Κάποτε στα αλωνίσματα
Αλωνιστικές μηχανές δεν υπήρχαν πριν τη κατοχή για να εξυπηρετηθεί όλη τη Μεσαρά. Υπήρχαν ωστόσο δύο μηχανές στη περιοχή, μάλιστα είχαν σιδερένιες ρόδες.
Τη μια την είχε η σχολή Αμπελούζου, και την άλλη ένας ιδιώτης. Δεν ήταν φυσικά σε θέση να εξυπηρετήσουν όλη την ευρύτερη περιοχή Μεσαράς, έτσι τα αλωνίσματα όλα γινόταν σε αλώνια. Όσοι δεν είχαν αλώνια τα αλωνίζανε σε αλώνια μπαρμπάδων ή άλλων συγγενών, ή σε οποιοδήποτε αλώνι έβρισκαν άδειο. Πάντως το αλώνι δεν λειτουργούσε σαν επιχείρηση, γιατί ποτέ το αλώνισμα σε ξένο αλώνι δεν γινόταν επί πληρωμή! Ο λόγος που κάποιοι είχαν αλώνια, ήταν που έσπερναν πολλά σιτηρά, σιτάρι κριθάρι και ταγή (βρώμη). Έσπερναν επίσης όσπρια, κουκιά φασόλια ρεβίθια αρακάδες, φακές, ρόβι κλπ. Πρώτα αλωνίζανε τα φαβόροβα (όσπρια) και στο τέλος τα σιτηρά. Από τα σιτηρά πρώτο άλεθαν το κριθάρι μετά το σιτάρι και τελευταία τη ταγή, και αυτό γιατί το σιτάρι προοριζόταν για ψωμί, και ο καρπός δεν έπρεπε να έχει υπολείμματα ταγής (βρώμης), αλλά ούτε και ο σπόρος που θα σπαρθεί του χρόνου. Κάθε όσπριο είχε το δικό του τρόπο και συμπεριφορά στο αλώνι. Στα κουκιά ας πούμε δεν βάζανε βολόσυρο γιατί τα κατέστρεφε. Αν ήταν λίγα τα κοπανούσαν με το κόπανο, το ίδιο και τα φασόλια. Αν όμως ήταν πολλά, τότε έβαζαν τα ζώα πολλές ώρες να τα τσαλαπατούν μέσα στο αλώνι, μέχρι να ανοίξουν όλα τα λουβιά. Το σουσάμι πάλι απλώς το τίναζαν πάνω σε ένα σεντόνι ή λινάτσα. Τα φαβόροβα όπως ο αρακάς, τα ρεβίθια, το ρόβι, το λαθούρι, τα είχαν σε μικρές θημωνιές γύρω από το αλώνι, και τα αλωνίζανε κι αυτά κανονικά, όπως τα σιτηρά. Κατά το αλώνισμα τα άπλωναν ομοιόμορφα σε όλη τη βάση του αλωνιού, και στη συνέχεια τα αλώνιζαν με το βολόσυρο που έσουρναν ζώα γύρω - γύρω. Πάνω στο βολόσυρο έπρεπε να υπάρχει σχετικό βάρος, έτσι ή καθόταν παιδιά ή είχαν μιά καρέκλα που καθόταν κάποιος από τους μεγάλους, και κρατούσε τα σχοινιά για να ορίζει τη κατεύθυνση κάθε φορά.
Για να βλέπουν ποτε φυσα αεράκι και επομένως να σηκωθούν από τον ασκιανο για λιχνισμα, είχαν ένα τρόπο. Βάζανε μια χαχαλοβεργα όρθια ανάμεσα σε δύο τραλίκους και στην πάνω μεριά δενανε ένα ξερό αγκελαμο με μια μικρή κλωστή, οπότε μόλις φυσούσε αεράκι, ο αγκελαμος έδειχνε την κατεύθυνση του αέρα και τότε σηκωνόταν όλοι γρήγορα γρήγορα για λιχνισμα!
