Λύμπερτυ: Τα πλοία της ελευθερίας


Και ξαφνικά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, αφήνοντας πίσω του απίστευτες καταστροφές και στους νικητές και στους νικημένους.
Οι άνθρωποι όλου του κόσμου κάθισαν κάτω να κάνουν τον απολογισμό του τρομερού πολέμου και να γιατρέψουν τις πληγές, με όποιους τρόπους μπορούσαν. Η ελληνική εμπορική ναυτιλία είχε υποστεί τρομακτικά κτυπήματα από τις τορπίλες των πανταχού παρόντων γερμανικών υποβρυχίων και τις βόμβες των βομβαρδιστικών αεροπλάνων. Όλες οι ναυτιλίες του κόσμου είχαν μεγάλες απώλειες, αλλά η ελληνική είχε τις περισσότερες. Τα πλοία της ακτοπλοΐας κάτω των 500 κόρων και όλα τα επιβατικά που βρέθηκαν στις ελληνικές θάλασσες και λιμάνια επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς και βυθίσθηκαν στο σύνολό τους, άλλα από τα συμμαχικά αεροπλάνα κι άλλα από τους ίδιους τους Γερμανούς. Τα μεγάλα πλοία που ταξίδευαν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, με την έναρξη του πολέμου επιτάχθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση και χρονοναυλώθηκαν στους Άγγλους, για να μεταφέρουν εφόδια και πολεμικό υλικό από την Αμερική στην εμπόλεμη Αγγλία. Όμως στον Ατλαντικό καραδοκούσαν τα γερμανικά υποβρύχια, για να εμποδίσουν τον εφοδιασμό της Αγγλίας και να βυθίσουν οποιοδήποτε πλωτό μέσον έπλεε στον ωκεανό. Τα πλοία που επιχειρούσαν να περάσουν τον Ατλαντικό, τα περισσότερα πήγαιναν αύτανδρα στο βυθό, μαζί με το πολύτιμο φορτίο τους, θύματα των γερμανικών υποβρυχίων που κυριαρχούσαν σε όλες τις θάλασσες. Η Αγγλία κινδύνευε να μείνει χωρίς πολεμικά υλικά και εφόδια και να αποκοπεί από το μοναδικό κράτος που μπορούσε να την εφοδιάσει, δηλαδή την Αμερική και τον Καναδά. Σχημάτιζαν νηοπομπές των δέκα, είκοσι ή και τριάντα πλοίων και με συνοδεία πολεμικών προσπαθούσαν να περάσουν τον Ατλαντικό. Όμως τα Γερμανικά υποβρύχια παραμόνευαν και κτυπούσαν, με ολέθρια αποτελέσματα. Τα ελληνικά πλοία είχαν πάντοτε μεγαλύτερες απώλειες, επειδή λόγω της μικρότερης ταχύτητας που συνήθως είχαν, δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν την νηοπομπή, αλλά και διότι οι Άγγλοι τα τοποθετούσαν συνήθως στις περιφερειακές πλευρές των νηοπομπών και ήταν ευκολότερος στόχος των υποβρυχίων.
