Ο Καραμανίτης*
Την παραμονή των Χριστουγέννων οι κάτοικοι του γεωργικού χωριού στην κοιλάδα του Χόνδρου είχαν σταματήσει τα λιομαζώματα για να κάνουν τις γιορτινές ετοιμασίες, για να μην ’πομείνουν τα σπίτια τους παραπονεμένα
Η γρα-Καραμανώλαινα είχε γεράσει και δεν μπορούσε να κάνει δουλειές στο σπίτι της. Ζούσε πολύ φτωχικά, με τις τέσσερεις θυγατέρες της που ήταν γεροντοκόρες. Δεν είχαν χρήματα για να αγοράσουν τα χρειαζούμενα, μηδέ ζυμώνανε χριστόψωμα, μήδε είχαν ανεθρέψει χοίρο να τον σφάξουν, να κάνουν τις ανάλογες ετοιμασίες. Έτσι οι μέρες κυλούσαν σαν να ήταν καθημερνές. Η θεόφτωχη γριά, φορούσε μαύρα, παλιά ξεθωριασμένα και μπαλωμένα φουστάνια, είχε σφιχτοδεμένο το τσεμπέρι κάτω από το πηγούνι της για να μην κρυώνει το κεφάλι της και για να σκεπάζει τα λιγοστά μακριά ψαρά μαλλιά της. Βαστούσε και μια βέργα για να ’κουμπίζει και καθόταν στο μικρό νοτερό αυληδάκι του φτωχικού της για να ζεστάνει το γέρικο σώμα της. Η φτώχεια, τα βάσανα και ο χρόνος είχαν χαρακώσει το γέρικο πρόσωπό της. Είχαν βουλώσει τα μάγουλά της, είχε ’ποχυθεί και ήταν πολύ αδύνατη, πετσί και κόκαλα.
Στις μέρες των γιορτών η γρα-Καραμανώλαινα στενοχωριόταν πολύ και πεθυμούσε να μην έρχονται οι γιορτινές μέρες, γιατί της έφερναν μια βασανιστική μελαγχολία. Κάθε χρόνο πεθυμούσε οι γιορτές να περάσουν γρήγορα και ώρες ώρες μονολογούσε: «Ας πάρει ο Θεός την ψυχή μου, δεν τήνε θέλω πια αυτή την ζωή!».
Ο άντρας της, ο Κωνσταντής, από πολλούς χρόνους είχε συγχωρεθεί. Πέθανε πολύ νέος από την πνευμονία και της άφησε τέσσερα θηλυκά και ένα γιο, που μόλις είχε αρχίσει να προπατεί. Μέχρι που ζούσε ο άντρας της, αν και δεν είχαν περιουσία, κυνηγούσε το μεροκάματο και έτσι φτωχικά φτωχικά τα σοφέρνανε. Από τότε που έφυγε, η φτώχεια στην φαμίλια τους ήταν ανταγιάντιστη. Οι τέσσερεις θυγατέρες της, πρωϊμογεράσανε, τις έφαγαν τα ξενοδούλια, η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Μαράζωσαν οι έρμες, γιατί κιανείς δεν ήρθε να της ζητήσει σε γάμο αφού ήταν θεόφτωχες. Και δυο που τις αρραβώνιασαν τις πήραν για λίγο και έπειτα τις χωρίσανε. Τόσες γυναίκες ζούσανε σε ένα φτωχικό μονόσπιτο δίχως το σκέπασμα ενός άντρα.
Οι φαμελίτισσες τις έπαιρναν για μικροδουλειές και η πληρωμή τους ήταν ελάχιστη: τούς έδιδαν λίγο ψωμί, περβολαρικά και κανένα παλιόρουχο για να το φορέσουν. Τις έστελναν να φέρουν νερό με τα σταμνιά από τις βρύσες και από τα πηγάδια για να ανάψουν φωτιές στις αυλές τους να ζεστάνουν νερό, για να πλύνουν τα ρούχα στην πλύστρα και να τις βοηθήσουν να ζυμώσουν τα χριστόψωμα.
