Ο Kατασκευομανώλης και το Γιωργιό ντου*
Ο Μανώλης Καλιοραδάκης ή κοινώς «Κατασκευομανώλης», είχε γυναίκα τη Μαρούλα, από τους Καρτσήδες.
Τα σπίτια τους ήτανε ψηλά στο Σωρό, προς το Μπαλέμιδο από κάτω από του Ζγουράφου. Καλά σπίτια, είχανε πόρτεγο, μουτουπάκι, αποθήκη και δίπλα στάβλο για τα ζωντανά.
Άξιος και καλοπίχερος άνθρωπος ήτανε το Μανωλιό, μα δεν έμενε πίσω και η Μαρούλα, η γυναίκα του. Μαζί στο ζευγάρι, μαζί στο λιομάζεμα, μαζί στο θέρος, μαζί στ’ αλώνια. Νοικοκύρηδες γενήκανε μ’ αυτή τους την προσπάθεια αλλά και την ομόνοιά τους. Το καλύτερο ζευγάρι ήτανε στο χωριό. Και όπου είχε χωράφι ή λιόφυτο εξεχώριζε, από την σωστή καλλιέργεια που τους έκαναν γι’ αυτό και τους απέδιδαν αρκετά.
Ένα μόνο τους έλειπε, που ερχότανε ώρες που κλαίγανε. «Ίντα τυραννιόμαστε και μαζεύουμε καλά; Ποιος θα τα φάει»; Δυστυχώς, δεν είχανε παιδί. Είκοσι χρόνια παντρεμένοι, δε θέλησε ο Θεός να τους χαρίσει αυτή την ευτυχία. «Ας είναι δοξασμένο το όνομά του και δεν πειράζει. Κύριος είδε τι αμαρτίες κάνουμε κι εμείς και ο Θεός μας τιμωρεί», έλεγε και ξανάλεγε η Μαρούλα.
Ο Κατασκευομανώλης έβγαινε, σχεδόν κάθε βράδυ στο καφενείο, στο Σωρό, στου Κακουδονικολή, και έπινε ένα καφέ, παρακολουθούσε και στην πρέφα τούτο τον Πουλογληγόρη, με τον Μεσελέκο και περνούσε την ώρα του ξεχνώντας το σαράκι του, αμά ετούτη η κακομοίρα η Μαρούλα εκαθότανε στο σπίτι, κι ένας Θεός μόνο ξέρει το μαρτύριό της. Ήτανε βέβαια και στο σπίτι της καλοπίχερη και όλο και καταγίνονταν με το νοικοκυριό της και το ρουχισμό τους μα ο πόνος ήτανε πόνος. «Ας ήτανε Θεέ μου να ’χαμε κι εμείς ένα κοπέλι κι ας ήτανε και μισερό. Συγχώρεσέ μου Θεέ μου. Συγχώρεσε με», έλεγε συχνά.
Είχε ακουστά ο Κατασκευομανώλης πως στις πολιτείες όσοι δεν έχουνε παιδιά, μπορούνε να πάνε ή από τ’ ορφανοτροφείο ή από τους ίδιους τους γονείς που ’χουνε πολλά κι είναι φτωχοί και δε μπορούν να τα θρέψουν και με πράξη των δικαστών, τους δίδουνε τα παιδιά και είναι σαν να τα γέννησαν οι ίδιοι. Διότι τα παίρνουνε μικρά και αυτά δε μπορούνε να καταλάβουνε τίποτε κι ύστερα δεν έχουνε καμία σχέση με τους πραγματικούς γονείς, διότι, το παιδί στη δικαστική πράξη που γίνεται παίρνει και το όνομα του καινούργιου μπαμπά που το υιοθετεί. Έτσι λέγεται η πράξις, υιοθέτησις.
Και ο Κακουδονικολής που τα ’ξερε αυτά του τα ’καμε «λιανά» μια αργατινή του Μανωλιού και τον ανακούφισε, γιατί πολύ του άρεσε αυτό. Δηλαδή θα μπορούσε κι αυτός να κάμει μια τέτοια πράξη. Και αν γινότανε, θα ’δινε τόση χαρά σ’ αυτή την κακομοίρα τη Μαρούλα, που τόσο σκέφτεται και αγαπά και που τόσες θυσίες έκαμε και κάνει τόσα χρόνια για να φθάσουνε εκεί που ’χουνε φτάσει...