Ο Τσώρτσιλ είδε γρήγορα τον κίνδυνο να αποκοπεί η Αγγλία από την Αμερική και κατάλαβε ότι χωρίς πλοία εφοδιασμού, ο πόλεμος ήταν χαμένος. Αλλά πού να βρει πλοία; Τα ναυπηγεία της Αγγλίας ήταν ελάχιστα και δεν μπορούσαν να δουλέψουν λόγω των συνεχών βομβαρδισμών από τα Γερμανικά στούκας. Στράφηκε λοιπόν στους Αμερικανούς και Καναδούς. Τότε ήταν που είπε στον Αμερικανό Πρόεδρο την φράση που έμεινε στην ιστορία: «Δώσε μου τα εργαλεία για να τελειώσω την δουλειά». Οι Αμερικάνοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα των Άγγλων και άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Τι είδος πλοίου θα ναυπηγούσαν, με τι ταχύτητα, ποια χαρακτηριστικά. Οι Άγγλοι παρουσίασαν τα σχέδια κάποιου δικού τους πλοίου και οι Αμερικανοί μετά από κάποιες διαφωνίες και μετατροπές, τα απεδέχθησαν. Δεν μπορούσαν όμως να συμφωνήσουν στον τρόπο κατασκευής. Οι Άγγλοι επέμεναν τα πλοία να γίνουν καρφωτά με τον παραδοσιακό δοκιμασμένο τρόπο, δηλαδή, οι λαμαρίνες και τα ελάσματα να καρφωθούν μεταξύ τους με καρφιά. Οι Αμερικάνοι όμως - πάντοτε πρωτοπόροι - πρότειναν και επέμεναν να γίνουν με ηλεκτροσυγκόλληση. Το καρφωτό πλοίο ήταν πιο γερό, αλλά απαιτούσε 2.500 τόνους περισσότερο ατσάλι, διπλάσιο χρόνο κατασκευής και κυρίως εξειδικευμένους εργάτες που στην Αμερική δεν υπήρχαν. Το πλοίο της ηλεκτροσυγκόλλησης ήταν κάτι το αδοκίμαστο, πολύ πιο φθηνό, τον μισό χρόνο κατασκευής και δεν απαιτούσε εξειδικευμένους προσωπικό. Οι Αμερικανοί εδώ ήταν αμετάπειστοι και τελικά επικράτησε η άποψή τους. Αμέσως βρέθηκαν οι κατάλληλοι χώροι για την δημιουργία ναυπηγείων, τόσο στις ανατολικές, όσο και στις δυτικές ακτές της Αμερικής, και χωρίς καμιά καθυστέρηση άρχισε η ναυπήγηση των πλοίων με πρωτάκουστους ρυθμούς. Ο πρόεδρος Ρούσβελτ όταν είδε το σχέδιο του πλοίου δεν του άρεσε και είπε ότι είναι σαν ένα «ασχημόπαπο». Παρ’ όλα ταύτα το ενέκρινε. Άλλοι τα έλεγαν «θαλασσοπόρες μαούνες». Λίγο αργότερα όμως, και κυρίως όταν τα πρώτα πλοία άρχισαν τα σωτήρια ταξίδια τους, ο κόσμος κατάλαβε την αξία τους, και τα ονόμασαν « LIBERTY FLEET» που θα πει «στόλος της ελευθερίας». Άρχισαν αμέσως οι κατασκευές των πλοίων σε πολλά ναυπηγεία ταυτόχρονα, με απίστευτα γρήγορους ρυθμούς. Υπήρξε περίπτωση που κάποιο ναυπηγείο κατόρθωσε μέσα σε επτά μόλις ημέρες από την τοποθέτηση της τρόπιδας, το πλοίο να αναλάβει υπηρεσία και να δεχτεί το πρώτο του φορτίο. Το πνεύμα των Αμερικανών κατασκευαστών ήταν, ότι τα πλοία αυτά, αν έφταναν στην Αγγλία ακόμα και στο πρώτο τους ταξίδι, θα είχαν ολοκληρώσει τον προορισμό τους. Από το 1941 μέχρι το 1945 ναυπηγήθηκαν 2770 πλοία πανομοιότυπα, με τα