Το κουρουπάρι της Κρήτης
Κάποιες παλιές συνήθειες των αγροτικών και των κτηνοτροφικών περιοχών της Κρητικής υπαίθρου αναμφισβήτητα έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί, και δυστυχώς μαζί έχουν χαθεί και κάποιες λέξεις όπως το «κουρουπάρι», που είναι εντελώς άγνωστες κι αυτές στον περισσότερο κόσμο.
Εγώ ευτυχώς έτυχε να γνωρίζω τη λέξη από τον παππού μου και τον μακαρίτη τον πατέρα μου, και φυσικά περιέσωσα και τη λέξη αυτή μαζί με χιλιάδες άλλες ντόπιες κρητικές λέξεις, στο ιντερνετικό λεξικό http://www.cretanlexiko.gr/ .
Από μια πρώτη ματιά, η λέξη μοιάζει τούρκικη ή αραβική από το curupar, αλλά ωστόσο δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες, και το θέμα χρειάζεται εδώ περισσότερη έρευνα.
Μπορεί να μην γνωρίζει ο κόσμος τη λέξη «κουρουπάρι», αλλά ωστόσο οι περισσότεροι γνωρίζουν την έννοια του για τι πράγμα μιλάει, αφού όλοι γνωρίζαμε πως τα Καλοκαίρια στα ορεινά χωριά της Κρήτης, κάποιοι αγρότες η βοσκοί που διέθεταν τράγο ή κριάρι, συνήθιζαν να δέχονται πρόβατα ή τα κατσίκια του χωριού για να γονιμοποιηθούν, και φυσικά επί πληρωμή!
Έχοντας λοιπόν κάποιοι ένα τράγο η κριάρι, έφτιαχναν μια ειδική μάντρα, που μάντρωναν εκεί τα θηλυκά ζώα μαζί με το αρσενικό, με σκοπό να γονιμοποιηθούν, και έτσι αποκομίσουν κέρδη. Η όλη διαδικασία της γονιμοποίησης αυτής, την ονόμαζαν παλιά «κουρουπάρι».
Πρέπει δε να πούμε, πως οι μεγαλοβοσκοί, και οι αγρότες που είχαν πολλά αιγοπρόβατα, φυσικά και είχαν δικά τους αρσενικά για αναπαραγωγή, και δεν χρειαζόταν να πάνε πουθενά τα θηλυκά τους.
Όσοι όμως αγρότες είχαν λίγα αιγοπρόβατα, απλά για το γάλα των παιδιών και το τυρί της οικογένειας, δεν ήταν απαραίτητο να θρέφουν τζάμπα και επιπλέον αρσενικά ζώα, και έτσι τα αρσενικά τα έσφαζαν από μικρά, ή χρονιάρικα.
Όταν όμως θα ερχόταν η ώρα του ζευγαρώματος, τα θηλυκά ζώα του ο αγρότης θα τα πάει σε κάποιον που να κάνει κουρουπάρι κάπου σε κάποια μάντρα στο χωριό, και φυσικά στο τέλος θα τον πληρώσει ανάλογα τον αριθμό των ζώων που θα του πάει.
Για την εποχή του οίστρου κάποιου αιγοπροβάτου, είχαν δική τους ονομασία στα χωριά. Έλεγαν διακριτικά πως το θηλυκό «αεροσέρνει», «σαλιοφτεί», «γυρεύγει», «θυμίζει» κι από την άλλη το τραγί ή το κριάρι θα το «βατέψει», θα το «μαρκαλέψει», θα το «καλαφατίσει» ή θα το «καταστέσει» κλπ, έτσι ώστε με αυτές τις « κωδικές» λέξεις, να αποφεύγονται βαρύγδουπες ακατάλληλες λέξεις}.
Ο τρόπος που γινόταν το κουρουπάρι, ήταν ο εξής. Κάποιοι που είχε το αρσενικό, έπρεπε να φτιάξουν μια πρόχειρη μάντρα, και αυτοί ήταν κυρίως κάποιοι φτωχοί του χωριού.
Η μάντρα αυτή θα ήταν είτε χτιστή με πέτρες, πρόχειρη με κλαδιά ή με καλάμια. Εφόσον η μάντρα θα ήταν μέσα στο χωριό, έπρεπε να είναι κλειστή γύρω - γύρω ώστε να μην φαίνεται από μέσα, αλλά ούτε και να βλέπουν και τα ζώα από μέσα έξω και τρομάζουν.