Μονάχα στο θεόφτωχο σπίτι της γρας-Καραμανώλαινας δεν έκαναν γιορτινές ετοιμασίες. Δεν είχαν ελιές να τις ραβδίσουν να βγάλουν το λάδι για να περάσουν την χρονιά τους. Ούτε περβολοχώραφο είχαν για να κάνουν χειμωνιάτικο και καλοκαιρινό περβόλι να μην διακονούνται ένα πράσινο φύλλο για να στέσουν το τσικάλι τους. Σε αυτό το θεόφτωχο σπιτικό δεν είχαν χρήματα για να αγοράσουν και να ανετάξουν ένα χοίρο να τον σφάξουν τις γιορτές και να καλοπεράσουν τις άγιες ημέρες. Δεν είχαν βούγια για να κάνουν χωράφι να σπείρουν, να αλωνοθερίσουν και να σοδιάσουν κριθαρόσταρο στο φτωχικό τους, αλλά ούτε και χρήματα για να αγοράσουν λίγες οκάδες αλεύρι και να ζυμώσουν τα χριστόψωμα. Πορεύονταν από την ελεημοσύνη των κατοίκων και τα ελάχιστα που τους έδιδαν για τα ξενοδούλεια που έκαναν.
Τις γιορτινές μέρες ερχόνταν στο χωριό διακονιάρηδες τους οποίους οι χωριανοί ελεούσαν. Δεν γυρίζανε κανένα γιατί το θεωρούσαν μεγάλη ντροπή και αμαρτία. Στο χωριό ερχόντουσαν για διακονιά, το πλείστον, δυστυχισμένες γυναίκες από τα ανατολικά «καημένα χωριά», για να βοηθήσουν τα ορφανά και τα ανήμπορα και δυστυχισμένα γερατειά να μην πεθάνουν από την πείνα. Ερχόντουσαν όμως και λιγοστοί μετρημένοι στα δάχτυλα τού ενός χεριού, κάποιοι διακονιάρηδες από διάφορα χωριά, που τους γνώριζαν και τους ελεούσαν.
Ο πιο γνωστός διακονιάρης της περιοχής ήταν ο Νούρης, που ερχόταν από το παραδιπλανό χωριό. Ήταν μετρίου αναστήματος, φορούσε δυο λογιώ παπούτσια, ένα κοντό παντελόνι χειμώνα καλοκαίρι, μια μαύρη φαρδιά πουκαμίσα, πολυμπαλωμένη που την έζωνε σφιχτά με μια πέτσινη ζώνη στην μέση του, και εκεί έβαζε το ψωμί που του χάριζαν. Ήταν κουρεμένος από τον πάτο, βαστούσε ένα λαδικό για να του βάζουν λάδι και ένα καλάθι για τα αυγά και τα σπιτικά γλυκά που του έδιδαν. Ήταν καλοσυνάτος, ευγενής και είχε ένα πλούσιο ευχολόγιο που έλεγε στα σπίτια που τον διακονούσαν: «Πέτρα να πιάνεις και χρυσάφι να γίνεται! Από την άνυδρη γη και το σκληρό χαράκι νερό να βγει να πιεις να ξεδιψάσεις!».
Εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων παρουσιάστηκε στο χωριό ένας καινούριος διακονιάρης που γυρνούσε τα σπίτια και ζητούσε ελεημοσύνη. Κανείς δεν τον είχε ξαναδεί, μηδέ γνωρίζανε πως τον λένε, μηδέ και από πού βαστά η σκούφια του. Αλλά επειδή είχαν να κάνουν τόσες δουλειές, κιανείς δεν είχε τον χρόνο να τον ρωτήσει πώς τον λένε και από πού είναι. Ήταν ηλικιωμένος, ευγενικός, είχε ψαρά μαλλιά και έδειχνε δυστυχισμένος άνθρωπος. Φορούσε κουρελιασμένα ρούχα, τα παπούτσια του ήταν ξεσκισμένα, τα γένια του είχαν ασπρίσει και τα μάγουλά του είχαν βουλώσει.
Από σειρά έπιασε τα σπίτια των οικισμών της διπόταμης κοιλάδας του Χόνδρου και ζητούσε να τον διακονήσουν. Άρχισε από τον οικισμό τού Θυμιανού, πέρασε τα σπίτια του Μεγάλου χωριού και κίνησε για τον άλλο οικισμό, τον Αποστολιανό, που απείχε εκατό ασκελιές. Προς το έμπα του οικισμού ήταν το φτωχόσπιτο της γρας-Καραμανώλαινας. Όπως περνούσε τις πόρτες και ζητούσε να τον διακονήσουν, έφτασε στο νοτικό αυληδάκι, όπου καθόταν στον ήλιο η γρα-Καραμανώλαινα. Τη χαιρέτησε και της ευχήθηκε χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα.