Τι ήταν οι "δούλες";
Στο αλώνισμα έπαιρναν μέρος και τα παιδιά, για να κάνουνε τις λεγόμενες "δούλες"! Ήταν μεγάλη χαρά τους να ανεβαίνουν στον βολόσυρο και " να κάνουν τσι δούλες", δηλαδή να κάνουν βόλτες γύρω γύρω! Έπεφταν στο συνορισό, ποιό παιδί θα κάνει περισσότερες "βόλτες"! Βέβαια η μια "δούλα" είχε περιστροφές τόσες, όσες να τελειώσει σε θριματισμό το υπάρχον προϊόν αλωνίσματος, ώστε να γίνει άχυρο.
Έφεραν μεγάλη ζαλάδα οι πολλές περιστροφές, και κυρίως στα παιδιά, για αυτό τα άτομα εναλλάσονταν σε κάθε αλωνισμό. Το βολόσυρο γύρναγε συνεχώς, ώσπου να σπάσει σε κομματάκια ο κορμός του φυτού. Τα ζώα στο αλώνισμα έδειχναν μεγάλη υπομονή, και αν επρόκειτο για αγελάδες, ήξερε ο ζευγάς πότε θα κάνουν την ανάγκη τους, γιατί σταμάταγαν και σήκωναν την ουρά τους. Τότε έπιανε στα γρήγορα ο Αλωνάρης ένα μάτσο στάχυα και τα άπλωνε πάνω στα χέρια του και πάνω εκεί άφηναν τη βουτσιά, όπου τη πέταγε έξω. Αυτή τη κίνηση την έκανε πάντα ο Αλωνάρης, όχι τόσο να μη βρωμίσει το άχυρο ή ο καρπός, αλλά να μην υπάρξει κίνδυνος, επάνω στις βουτσιές να γλιστρήσουν τα βόδια. Το ίδιο και τα γαϊδούρια ή άλογα. Και εκείνα σταματούσαν και άνοιγαν τα πόδια τους για να κάνουν την ανάγκη τους. Ο Αλωνάρης φρόντιζε να έχει ένα τενεκέ κρεμασμένο στον βολόσυρο ή παλιό καστσαρολάκι ή φτυαράκι, που το είχε έτοιμο, και πάνω εκεί έβαζε να κάνουν τις καβαλίνες, που στη συνέχεια πέταγε μακριά. Τα ζώα έδειχναν τόση μεγάλη υπομονή, και μπορούσαν όλη μέρα να γυρνάνε στο αλώνι χωρίς να διαμαρτύρονται!
Σαν είχαν μισοσπάσει ο κορμοί, τότε έσπρωχναν οι εργάτες με τα ξύλινα θρινάκια προς το κέντρο όσα στάχυα βρίσκοντας στην εξωτερική πλευρά του αλωνιού, και συμπλήρωναν στον χώρο αυτό περιμετρικά με νέα. Τα θρινάκια ήταν ξύλινα ένα μέτρο περίπου και ήταν σαν μεγάλες πηρούνες. Εκεί στην περιφέρεια δεν τα έπιανε το βολόσυρος, για αυτό τα τραβισαν κάθε τόσο προς το κέντρο. Στη συνέχεια πέταγαν από άλλα δεμάτια, τα έλυναν και τα διασκορπούσαν στο αλώνι και αυτά και έκαναν το ίδιο. Κάθε φορά που αλωνιζόταν τα πάνω - πάνω, τα έκαναν τούμπα, και μετά από πολλές τούμπες πλέον είχαν αλετσεί από τα "μαχαίρια" που είχε στερεωμένα κάτω ο βολόσυρος. που ήταν μεταλικές ταινίες από πριονοκορδέλα, ή κοφτερές πέτρες από οψιδιανό. Όσο λέπταινε το άχυρο, τόσο καταλάμβανε λιγότερο όγκο.