Απλά έπρεπε να έχει και μια είσοδο και ένα παραθυράκι για να παρακολουθεί ο ιδιοκτήτης της μάντρας διακριτικά πότε ένα ζώο έχει γονιμοποιηθεί. Με τον τρόπο αυτό έβγαζε ένα καλό μεροκάματο, ή συμπλήρωνε το ήδη εισόδημα του. Το θέαμα φυσικά ήταν ακατάλληλο για παιδιά, και για αυτό ποτέ δεν τα άφηνα να πλησιάσουν την μάντρα, όσο κι αν αυτά επέμεναν και ήθελαν να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους!
Εξ άλλου το αρσενικό ήθελε ηρεμία, ησυχία και δεν ήθελε να βλέπει ούτε να αισθάνεται κανέναν δίπλα του, για να μπορέσει κάνει τη δουλειά του. Ακόμα και ο … κουρουπάρχης παρακολουθούσε διακριτικά από κάποιο παραθυράκι, ή από απόσταση. Δεν άφηναν παιδιά να πλησιάσουν και για ένα άλλο ένα σοβαρό λόγο, διότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να τραυματιστεί ή να σκοτωθεί κάποιο παιδί από τυχόν κουτουλιές του τράγου ή του κριού, διότι ήταν πολύ δυνατά και βίαια ζώα.
Θα χρειαζόταν πάντως να πάνε τα θηλυκά πολλές φορές στην μάντρα, μέχρι να σιγουρευτεί ο κουρουπάρχης και να δώσει πίσω γονιμοποιημένα πλέον ζώα. Ήταν καλοπληρωμένη δουλειά αυτή, φτάνει να αναλογιστούμε ότι πριν τη κατοχή ήταν 10 δραχμές το ζώο η πληρωμή, το λάδι είχε 15 δραχμές η οκά, σχεδόν δηλαδή όσο μια οκά λάδι το κάθε ζώο. Προσωπικά θυμάμαι στα τέλη του ‘80 που εξέπνευσε και η ασχολία αυτή, η τιμή ανά ζώο ήταν περίπου 50 δραχμές.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Φεύγει η Άνοιξη και έρχεται το Καλοκαίρι, που είναι και ο πιο κατάλληλος καιρός οίστρου, που ζευγαρώνουν τα αιγοπρόβατα.
Η καλύτερη εποχή είναι από 15 Ιουλίου μέχρι 15 Οκτωβρίου. Τα πρόβατα συνήθως αρχίζουν πιο μπροστά δηλαδή Ιούλιο, και τον Αύγουστο συνήθως τα κατσίκια.
Πάντως είναι η καλύτερη εποχή τον Αύγουστο να γονιμοποιηθεί ένα ζώο, διότι, μετά από πέντε μήνες εγκυμοσύνης, θα γεννήσει φυσιολογικά τον Φεβρουάριο. Θα μου πείτε, μα πέντε μήνες κάνει να γεννήσει μια κατσίκα? Τώρα εγώ πως το ξέρω αυτό? Μα φυσικά το γνωρίζω από μια παμπάλαιη παροιμία που ακουγόταν παλιά στα χωριά, που έλεγε:
«Το ούτσι - ούτσι τέσσερα, κι η καρκατούρα πέντε, και το σκυλί και το γατί, εξήντα πέντε μέρες»!
Για όποιον δεν ξέρει, το «ούτσι - ούτσι» ήταν το γουρουνάκι. Η «καρκατούρα» ήταν η κατσίκα, και το ίδιο ισχύει και για το πρόβατο. Έτσι έβρισκαν οι παλιοί τον χρόνο εγκυμοσύνης στα οικόσιτα ζώα τους. Δεν είμαι σίγουρος αλλά τόσο 65 μέρες είναι περίπου ο χρόνος εγκυμοσύνης, και ίσως κάτι λιγότερο.
Με το να γεννήσουν όμως τα αιγοπρόβατα τον Φλεβάρη, μετά από δυο μήνες δηλαδή τον Απρίλη θα ήταν η καλύτερη εποχή να απογαλακτιστούν, και φάνε κι αυτά χορτάρι που θα είναι άφθονο, και έτσι να μεγαλώσουν γρήγορα! Βέβαια το πρώτο - πρώτο γάλα, που το λέγανε «πρωτόγαλο», δεν ήταν κατάλληλο για τον άνθρωπο, και έτσι έβαζαν να το βυζάξουν τα νεογέννητα, και το υπόλοιπο το έχυναν, ή το έδιναν στις κότες. Το πρωτόγαλο αυτό θα κρατήσει γερά τα μικρά για δυο μήνες, μέχρι να φάνε πλέον χορτάρι.
