να του το ζητήσω. Την επομένη βγήκαμε από τον Περσικό και άρχισε το κροσάρισμα του Ινδικού Ωκεανού. Ο καιρός σχετικά καλός. Μετά από λίγες ημέρες μπήκαμε στο Mallaca strait. Έτσι ονομάζεται το στενό μεταξύ Σουμάτρας και Μαλαισίας. Έχει 550 μίλια μήκος και πλάτος αρκετό για πλού διπλής κατεύθυνσης, ακόμα και για τάνκερ μαμούθ. Επειδή όμως ενώνει τούς δύο ωκεανούς Ινδικό και Ειρηνικό και στο ανατολικό άνοιγμα είναι το τεράστιο λιμάνι της Σιγκαπούρης, υπάρχει μεγάλος συνωστισμός πλοίων, και η ναυσιπλοΐα είναι αρκετά δύσκολη. Μεγάλη προσοχή και πιστή εφαρμογή του κανονισμού αποφυγής συγκρούσεων. Ο Κώστας άριστος τιμονιέρης δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την βαρδιόλα για καφέ ή τσιγάρο χωρίς την άδεια μου.
-Καπτάν Μιχάλη ο ορίζοντας είναι καθαρός. Να πάω για τσιγάρο;
-Να πας Κώστα, αλλά στα γρήγορα. Πιο πολύ πήγαινε για να μου φέρει φρέσκο νερό, παρά για να καπνίσει. Το πολύ σε πέντε λεπτά ήταν στο πόστο του.
Μόλις φθάσαμε στη Ιαπωνία, δήλωσε παραίτηση και ξεμπαρκάρισε προς μεγάλη χαρά όλων μας. Όταν κατέβαινε τη σκάλα του πλοίου φώναζε δυνατά για να τον ακούσω: « Όλοι μέσα στο πλοίο είσαστε μαλάκες, εκτός τον καπτάν Μιχάλη τον Κρητικοοοοό»!
*Ο Μιχάλης Μ. Καρπαθάκης, είναι τ. Πλοίαρχος Ε.Ν