ίδια ακριβώς υλικά, μηχανές και χαρακτηριστικά. Μήκος 442 πόδια ή 135 μέτρα, πλάτος 57 πόδια ή 17,5 μέτρα, βύθισμα 28 πόδια ή 9,5 μέτρα, ταχύτητα 11 κόμβου και νεκρό βάρος 10.920 τόνοι. Τα πλοία αυτά, τα «Λίμπερτι» όπως επεκράτησε να τα λένε, έσωσαν όχι μόνο την Αγγλία, αλλά έκριναν και την τύχη του πολέμου. Από αυτά αρκετά χάθηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου από τα Γερμανικά υποβρύχια και στούκας, τα περισσότερα όμως διασώθηκαν και συνέχισαν τα σωτήρια ταξίδια τους, μεταφέροντας από την Αμερική στην κατεστραμμένη Ευρώπη τα υλικά ανοικοδόμησης. Χωρίς αυτή την βοήθεια, οι λαοί της Ευρώπης δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να επουλώσουν τις πληγές του πολέμου. Με το τέλος του πολέμου, τα νησιά μας που είναι κατά παράδοση οι «ναυτομάνες»της Ελλάδας τυλίχτηκαν στα μαύρα. Θρηνούσαμε δύο χιλιάδες ναυτικούς που δεν γύρισαν ποτέ. Χάθηκαν στα παγωμένα νερά των ωκεανών, από τορπίλες και βόμβες ή από νάρκες του τρομερού πολέμου. Θρηνούσαμε τρεις χιλιάδες σακάτηδες ναυτικούς, που από θαύμα γύρισαν στην Πατρίδα, αλλά με μεγάλες αναπηρίες, ανίκανοι να εργαστούν σε οποιαδήποτε εργασία. Θρηνούσαμε επίσης 200 τρελούς, που δεν άντεξε το μυαλό τους την θέα του περισκόπιου και της τορπίλας, ή την παραμονή στην φουρτουνιασμένη θάλασσα πάνω στην σωσίβιο σανίδα, ώρες ή και ημέρες ατέλειωτες, μέχρι να τους περισυλλέξει το πλοίο της σωτηρίας. Υπήρχαν όμως και αρκετοί έμπειροι ναυτικοί, που περίμεναν στα νησιά τους να βρουν δουλειά. Πεινασμένοι και ρακένδυτοι τριγυρνούσαν στα μουράγια ψάχνοντας για κάποιο μπάρκο. Καράβια όμως δεν υπήρχαν, αφού τα περισσότερα κείτονταν στο βυθό του Ατλαντικού. Τότε ακριβώς ήλθε σαν από μηχανής θεός η σωτηρία. Οι Αμερικανοί παραχώρησαν στην ελληνική κυβέρνηση 100 πλοία τύπου Λίμπερτυ, ως αποζημίωση για τον χαμένο εμπορικό τους στόλο στον Ατλαντικό. Η ελληνική κυβέρνηση κάλεσε τους Έλληνες εφοπλιστές να παραλάβουν τα πλοία. Η τιμή εκάστου στα μισά του κόστους, δηλαδή περίπου 750.000 δολάρια. Θα πλήρωναν το 25% μετρητά και τα υπόλοιπα σε αρκετές δόσεις με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Χαμός στην μοιρασιά. Συνωστισμός, δολοπλοκίες και καυγάδες, στο ποιος θα πάρει τα περισσότερα. Του Ωνάση δεν του έδωσαν ούτε ένα, γιατί δεν ήταν – λέει – Έλληνας υπήκοος! Αργότερα αγόρασε δέκα από την ελεύθερη αγορά. Τα περισσότερα τα πήρε ο Όμιλος Κουλουκουντή, που ήταν τότε πρόεδρος των Ελλήνων εφοπλιστών της Νέας Υόρκης, και ο Όμιλος του Λιβανού. Πέρασαν τα 100 πλοία στα χέρια των Ελλήνων εφοπλιστών, επανδρωθήκαν αμέσως από 4.000 Έλληνες ναυτικούς, και η Ελληνική σημαία κυμάτιζε ξανά στα