Τα κάλαντα του Λαζάρου στην Έμπαρο παλιά
Ο αείμνηστος Γεώργιος Στιβακτάκης από την Έμπαρο είπε στην κόρη του Μαρία Στιβακτάκη -Κόμη, δασκάλα, τα κάλαντα του Λαζάρου που σας παραθέτουμε, προσθέτοντας τα ακόλουθα:
«Αυτά τα κάλαντα, τα λέγαμε παιδί μου, το πρωί του Σαββάτου κι όχι το βράδυ όπως τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς μα δεν κατέχω γιάντα. Εβαστούσαμε στη μια χέρα ένα σταυρό από ξύλα. Στη μέση του δέναμε αρισμαρί κι ένα ρόδο. Μα εμείς δεν είχαμε στην αυλή μας λουλούδια και του ’δενα δυο-τρεις κεφαλές σπαρμένο (στάρι ή κριθάρι) και δυο-τρεις παπαρούνες, κόκκινες σαν το αίμα του Χριστού! Στην άλλη χέρα εκράτουνα ένα καλάθι και μας βάζανε οι νοικοκερές αυγά, τα οποία πηγαίναμε στις μανάδες μας. Αλλά εμείς είχαμε πολλές όρνιθες και δεν τα ’θελε μάνα μου και τα ‘δινε στσι άλλες γυναίκες. Μου κακοφαίνουντανε βέβαια, μα ίντα ήθελα να κάμω; Ανέ τζη ’λεγα πράμα, εμπόρειε να φάω και κιαμιά. Μα δεν ήτανε για τ’ αυγά που θέλαμε να πούμε τα κάλαντα, αλλά που παρεουλιάζιαμε από πολλές μέρες πια μπρος, να σάσομε τσοι σταυρούς, να λέμε από πού θα αρχίξομε, να γυρεύγομε ξύλα και βιόλες, να μαθαίνει ο γεις τ’ αλλού ό,τι εξέχνα. Ε, τα παντέρμα χρόνια και πούντα!!!»…
Τα κάλαντα
Σήμερον έρχετ’ ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός
εις την πόλη Βηθανία.
Μάρθα κλαίει και Μαρία.
Λάζαρο τον αδερφό τους
τον γλυκύ, τον καρδιακό τους
τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
κίνησ’ ο Χριστός για να ’ρθει.
Τότ’ εβγήκε κι η Μαρία
έξω από τη Βιθυνία
και εμπρός του γονυκλεί
και τα πόδια του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θα πέθαιν’ ο αδερφός μου.
Μα και πάλι εγώ πιστεύω
και καλότατα ηξεύρω
πως και τώρα αν θελήσεις
Λάζαρο θε ν’ αναστήσεις.
-Λέγε, πίστευε Μαρία.
Άγομεν εις τα μνημεία.
-Δεύρο έξω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς από τον Άδη
ως εξούσιο σημάδι
Λάζαρος απενεκρώθη,
ανεστήθη και εσηκώθη,
ζωντανός, σαβανωμένος
και με το κερί ζωσμένος.
Τότε Μάρθα και Μαρία,
τότε όλη η Βηθανία
μαθητές και Αποστόλοι,
τότε εκεί βρεθήκαν όλοι.
«Δόξα τω Θεώ», φωνάζουν,
και το Λάζαρο εξετάζουν.
-Λάζαρε πες μας τι είδες
εις τον Άδη όπου πήγες;
-Είδα φόβους, είδα πόνους,
είδα βάσανα και τρόμους,
της καρδίας, των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον.
*Έχει δημοσιευτεί στην "Ηχώ της Βιάννου"