– Θεία, να μου βάλεις λίγο λάδι γιατί πεινούνε τα κοπέλια μου και δεν έχω πράμα να τώσε δώσω να φάνε;
– Εγώ, παιδί μου, δεν έχω πράμα, μόνο νερό στο σταμνί. Ο άντρας τώρα και χρόνια συχωρέθηκε και μου άφησε τέσσερεις θυγατέρες και ένα ασερνικό, που ήταν μόλις δυο χρόνων. Μα σαν γίνηκε δεκαπέντε χρόνων δεν το ξανάδα…
– Γιάντα επόθανε και δεν το ξανάδες;
– Όι, παιδί μου, ήφυγε και επήε στην πόλη για να ζήσει καλλίτερα. Έπειτα πήγε στον πόλεμο και από τότε δεν το ξαναείδα…
– Παίρνεις σύνταξη αφού σκοτώθηκε στον πόλεμο;
– Δεν παίρνω, γιατί δεν σκοτώθηκε στον πόλεμο. Στην οπισθοχώρηση γύρισε με άλλα χωριανάκια, εκεί χάθηκε και κιανείς δεν κατέχει πώς χάθηκε. Γιάε, παιδί μου, θωρείς το σπίτι μου, είναι γεμάτο από ανύπαντρες θηλυκές;
– Γιάντα δεν επαντρευτήκανε; Κακομούτσουνες είναι;
– Καλομούτσουνες είναι αλλά δυστυχώς είναι θεόφτωχες. Οι γαμπροί ζυγώνανε να μπούνε σε σπίτια να ακουμπήσουν, αν έχουν ένα χωράφι να βρούνε άλλα δυο και όχι να μοιραστούνε την φτώχεια της γυναίκας που θα πάρουν. Για κειονά, παιδί μου, ’πομείνανε οι θυγατέρες μου στο ράφι…
– Μη στεναχωράσαι, μα δεν ήρθε ακόμη το τυχερό τους.
– Πότε θα ’ρθεί, το τυχερό τους, που άρχιξανε να γερνούνε, να σουφρώνουν, να ψαραίνουν τα μαλλιά τους και να σβήνει η ομορφιά της νιότης;
Οι δυο ανύπαντρες πρωϊμογερασμένες θυγατέρες της άκουσαν την κουβέντα και βγήκαν από περιέργεια στην αυλή να δούνε με ποιον είχε στέσει η μάνα τους κουβεντολόι. Η πρωτογόνατη θυγατέρα κοίταξε καλά καλά τον ξένο και της φάνηκε ότι έμοιαζε με τον Γιώργη τον αδερφό της, που είχε τόσους πολλούς χρόνους να τον δει και δεν γνωρίζανε αν ζούσε ή αν πέθανε. Τον παρατήρησε καλά καλά από την κορφή ως τα πόδια, και από την κορμοστασιά και την εμιλιά του σχημάτισαν την εντύπωση πως έμοιαζε του χαμένου αδερφού τους. Απορημένη του είπε:
– Παναγία μου πώς μοιάζεις με τον Γιώργη μας! Όση ώρα γροικούσα την εμιλιά σου, μπήκε κρυγιός αέρας μέσα μου, γιατί η εμιλιά σου μοιάζει με την εμιλιά του Γιώργη μας. Από πού είσαι και πώς βρέθηκες στο χωριό μας;
Ήθελε να δει από ποιο χωριό είναι, να μαντέψει αν στο χωριό του πήγαινε ο κύρης της κρασί, γιατί ένα φεγγάρι ήκανε το κυρατζή και γύριζε τα χωριά. Μήπως είχε ξεμοναχιάσει την μάνα του για αυτό έμοιαζαν τόσο πολύ;
Ο διακονιάρης παραξενεμένος απάντησε:
– Δεν είμαι ο χαμένος αδερφός σας, όμως η ζωή μου μοιάζει με τον Γιώργη σας. Κι εγώ ήφυγα από μικρός από το πατρικό μου σπίτι. Στην οπισθοχώρηση κατέβαινα μαζί με άλλους Κρήτες, που με πολλές κακουχίες φτάσανε στην Αθήνα. Τα στρατιωτικά ρούχα που φορούσαμε μέρα νύχτα, όπως περνούσαμε από τα δύσβατα μονοπάτια και μέσα από τα δέντρα για να κόψομε δρόμο, καταξεσκίστηκανε. Αναζητήσαμε δουλειά για να τρώμε και να αγοράσομε ρούχα να αλλάξομε, να μαζέψομε λεπτά και να ενοικιάσομε ένα καράβι για να μας φέρει στην Κρήτη. Εκεί που έπιασα δουλειά αγαπήθηκα με την θυγατέρα του αφεντικού μου και παρθήκαμε. Ζήσαμε μαζί είκοσι χρόνια. Έκανα τρία παιδιά στην συνέχεια την ξεμυάλισε ένας άλλος, χωρίσαμε και δεν με άφησε να βλέπω τα παιδιά μου, έτσι το έριξα στο κρασί. Στην συνέχεια διακονούμαι για να ζήσω.