Τον Μάρτη φυσικά και οι ίδιες οι μάνες είχαν άφθονο χορτάρι στην διάθεση τους, ώστε να κατεβάζουν πολύ γάλα, που όλη η οικογένεια και κυρίως τα παιδιά το περίμεναν πως και πως με μεγάλη λαχτάρα! Όλα τα παιδιά αγαπούσαν το γάλα, και ήθελαν να το πίνουν ζεστό πρωί βράδυ, ή να έχουν επιτέλους ένα νοστιμότατο ρυζόγαλο, και φρέσκια μυζύθρα!
Ο ερχομός βέβαια του νεογέννητου, είτε αρνάκι είτε κατσικάκι, ήταν μεγάλη υπόθεση στο σπίτι, διότι έφερνε μεγάλη χαρά στην οικογένεια, και κυρίως στα παιδιά, που πλέον δεν έκαναν τίποτε άλλο από να το χαϊδεύουν, να το παίρνουν αγκαλιά, και να το καμαρώνουν έτσι όπως έτρεχε και χοροπηδούσε, όπως «τζέλλεται», δηλαδή κάνει πηδηματάκια κατά την κρητική ντοπιολαλιά!
Όταν πολύ παλιά έλεγε κάποιος βοσκός: «Οφέτος σκέφομαι να κάνω κουρουπάρι»,
συνήθως εννοούσε, ότι θα φτιάξει μια μάντρα κάπου έξω από το χωρίο, με καλάμια με κλαριά, ή με ξερολιθιά ή και μεταλλική περίφραξη με στύλους με συρματόπλεγμα ή κοτετσόσυρμα ή πολύ αργότερα με πλέγματα. Διάλεγε ένα παχύ ίσκιο κάτω από μια μεγάλη χαρουπιά ή ελιά για την μάντρα αυτή, βάζοντας εκεί το κριάρι ή τραγί αφήνοντας μια «ποριά», είσοδο δηλαδή για να μπαινοβγαίνουν. Η πρόθεση του ιδιοκτήτη να κάνει κουρουπάρι γινόταν αμέσως ευρέως γνωστή στην περιοχή, και όλο το Καλοκαίρι του έφερναν τα ζώα τους οι αγρότες από όλα τα κοντινά γύρω χωριά.
Εκεί όμως γινόταν διαφορετικά το κουρουπάρι, από ότι στο χωριό μέσα.
Στο χωριό μέσα πήγαινε ο άλλος τη κατσίκα του ή το πρόβατο καθημερινά, μια δυο πέντε φορές, μέχρι να «βατευτεί», στο τέλος να πληρώσει και να έχει πλέον το ζώο σπίτι του.
Στο κουρουπάρι όμως στην εξοχή, όποιος είχε από ένα μέχρι πέντε έξη αιγοπρόβατα, τα πήγαινε και τα άφηνε εκεί στην μάντρα για 10 ή 15 μέρες ανάλογα, μέχρι να γονιμοποιηθούν όλα, και μετά στο τέλος του μηνούσε ο κουρουππαρχης να έρθει να τα πάρει. Η πληρωμή ανάλογα τον αριθμό των ζώων, γινόταν εδώ με διάφορους τρόπους, αφού παλιά χρήματα δεν υπήρχαν για όλους. Έτσι πλήρωναν είτε με κάποιες οκάδες λάδι, με γάλα, είτε με όσπρια, κουκιά, φακές, φασόλια ρεβίθια, είτε με τυριά κλπ. Άλλες φορές τίποτα από όλα αυτά, απλά κάνανε κάποιες άλλες συμφωνίες.
Όμως το κουρουπαρι γινόταν και για άλλον ένα βασικό λόγο, όσοι ειχαν βοσκοτοπια και καλους ''κριγιους''(κριάρια), μαζευαν τα οικοσιτα προβατα των χωριανων, οχι μόνον για την αναπαραγωγή, αλλα και για να τους διευκολύνουν στο θέρος, ή στην καλλιέργεια του καπνού κλπ.
Μπορούσε ετσι κάποιος να του αφήσει πέντε πρόβατα η κατσικες για δέκα η είκοσι μέρες, και να του φέρει δυο γομάρια,( δηλαδή έξη μεγάλα δεμάθια) σανό, με σκοπό να τα ταίζει όλα αυτά, αλλά και ο κουρουπαρχης τα δικά του, μια και δεν θα ευκαιρούσε να βγάλει τα έξω για βοσκή.
Μπορούσε επίσης να του φέρει τέσσερις πέντε μπάλες άχυρα για τα γαϊδούρια του, ή δυο τρία γομάρια σάκες μεγάλες λουριδάτες με άχυρα.