Το λίχνισμα
Αφού είχαν τελειώσει με το αλώνισμα, ήρθε η ώρα του λιχνίσματος. Έκαναν λοιπόν όλο το άχυρο ένα λαμί, δηλαδή ένα στενόμακρο σωρό στο κέντρο του αλωνιού σε οριζόντια γραμμή, από τη μια ακρη του αλωνιού στην άλλη, παράληλα με την κατεύθυνση του ανέμου, δηλαδή Ανατολικά Δυτικά. Άρχιζαν να λυχνίζουν από από την Δυτική πλευρά του λαμιού, αλλά να μην εμποδίζουν το φύσημα του δυσκού (δυτικού ανέμου). Οι εργάτες και εργάτριες, με τα ξύλινα θρινάκια, λιχνίζουν, πετώντας ψηλά κάθε φορά εναλλάξ από μια ποσότητα άχυρου. Έτσι ξεκινώντας από τα Δυτικά πήγαιναν Ανατολικά
Όλα τα ξύλινα εργαλεία, ο βολόσυρο τα θρινάκια κλπ, τα κατασκεύαζε ειδικός τεχνίτης. Στη Γαλιά ειδικός τεχνήτης τέτοιος, ήταν ο γέρο Μαραγκός, ή Μαραγκοδράκος. Τελευταίος πάντως τέτοιος κατασκευαστής στη Μεσαρά, ήταν ο Καψάλης Γεώργιος από τη Γέργερη. Ο αέρας λοιπόν με το λύχνισμα, παίρνει το άχυρο και το πάει προς στην ανατολική πλευρά του αλωνιού, ενώ επιτόπου μένει ο καρπός. Όταν λιγόστευε το άχυρο δεν το έπιανε πλέον η πιρούνα (θρινάκι), αλλά είχαν ακόμα ένα άλλο παρόμοιο ξύλινο εργαλειο, επίπεδο όμως χωρίς πιρούνια, το λεγόμενο φτιάρι. Με το φτιάρι πλέον ανασήκωναν στον αέρα τον καρπό για να φύγουν τα ελάχιστα άχυρα και οι σκόνες, και να μείνει ο καθαρός καρπός. Άλλο εργαλείοι επίσης ήταν το κόσκινο και ο βολίστας ή βολίστρας, που ήταν ξύλινος σαν κόσκινο, αλλά η βάση του ήταν μεταλική με μεγάλες τρύπες, χρήσιμος κυρίως στα όσπρια, ιδιαίτερα στα κουκιά. Γέμιζαν τον βολίστα και λύχνιζαν τα τελευταία στο σωρό του αλωνιού. Ήταν όμως πρόβλημα όταν δεν φυσούσε καθόλου αέρας, γιατί αναγκαστικά έπρεπε να φυσάει έστω και ελαφρά, για να έχουν αποτέλεσμα. Για αυτό επέλεγαν να πάνε στο αλώνι τις ημέρες που είχε καλό δυσκό. Πάνω εκεί, όταν σταμάταγε τελείως ο δυσκός να φυσάει, έλεγαν πολλά αστεία οι Μεσαρίτες στα ορεινά χωριά της Μεσαράς! Μόλις αρχινούσε ξαφνικά να φυσά ο αέρας, πεταγόταν ο καλαμπουρτζής της παρέας και έλεγε:
-Τάξε πως εβγάλανε πάλι τη βράκα ντως οι τουρίστριες στο κόκκινο Πύργο απου μπανιαρίζουνται και την ανεμίζουν, γιατί γιάε, ντελόγως εσκώθηκε αέρας!
Φυσικά όλοι γελάγανε!
Πετάγεται ο άλλος.
-Μπά! Θαρώπως ζάβαλε την εβγάλανε οι τουρίστριες στα Μάταλα, για θωρώ πως γύρισε νοτουλάκι!
Στη Γαλιά πάλι λέγανε:
«Α δε βγάλουνε οι Τυμπακιανές τη βράκα ντως στον απλωτό να κάνουνε αέρα, δυσκό επαέ δε θωρούμε!».
Ο άλλος συμπλήρωνε:
«Πείτε μπρέ τω Τυμπακιανώ να φυσίξουνε ούλοι μαζί να κάνουνε αέρα, μπάς και προκάνουμε το λίχνισμα, μα λίγο μας επόμεινε!»
Τα λέγανε αυτά για να γελάσουν, μια και το Τυμπάκι και ο Κόκκινος Πύργος ήταν προς τη μεριά που φύσαγε ο αέρας, προς τη Δύση δηλαδή.