– Ξένε, όση ώρα μιλείς και σε παρατηρώ, μου φαίνεται πως είσαι από την πατουνιά μας.
– Δεν είμαι κοπέλα μου από την πατουνιά σου. Στον πόλεμο στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας είχα ένα συνάδερφο στρατιώτη, με τον οποίον μέναμε στην ίδια σκηνή και τονέ λέγανε Γιώργη. Η μάνα του μου είχε πει πως ήταν χηρευάμενη και ότι είχε και τέσσερεις αδερφάδες, μα δεν εγάτεχε ανέ παντρευτήκανε ή ανέ ’πομείνανε γεροντοκόρες, γιατί είχενε φύγει από μικρός για την πολιτεία και δεν ξαναγιάγειρε. Μηδέ και ήμαθε νέα τους…
– Είντα ’πογίνηκε εκειοσάς ο στρατιώτης;
– Σε μια μάχη τραυματίστηκε βαριά και πριν πεθάνει μού παράγγειλε: «Ανέ με βγάλει η περασά από το χωριό μου, να πεις στην μάνα και στις αδερφάδες μου να με συχωρήσουν που έφυγα και δεν ξαναγύρισε ποτέ πίσω». Εγώ του έκλεισα τα μάτια, άνοιξα το μνήμα και τον έθαψα. Τον έκλαψα πολύ, γιατί ήταν γκαρδιακός φίλος. Από την τσέπη του στρατιωτικού ποκαμίσου πήρα κάποια γράμματα που γράφαν το όνομά του και το χωριό του και τα φύλαξα να σας τα δώσω, να δείτε και να βεβαιωθείτε, πως ήταν αυτός. Μα ένα βράδυ που κοιμήθηκα σε ένα χωριό, μού πήρανε τα πράγματά μου που είχα μέσα και τα γράμματα.
Όσα τούς είπε για το χαημένο γιο και αδερφό τους συγκίνησαν, ξάνοιξε η μια την άλλη σαν να θέλανε να έχουν την έγκριση, η γρα του είπε:
– Ξένε, αν δεν έχεις απόψε πού να μείνεις, έλα στο σπίτι μας να μείνεις να γιορτάσομε τα Χριστούγεννα. Δεν έχομε παράδες, ζούμε πολύ φτωχικά, μα έλα να μείνεις και εσύ στο σπίτι μας και φτωχός άθρωπος είσαι να μην σε φάει το κρύο.
Η μικρότερη αδερφή έχοντας στο νου της τα λόγια της παραμιάς «Άθρωπος του αθρώπου μοιάζει και πραμάτο του πραμάτου», μα όσο περνούσε η ώρα πίστευε πως δεν έκανε λάθος στην εκτίμησή της,
κοίταξε την αδερφή και απευθύνεται στην γρα μάνα και είπε:
– Μάνα, αυτός ο ξένος είναι ο Γιώργης μας. Για καλοξάνοιξέτονέ να δεις πως είναι ίδιος. Μα ίσως να ντρέπεται που γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια σε αυτή την κατάσταση.
– Για αυτό και δεν μασέ λέει την αλήθεια. Μα πιστεύω πως θα κατάλαβε ότι τον αγαπούμε και χαιρόμαστε που ήρθε. Αδερφέ μας, καλώς όρισες!
– Ο ξένος δεν άντεξε να κρύβεται περισσότερο, άρχιξε να κλαίει. Κάθισε στο πεζούλι και τους είπε:
– Εγώ ’μαι ο Γιώργης σας μα ντρεπόμουν να παρουσιαστώ στην κατάσταση που είμαι. Μα ήθελα να σασέ δω πριχού ποθάνω και να σασέ ζητήσω να με συχωρέσετε.