Ο Παπαρομίλης είχε μια αδελφή, στην Κάτω Βιάννο, και είχε η καλότυχη ένα σωρό παιδιά. 7-8 της έδωσε ο Θεός! Κάθε χρόνο σχεδόν κι από ένα, από τον καιρό που πήρε αυτόν τον αχαΐρευτο. Νερό δεν είχανε στο σταμνί, αμά το σπίτι τους ήτανε γεμάτο νιάνιαρα πεινασμένα κι άπλυτα τα κακορίζικα, γιατί, όσες προσπάθειες και να ’κανε κι ο άντρας της ο κακομοίρης, ήσανε πολλά τα στόματα και ελάχιστα τα εισοδήματά τους.
Μια συμπεθεριά είχανε εκειά στην Κάτω Βιάννο οι Κατασκευομανώληδες και την Κυριακή πήγανε μια βόλτα στο ανδρόγυνο για να περάσουνε την ώρα τους και να τους δώσουνε και το ντρουβά γιατί ήτανε και καλεσμένοι στον γάμο, από τους συμπέθερους.
Και εκεί στο διπλανό σπίτι ήτανε η αξαδέλφη της με τα πολλά παιδιά. Τότε έγινε λόγος για υιοθέτηση, οπότε και τα είδε η Μαρούλα το Γιωργιό που ’τανε 3 χρονών, αξυπόλυτο και πεινασμένο μα πολύ γλυκό. Και εκεί τα ’φερε ο Θεός βολικά και έκαμε την πρόταση στην συμπεθέρα ο Κατασκευομανώλης.
Και ήτανε οι επτά ουρανοί ανοικτοί κι έγινε το θαύμα! Και το ’δωσαν το Γιωργιό στο νοικοκυρεμένο σπίτι του Κατασκευομανώλη με πράξη του Ειρηνοδίκη για παιδί τους για πάντα. Και καταφχαριστήθηκαν οι αληθινοί του γονείς για την καλή τύχη που ’χε το κακορίζικο το Γιωργιό, που θα χόρταινε ψωμί αυτό, αλλά πήρανε σαν δώρο και τρία αλέσματα κριθάρι να φάνε και τ’ άλλα και πανηγύριζαν το γεγονός το ευχάριστο οι άλλοι, δηλαδή το ανδρόγυνο Κατασκευομανώλη, που απέκτησαν το θησαυρό. Παιδί - δικό τους παιδί. Και τι παιδί, πεντάμορφο, πανέξυπνο, ξετελεμένο αντράκι!
Η Μαρούλα θα κουζουλαθεί από τη χαρά της. Όλα της φαίνονται παράξενα, κι έχει να λέει το βράδυ στον άνδρα της ένα σωρό.
«Κατές ίντα ’καμε σήμερο το Γιωργιό; Ήβγαλε το πουλάκι του από το βρακάκι του κι από την πόρτα, χωρίς να ντραπεί, ήκαμε «ψιλό» του νερό. Παναγία μου, Παναγία μου, ο Θεός να μας το χαρίσει. Όλο μαμά με φωνάζει και να το δεις ίντα όμορφα απού κοιμάται το χρυσό μου! Αμοναχό του πάει και βάνει νερό από το σταμνί και πίνει. Όλα τα φαγιά τα τρώει. Επάχυνε θαρρώ Μανωλάκη, ίντα λες του λόγου σου»; Και όλη την ώρα έλεγε και ξανάλεγε και τα ’χε με το δώρο που ο Θεός τους έστειλε στα καλά καθούμενα.
Καθόλου δεν εθυμότανε το Γιωργιό τους άλλους, τους αληθινούς γονείς, ούτε τ’ αδελφάκια του. Καμιά φορά έλεγε στην καινούργια του μαμά: «Μα εγώ μαμά δεν έχω αδερφάκια»; «Όχι παιδάκι μου, δεν έχεις εσύ αδερφάκια είσαι μοναχός», του έλεγε η Μαρούλα. Κι εκείνο με την παιδική του αφέλεια της είπε: «Α, εδά εκατάλαβα μαμά ιντάνε τα όνειρα. Είδα όνειρο πως σαν να ’χα λέει πολλά αδελφάκια, αλλά δεν είμαστε σ’ αυτό το σπίτι και δεν είχαμε, λέει, ψωμί να φάμε και κλαίγαμε»!
Η Μαρούλα που είχε τους φόβους της το καθησύχασε λέγοντάς του: «Καλά τα όνειρα είναι ψέματα μόνο να μην τα σκέφτεσαι παιδάκι μου κι έλα να φας τ’ αμύγδαλα που σου τα σπασα και είναι όλο καρπουλάκια»…
«Μανωλάκη, να παίρνεις λίγο κρέας να το ’χομε για το παιδί, γιατί είναι αδύνατο και πρέπει να καλοτρώει. Και ντάκους να πάρεις να ’χουμε πάντα στο σπίτι», έλεγε όλο έγνοια στον άντρα της.