Και φυσικά πολλά παρόμοια αστεία έλεγαν για να προκαλέσουν γέλιο, και να φτιάξουν ευχάριστη ατμόσφαιρα οι άνδρες, μια και ήταν και γυναίκες στη παρέα, και ένοιωθαν καθήκον να τις ψυχαγωγήσουν!
Τα ίδια που έκαναν στα δημητριακά, έκαναν και στα όσπρια, αρακάδες φασόλια, ρεβίθια φακές. Γύριζε ι βολόσυρος κι εκεί μέχρι να ανοίξουν όλα τα λουβιά.
Στο τέλος της διαδικασίας έχουμε ένα μεγάλο σωρό με τον καρπό χωριστά, και το άχυρο πάλι χωριστά.Όταν τελείωνε το αλώνισμα σταματούσαν όλοι γύρω από τον καρπό, και αυτό γινόταν κάθε φορά σαν τελείωνε ένα αλώνισμα
Ο Αλωναρης κάρφωνε ένα ξύλινο φτυάρι ανάποδα μέσα στο σωρό του αλέσματος, έβγαζε το κεφάλομαντηλο ή το σαρίκι του να είναι ξεσκεπαστη η κεφαλή ντου, και έπιανε μετά καρπό στη χούφτα του, τον φιλούσε έκανε το Σταυρό του, την προσευχή του και την έριχνε πίσω στο σωρό.
Η διαδικασία αυτή λεγόταν καρποφιλημα και με αυτό τον τρόπο ευχαριστούσε ο ζευγάς το θεό που ευώδωσε ο αγώνας του!
Επίσης έλεγαν τραγούδια και για τα βόδια.
_"Ελα γειά ντως τω βουγιώ, τω καλώ παληκαριώ, όλα τ άχερα δικά ντως κι ο καρπός στ' αφεντικά τως"!
Ο καρπός δεν θα μπει στα σακιά για να πάει στο σπίτι, αν δεν περάσει πρώτα ο Μουκατάς ή Μουκατατζής για να εκτιμησει τον "μουκατά" , δλ. την ολική ποσοτητα, για να βγαλει τον αντιστοιχο φορο ο Μουλτεζιμης !
Με ένα 17κιλο δοχειο όπως του λαδιού αλλά ανοιχτό απάνω, γινόταν η διαλογή. Το δοχείο αυτό το έλεγαν και αξάι ή ξάι. Το γέμιζε ο Μουλτεζίμης, έβαζε στα ενέα περίπου και ενα δοχείο στην άκρη για το φόρο. Ο Μουκατατζής, άνθρωπος που αναλάμβανε τη θέση του υπαλλήλου, με μειωδοτικό διαγωνισμό Ουδείς λύχνιζε, ή έβγαζε καρπό, όπως πατάτες, ή οποιοδήποτε αγροτικό προϊόντα στο σπίτι του, αν δεν περνούσε πρώτα ο Μουλτεζίμης να εκτιμήσει την παραγωγή! Την εποχή της Τουρκοκρατίας βέβαια ο φόρος αυτός πήγαινε σε Τουρκικά ταμεία. Αργότερα που έφυγαν οι Τούρκοι, συνεχίστηκε αυτό και με το Ελληνικό κράτος
Το άχυρο και τα χαλάρια ή χαράρια
Μπαλιαστικά μηχανήματα που να δένουν το άχυρο σε μπάλες ώστε να μεταφέρονται εύκολα στο σπίτι, πάλι δεν υπήρχαν. Πώς όμως γινόταν η μεταφορά άχυρου, και μάλιστα τόσες μεγάλες ποσότητες; Τη λύση της εποχής την έδιναν τα λεγόμενα χαλάρια. Για να φτιάξουν χαλάρια, αγόραζαν σε τόπι ύφασμα, το κόβανε ανά δύο, κομμάτια ίδιες διαστάσεις, δηλαδή 2 μέτρα μήκος και 1,20 μ πλάτος, και τα ράβανε με χονδρή κλωστή. Αυτά λοιπόν τα χαλάρια ή χαράρια , τα γέμιζαν με άχυρο. Για να πατηθούν καλά τα άχυρα άστα χαλάρι, καμιά φορά έμπαιναν μέσα και με τα πόδια πατούσαν το άχυρο, ώστε να μπει καλά στις γωνίες και να χωρέσει περισσότερο. Σαν γέμιζαν μέχρι απάνω, τα έραβαν με σπάγκο. Το χαλάρι επάνω είχε ειδικές θηλιές που περνούσε ο σπάγκος ή ένα σύρμα. Όμως δεν έραβαν έτσι όλο το πάνω μέρος από άκρη σε άκρη. Στις άκρες άφηναν τα λεγόμενα «αφτιά», και τύλιγαν το σπάγκο γύρω - γύρω.