Ο μαντρατζής κουρουπαρχης ήξερε πότε τα θηλυκά είναι γονιμοποιημένα ή «βατεμενα» όπως έλεγαν, και ειδοποιούσε να έρθει ο ιδιοκτήτης να τα πάρει, αν δεν είχαν ήδη προσυμφωνησει. Δεν ξέρω αν στη συμφωνία ήταν να κρατήσει και το μαλλί και το γάλα όσο διάστημα κρατούσε τα ξένα οζά.
Η δουλειά πάντως αυτή με το κουρουπάρι, ήταν φυσικά κερδοφόρα, αν αναλογιστεί κανείς πως όλοι οι αγρότες είχαν από δυο μέχρι πέντε τουλάχιστο αιγοπρόβατα. Ο μαντρατζής ότι δεν χρειαζόταν για το σπίτι από τα προϊόντα που του κουβαλούσαν, τα πουλούσε και έπαιρνε τα ανάλογα χρήματα, ή τα αντάλλασε με άλλα είδη αναγκαία για το σπίτι.
Με το να μπει όμως ο πολιτισμός στα σπίτια μετά το ΄80, σταμάτησε και το κουρουπάρι, και γενικά σταμάτησαν τα οικόσιτα αιγοπρόβατα στα σπίτια, και όσοι πλέον ήθελαν να έχουν ζωντανά, τα είχαν σε μαντριά έξω από το χωριό, και φυσικά και δικά τους αρσενικά.
Σε οργανωμένα πάντως κοπάδια σήμερα, η γονιμοποίηση πλέον γίνεται με τεχνητά μέσα, και με συμβουλές κτηνιάτρων, με ορμονικό συγχρονισμό της ωορρηξίας με τεχνητά μέσα, ώστε να επιτυγχάνονται γέννες αφενός μεν σε μεγάλο διάστημα, από Οκτώβριο έως και Μάρτιο, αλλά και αυξημένη πλέον παραγωγή γάλακτος, και λιγότερες ασθένειες .
Το κουρουπάρι εκτός που δεν γίνεται πλέον, έχει ξεχαστεί και σαν λέξη προ πολλού, αλλά στο βάθος του μυαλού μας οι περισσότεροι έχουμε χιλιάδες αναμνήσεις από τη ζωή του χωριού και τα αιγοπρόβατα. Εγώ δε, έχω πάρα πολλές τέτοιες αναμνήσεις! Θυμάμαι και εγώ κάποτε τον πατέρα μου που είχε και εκείνος τράγο και έκανε κουρουπάρι σε κάποιο οικόπεδο μας κοντά στο σπίτι.
Κάποια οικογένεια όμως φίλου μου, δεν είχαν λεφτά για να φέρουν και εκείνοι τις κατσίκες τους στο σπίτι για ζευγάρωμα. Έτσι είπε του φίλου μου μια μέρα ο πατέρας του:
-Πάρε μωρέ τσι κατσίκες αύριο, και πήγαινε και συ στο χωράφι που θα βόσκει το Γιωργιό τα πρόβατα τους , και άσε τα να κοντοζυγώσουνε τα δικά μας στο τράγο τους, μπας και βατέψει και τα δικά μας!
Πράγματι έτσι και κάναμε κρυφά, αλλά βέβαια με μεγάλο ρίσκο! Αν όλο αυτό, το μάθαινε ο πατέρας μου μπορεί και να με … «χειροτονούσε» δεόντως!
Αλλά εγώ πάντως τι είχα να χάσω, από να κάνω το χατίρι του φίλου μου? Βλέπεις έτσι ήταν η ζωή του χωριού, είχε και τους καλούς είχε και τους πονηρούς, που πηγαίνανε πάντα δια της πλαγίας οδού!
Παροιμίες για αρνιά και πρόβατα
-Μαθημένο είναι τ΄αρνί, να κουρεύεται να ζει.
-Από του διαόλου τα μιτάτα μηδέ τυρί μηδέ μαλάκα
-Από του διαβόλου το μαντρί, μηδέ κατσίκι μηδέ αρνί
-Εβάλανε το λύκο να φυλά τα πρόβατα
-Είπα σου να ποτάξεις χίλια πρόβατα, μα σα δε θες τρίχα
Αν είσαι λύκος να τρώς, αν είσαι αρνί να σε τρώνε
Σαν φύγει το αρνί από το μαντρί, το τρώει ο λύκος
Κείμενο – φωτογραφία: Γεωργιος Χουστουλακης
Αν είσαι λύκος να τρως, αν είσαι αρνί να σε τρώνε