Όλα τ’ αβγά από τις 4-5 όρνιθες που ’χανε τα ’τρωγε το Γιωργιό, πότε τηγανιτά και πότε μελάτα όπως τα ’θελε η όρεξή του.
Στο σχολειό το πήγανε εφέτος στην Α' τάξη καλοντυμένο, καινούργια στιβανάκια, καινούργιο ρασάκι με κουκουλιά, δάσκα βαμμένη στ’ αργαστήρι ριγωτή και το καμάρωνε η μάνα του σαν εσχολούσε και της έλεγε πως πεινούσε, να του βάλει να φάει να το περιποιηθεί κι αυτό να της λέει το καινούργιο γράμμα που τους έμαθε σήμερο ο δάσκαλος.
Και ο γέρος ο Κατασκευομανώλης ετρελενότανε σαν έπιανε το τετράδιο του που ’γραφε απέξω τ’ όνομά του: Γιώργος Εμμ. Κολιοραδάκης! Μα γενικώς, εκεί που το ’βλεπε να τρέχει, να φωνάζει στο σπίτι μέσα, στο δρόμο και να ακούει από το στοματάκι του να τον λέει «πατέρα», αισθανότανε πολύ ευτυχή τον εαυτό του. Μάλιστα σαν έβλεπε και τη γυναίκα του να πετά από τη χαρά της... αισθανόταν προσέτι ευτυχής.
Το Γιωργιό ήταν εφέτος στην 4η τάξη του Δημοτικού. Επέρυσι, αλλά κι όλες τις χρονιές με 10 και θαυμαστικό το ’παιρνε το ενδεικτικό του και ο δάσκαλος του ’λεγε τα καλύτερα λόγια για την εξυπνάδα που ’χει ο γιός του, το Γιωργιό.
Η αδυναμία του Γιωργιού ήτανε να καβαλικεύει το μικρό μουλάρι τους, το καλοθρεμμένο και ήμερο αυτό ζωντανό, που ο Κατασκευομανώλης το περιποιείτο ξεχωριστά από τ’ άλλα του τα ζωντανά, γιατί τον έβγαζε παλικάρι σ’ όλες του τις αγροτικές δουλειές.
Ήτανε απάνω στα ήπατα του τώρα και το φορτίο που του ’βαζε, σχεδόν100 οκάδες ελιές, από τον Αη Νικόλα τα ’φερνε σχεδόν χορεύοντας στο χωριό! Πράγματι, ήταν δυνατό ζώο κι ήθελε τώρα δουλειά, γιατί και νέο ήταν αλλά καλότρωγε κιόλας, αλλά τέτοια εποχή δεν είχε για το μουλάρι τόσες δουλειές. Γι’ αυτό και το Γιωργιό, είπε και παρεκάλεσε στον πατέρα του, κάθε Κυριακή που δεν έχει σχολειό να πηγαίνει κι αυτό ένα φορτίο πυρήνα του Κοκολοστέργιου, του εμπόρου από το χωριό ως τον Κερατόκαμπο απ’ όπου και την έπαιρνε το καΐκι από τις Μαγατζέδες. Είχαμε βλέπεις θάλασσα εδώ, και μόνο απ’ τον Κερατόκαμπο κάνανε τις μεταφορές μας οι έμποροι.
Πολλοί χωριανοί σαν δεν είχανε δουλειές άλλες και είχανε μουλάρια ή γαϊδάρους καταγίνοντο σ’ αυτή την μεταφορά της πυρήνας που μάζευε εδώ στο χωριό ο Κοκολοστέργιος από τις φάμπρικες για ένα κομμάτι ψωμί και επληρώνοντο τη μεταφορά πολύ καλά, δηλαδή έβγαζαν το μεροκάματό τους μια χαρά, σαν δεν είχανε δουλειά, όπως είπαμε.
Ο πόθος του Γιωργιού ήτο να πηγαίνει κι αυτός πυρήνα στον Κερατόκαμπο την Κυριακή που δεν είχε σχολειό. «Πατέρα άφησε με να πηγαίνω κι εγώ με το μουλάρι μας πυρήνα. Μ' αρέσει, ευχαριστιούμαι να προσφέρω κι εγώ κάτι, μα προπαντός να θωρώ τη θάλασσα που τόσο την αγαπώ», του είπε μια μέρα. Και παρόλο που η μάνα του, η Μαρούλα, δεν ήθελε να πηγαίνει το παιδί μονάχο σε τέτοιες μακρινές στρατιές, ο πατέρας του, του επέτρεπε, μια που εμεγάλωσε πια, αλλά και γιατί το μουλάρι είναι ήμερο. Ήταν όμως και κάτι ακόμη: Το παιδί έβρισκε συντροφιά κι άλλους μεταφορείς πυρήνας και τρόπον τινά κοινωνικοποιούνταν.