Τα «αφτιά» αυτά, χρησίμευαν για να πιάνεται καλύτερα το χαράρι, και φυσικά να φορτώνεται και εύκολα, είτε στον ώμο είτε στο μουλάρι. Ανά ένα φορτίο στο μουλάρι φόρτωναν δύο χαλάρια, που για να φορτωθούν χρειαζόταν δύο άτομα να τα σηκώσουν, ή ένας δυνατός, γιατί το κάθε χαλάρι ζύγιζε γύρω στα 40 κιλά! Με το μεταφορικό ζώο τα πήγαιναν στο σπίτι στον ειδικό αχυρώνα. Αργότερα περί το 1960 καταργήθηκαν τα χαράρια και χρησιμοποιούσαν πλέον τα κοκκινόλουρα μεγάλα σακιά, τις λεγόμενες και σάκες. Ένα χαλάρι χώραγε 4 με 5 σάκες.
Τι ήταν ο ανηφοράς
Με το μουλάρι έφερναν τα χαλάρια μέχρι τον αχυρώνα ο οποίος είχε στη ταράτσα μια τρύπα 50 Χ 50 εκ, και από εκεί έριχναν το άχυρο να πέσει μέσα. Η τετράγωνη αυτή τρύπα λεγόταν «ανηφοράς» ή «αχερονοίχτης». Στο τέλος σκέπαζαν με μια πέτρινη τετράγωνη πλάκα για να μην μπαίνει η βροχή, τα ποντίκια οι γάτες κλπ. Καμιά φορά το Καλοκαίρι την άφηναν ανοιχτή για να μπαίνει το φως του ήλιου. Για να ανεβάσει όμως ένας άνδρας στην ταράτσα το χαλάρι, έπρεπε να ανέβει μια ξύλινη σκάλα για την οροφή, και έπρεπε και αυτός να είναι γερός, καθώς και η σκάλα και τα σκαλοπάτια επίσης, ώστε να αντέχουν και να μη σπάσουν! Για να πέφτει πιο εύκολα το άχυρο στη τρύπα του ανηφορά, είχαν βάλει τέσσερα (χειρόβολα), δεμάθια κριθαριού ή ταγής γύρω - γύρω, και αυτά έπαιζαν το ρόλο χωνιού!
Σαν έριχναν μερικά χαλάρια από τον ανηφορά, μετά κατέβαιναν κάτω και πάταγαν τα άχυρα καλά με τα πόδια, ώστε να κάτσουν, για να χωρέσει έτσι περισσότερα ο αχυρώνας. Επειδή ήταν επικίνδυνο να χωθεί κάποιος στα άχυρα, και ο λόγος φυσικά ότι μπορούσε να «κρουφτεί» (πάθει ασφυξία), και για να αποφύγουν αυτόν τον κίνδυνο, έβαζαν μια σανίδα ή σκάλα και πάταγε απάνω στα άχυρα, και πάνω εκεί ανέβαιναν στο σωρό, και τα πατούσαν καλά – καλά με τα άρβυλα. Έτσι ο αχυρώνας χωρούσε ακόμα περισσότερα χαλάρια άχυρο.
Φωτογραφία: Η Αθηνά Σπανάκη από τον Άγιο Χαράλαμπο Οροπεδίου Λασιθίου στο αλώνι της (1957-58)