Έτρεξαν, τον αγκάλιασαν και δεν χόρταιναν να τον φιλούν και να τον σφίγγουν στις αγκαλιές τους. Απέναντι από την αυλή της γριάς ήταν ο φούρνος του Σερμονικολή, η γυναίκα του η Σερμονικολίνα, η φουρναρού, που βοηθούσε τις φαμελίτισσες να ζύμωσουν τα χριστόψωμα για να πάρει κι εκείνη τα φουρνιάτικα, είδε όσα έγιναν και άκουσε όλα όσα είπανε, γιατί χώριζαν το φούρνο της με την αυλή της γριάς περίπου πέντε ασκελιές. Στο χωριό όπου έβλεπαν σύναξη κόσμου από περιέργεια σταματούσαν και ρωτούσαν τι συμβαίνει.
Οι κοντογειτόνισσες της Σερμονικολίνας, η Πατερογιάνναινα, η θυγατέρα της, η Σκοινογιώργαινα, ηΖαχαροδημήτραινα και η Αταλάντη του Ζαϊμογιώργη και η Δέσποινα του Σωμαρά, ξερωτούσαν για να μάθουν την συμβαίνει στης γρας-Καραμανώλαινας το σπίτι και είδαν αγκαλιές και φιλιά. Εκείνη απάντησε: «Από το πουθενά ξεπρόβαλε ο χαμένος γιός της, «ο Καραμανίτης». Εκείνη του έδωσε αυτό το προσωνύμιο που του κόλλησε αμέσως. Το νέο δεν άργησε να κυκλοφορήσει σε όλο το χωριό ότι «ήρθε ο Καραμανίτης».
Η γριά χάρηκε που την παραμονή των Χριστουγέννων ήρθε ο γιός της. Στεναχωριόταν που δεν είχε τίποτα για να στέσει ένα τραπέζι να γιορτάσουν στο φτωχικό της το γυρισμό του μοναχογιού.
Το νέο γρήγορα διαδόθηκε σε όλο το χωριό ότι «απόψε που γεννιέται ο Χριστός ήρθε ο χαμένος γιος της. Οι γυναίκες το έδιδαν και το έπαιρναν και δεν το βρήκαν σωστό να κρέμονται στα μεσοδόκια των σπιτιών τους οι χοίροι, να έχουν να φάνε να καλοπεράσουν να κάμουνε λουκάνικα, καπνιστά χοιρομέρια, απάκι και στης γρας-Καραμανώλαινας το σπίτι δεν είχε τίποτα για να στέσει χριστουγεννιάτικο τραπέζι. «Η καημένη, δεν έχει μόνο το νερό στο σταμνί της…». Τότε η Αντρέαινα είπε:
– Άντρα μου, κόψε μια γουλιά κριάς να το πάμε στης γρας-Καραμανώλαινας το σπίτι να στέσει και η έρμη γιορτινό τραπέζι στις θεόφτωχες θυγατέρες της και στον μοναχογιό της που γύρισε. Ω, την κακομοίρα και πώς άντεξε! Γοργό πενήντα χρόνια τον περίμενε να γυρίσει και δεν πέθαινε πριχού να τον δει. Ό,τι πάμε σε αυτό το θεόφτωχο σπίτι είναι σαν να το πηγαίνομε δώρο του Χριστού μας στην φτωχική φάτνη όπου γεννήθηκε απόψε.
Οι κάτοικοι του χωριού συγκινήθηκαν και πήγαιναν να της πούνε τα καλώς τα δέχτηκε κρατώντας πράγματα. Το φτωχικό της σπίτι γέμισε με αγαθόκαλα, χριστόψωμα, χοιρινό κρέας, τυροζούλια, μανταρινοπορτάκαλα, λεμόνια, κρασί και λάδι. Πλούσια κυβερνήθηκε το φτωχόσπιτο της δυστυχισμένης γριάς τις άγιες ημέρες. Εκείνη ευχαριστημένη, έκανε τον σταυρό της, λέγοντας: «Δοξασμένο το όνομά Σου Θέ μου. Μετά τις γιορτές για να μην πικραθούν τα παιδιά μου, όποτε θες πάρε την ψυχή μου, αφού με την γέννησή Σου, Χριστέ μου, μου έκανες το ωραιότερο δώρο που τόσα χρόνια πρόσμενα. Ήρθε ο μοναχογιός μου και μόνο αυτό μού φτάνει κι ας είναι κουρελής και διακονιάρης».
* Από το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη που έχει τον τίτλο "Σπερνό των Χριστουγέννων"