4-5 Κυριακές είχε κάνει τέτοιες στρατιές και το Γιωργιό ερχότανε ξετρελαμένο από τη χαρά του. Από δω από το χωριό ο πατέρας του, του φόρτωνε το μουλάρι, κι ύστερα ο Γιώργης το έσυρνε απ’ το χαλινάρι και μετά από 1 1/2 ώρα πεζοπορία προς τη θάλασσα έφτανε στους Μαγατζέδες κι εκεί ο εργάτης ξεφόρτωνε το ζώο, εζύγιζε την πυρήνα και έπαιρνε ένα χαρτί για να πληρωθεί από το χωριό. Κατόπιν έπλενε τα πόδια του στη θάλασσα κι ύστερα εκαβαλίκευε το μουλάρι και σε μια ώρα, άντε μιάμιση, νάτο στο χωριό θριαμβευτής για το κατόρθωμα!
Κι αυτή την Κυριακή θα πήγαινε στον Κερατόκαμπο το Γιωργιό. Από χθες το ’λεγε και το ξανάλεγε μα θα ξεκινούσε όχι πρωί όπως άλλες Κυριακές. Είχανε σήμερο εκκλησιασμό τα παιδιά του σχολείου και θα ’φευγε μετά την εκκλησία και πράγματι, ύστερα από τη λειτουργία, ήταν σακιασμένη η πυρήνα, τη φόρτωσε ο πατέρας του, του ’δωσε κι η μάνα του το σακουλάκι με το ψωμί, το τυρί κι ένα αβγό βραστό σαν πεινάσει να το φάει στο δρόμο ή σαν φθάσει στον Κερατόκαμπο.
Άργησε το Γιωργιό να επιστρέψει από το γιαλό. Σχεδόν εμούχλιαζε η μέρα κι ακόμη να φανεί. Είναι η αλήθεια πως έφυγε κι απ’ εδώ καθυστερημένα λόγω του εκκλησιασμού, αλλά και πάλι έπρεπε να φανεί. Όσους ρώτησε ο πατέρας του που είχανε πάει κι αυτοί στην πυρήνα είπανε πως το ’δανε το παιδί και μάλιστα τραγουδούσε και σχεδόν είχε φθάσει στις Μαγατζέδες. «Όπου να ’ναι θα φανεί. Αυτός είναι παλικαράκι δε φοβάται», του λέγανε και τον καθησύχαζαν.
Μα το παιδί δεν εφάνηκε κι άρχισε μάλιστα να σκοτεινιάζει. Πατέρας και μάνα, εκατεβήκανε στην πλατεία με έκδηλη ανησυχία, μα οι χωριανοί τους καθησύχαζαν. Οπότε πήρανε τη μεγάλη απόφαση να πάνε να γυρέψουν το παιδί. Είπε λοιπόν ο Μανώλης σε 3-4 φίλους, συγγενείς και γνωστούς: «Ελάτε μωρέ μαζί μου, πάρετε πυροφάνια και φανάρια και συντροφέψτε με γιατί έχουνε κοπεί τα γόνατά μου και θαρρώ πως δε θα τα καταφέρω ούτε ως το Καβούσι να πάω. Ένα γομάρι λάδι θα σας δώσω παιδιά όσοι φίλοι μου και συγγενείς με συνοδέψετε για να βρω το παιδί μου».
Και ξεκίνησαν 5-6 άτομα κι αυτός μαζί. Ο Στέργιος τ’ Ανθρώπου, ο Πετροκωνσταντής, ο Νικολής ο γείτονάς του ο Κολυβάς, ο Μπατζακομανώλης κι ο Γιώργης του Σπανομιχελή.
Σ’ όλο το δρόμο εφωνάζανε μεγαλοφώνως του κοπελιού κι είχανε φτάσει ως τη Τζούρλα μια ώρα δρόμο και τίποτα να δουν. Τίποτε να συναντήσουν. Από τη Τζούρλα και κάτω αρχίζει ένας δρόμος κατηφορικός, γιατί φθάνεις σχεδόν στον Κερατόκαμπο η θάλασσα είναι μπροστά σου και ο δρόμος κάνει ζικ-ζακ λόγω του μεγάλου ανήφορου. Όλο κατσάβραχα και σχίνους είναι γεμάτος ο άγριος ετούτος τόπος. Καψάλους τον λέμε αυτόν τον ακαλλιέργητο ξερότοπο.
Φώναζαν οι χωριανοί, φώναζε κι ο Κατασκευομανώλης και ξάφνου σαν ν’ ακούστηκε το χλιμίντρισμα του μουλαριού. Πράγματι, το μουλάρι εγνώρισε τη φωνή τ’ αφεντικού του και απήντησε. «Επαέ είμαι» σα να ’λεγε. Εξαναφώναξε ο Κατασκευομανώλης και το μουλάρι ακούστηκε τώρα καθαρά. Προς τα εκεί ετρέξανε όλοι τους με τα πυροφάνια και τα φανάρια. Και είδανε το μουλάρι ανήσυχο, αλλά είδανε και το απαίσιο θέαμα, που ο Θεός να μη τον γράφει ανθρώπου να βλέπει τέτοιο πράγμα. Το σώμα του Γιωργιού εκρέμετο από τη σκάλα του σωμαριού, ένα σώμα χωρίς σχεδόν ρουχαλάκια, ένα σώμα γεμάτο αίματα, ένα σώμα με μισό κεφάλι, με πρόσωπο καταξεσκισμένο, που στο θέαμα του παρέλυσαν όλοι τους, ο δε πατέρας ελιποθύμησε κι έπεσε κάτω φαρδύς-πλατύς. Το μουλάρι έκανε κι αυτό σαν τον άνθρωπο, έστεκε και παρακολουθούσε τη σκηνή σαν να αισθανότανε το μεγάλο κακό, τη μεγάλη συμφορά που τους βρήκε όλους…
Κανένας δεν είχε την πρωτοβουλία να κουνηθεί, γιατί κανένας δεν ήξερε τι θα κάνει. Δεν είχε να προσφέρει τίποτε το συμβολικό στη συμφορά αυτή. Ένα τσουβάλι άδειο βρέθηκε στο σωμάρι, κι εκεί εξεσκαλώσανε το πτώμα από τη σκάλα του σαμαριού και το εβάλανε μέσα για να μη βλέπουν αυτό το απαίσιο και ανατριχιαστικό κατάντημα του κακορίζικου του Γιωργιού.
Θρήνος και οδυρμός σ’ όλο το χωριό με το ξεφόρτωμα του τσουβαλιού με το παραμορφωμένο πρόσωπο και το σώμα του Γιωργιού. Ξεφωνητά η μάνα, ξερίζωμα των μαλλιών της, αποκαμωμένος ο πατέρας, πεσμένος σ’ ένα γωνιό κατά γης του σπιτιού. Το μισό χωριό δεν έκλεισε μάτι. Όλοι στο σπίτι του κακομοίρη του Κατασκευά και της επίσης κακομοίρας Μαρούλας...
Ως είπανε την επαύριο, κατ’ ικεσίαν, το μουλάρι εξιπάστηκε από το αιφνίδιο ξεπέταγμα κανενός λαγού ή αρκάλου μπροστά του και τινάχτηκε προς τα πέρα, το δε παιδί, καβάλα όπως ήτο στο σωμάρι, χωρίς καν να κρατά ούτε το χαλινάρι ούτε το σκαρβέλι, έπεσε πλαγίως, αλλά ατυχώς επέρασε το ποδαράκι του στη σκάλα και δεν μπορούσε πια να ξεσκαλωθεί. Με το πέσιμο του παιδιού το μουλάρι εφοβήθηκε και αφηνίασε και εξέφυγε από το δρόμο κι άρχισε να τρέχει στο χέρσο χωράφι με τους άγριους θάμνους, στα κατσάβραχα και στους σκίνους και το κακό βέβαια δεν άργησε να ’ρθει...
Ο Κολυβάς κατόπιν εντολής του Κατασκευά εφώναξε τον Νιταδώρο, τον Τζαμπάζη, να το πάρει το μουλάρι και να το πάει εκτός της επαρχίας στ’ Αρκαλοχώρι και να το δώσει όσο όσο. Δεν ήθελε να το ξαναδεί. Και το πούλησε ο Νιταδώρος και τα λεφτά που έφερε στον Κατασκευά παρακάλεσε να τα δώσει στην Επιτροπή του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, της Εκκλησίας που επρόκειτο να κτιστεί, για την ψυχή του Γιωργιού του...
Δεν είδε άσπρη μέρα από τότε το ανδρόγυνο. Χρόνια ελέγανε οι χωριανοί και διηγούντο το δράμα τούτο του Κατασκευά…
*Από το αρχείο του Γιώργου Βολωνάκι (Μποχώρης) που μας εμπιστεύθηκαν τα παιδιά του.