περισσότερα λιμάνια του κόσμου. Η ζήτηση των πλοίων μεγάλη, τα ναύλα πολύ υψηλά, το πετρέλαιο σχεδόν τζάμπα και οι αμοιβές των ναυτικών ελάχιστες. Όταν το λίμπερτυ ολοκλήρωνε το τρίτο ταξίδι του, τα κέρδη ήταν αρκετά για να αγοράσει ο εφοπλιστής ένα άλλο λίμπερτυ από την αγορά. Αλλά και στον ναυτικό κόσμο υπήρχε κάποιος ενθουσιασμός, αφού αυτά τα πλοία διέθεταν μονόκλινες καμπίνες για τους αξιωματικούς, δίκλινες για τα πληρώματα, κουζίνα, τραπεζαρίες, καπνιστήρια, ζεστό νερό κι ένα σωρό άλλες ανέσεις που δεν υπήρχαν στα προ του πολέμου πλοία. Δικαίως λοιπόν ονομάστηκαν και «ευλογημένα πλοία». Στα αμέσως επόμενα δύο – τρία χρόνια, δηλαδή μέχρι τα μέσα του 1950, περίπου 800 λίμπερτι πέρασαν σε ελληνικά χέρια. Σε όλα τα λιμάνια του κόσμου μπορούσες να δεις την ελληνικά σημαία να κυματίζει στους ιστούς της πρύμνης των ευλογημένων πλοίων, αυτών των «ασχημόπαπων» όπως τα χαρακτήρισε ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος Ρούσβελτ, να φορτοεκφορτώνουν τα πιο απίθανα φορτία που μπορεί να βάλει το μυαλό σου. Οι έμπειροι Έλληνες εφοπλιστές, δεν περιορίστηκαν μόνο στην αγορά των Λίμπερτι. Σιγά – σιγά άρχισαν παραγγελίες νέων ναυπηγήσεων και ήταν οι πρώτοι στην παγκόσμια αγορά που άρχισαν παραλαβές νέων πλοίων. Τώρα η ελληνική εμπορική ναυτιλία ξεπερνά τα 4.000 ποντοπόρα πλοία και δικαίως είναι η μεγαλύτερη του Κόσμου. Είναι ένα θαύμα που το κατόρθωσαν οι Έλληνες εφοπλιστές, βεβαίως με την βοήθεια, την αυτοθυσία και την ναυτοσύνη του Έλληνα ναυτικού. Είναι ένα θαύμα που συγκριτικά με το μέγεθός του, ελάχιστα έχουν γραφεί και ειπωθεί. Και η αρχή, ή το ξεκίνημα αν θέλετε αυτής της μεγαλειώδους κυριαρχίας της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, άρχισε στις 07- Ιανουαρίου 1947, ημέρα που υπογράφηκε από τον πρόεδρο της Αμερικής η παραχώρηση των εκατό Λίμπερτι στους Έλληνες εφοπλιστές. Τα προχειροφτιαγμένα αυτά πλοία, που αν κατάφερναν να φέρουν σε πέρας το πρώτο τους ταξίδι εθεωρείτο ότι είχαν εκτελέσει τον προορισμό του, αυτές οι θαλασσοπόρες μαούνες, η τα «ασχημόπαπα», υπηρέτησαν την παγκόσμια εμπορική ναυτιλία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Από το 1965 άρχισαν σιγά – σιγά να αποσύρονται και να διαλύονται σε παλιοσίδερα. Το 1972 είχαν μείνει ελάχιστα, και το 1975 σχεδόν κανένα.
Υ. Γ. Προ ολίγων ετών, η αμερικανική κυβέρνηση δώρισε στην Ελλάδα ένα από τα τελευταία Λίμπερτι που υπήρχαν ακόμα στα αμερικανικά ναυπηγεία. Ύψωσε την ελληνική σημαία, ονομάστηκε «ΕΛΛΑΣ», και ρυμουλκήθηκε μέχρι τον Πειραιά. Βρίσκεται πλαγιοδετημένο στην προβλήτα σιλό του ΟΛΠ και χρησιμοποιείται σαν χώρος εκπαίδευσης μαθητών των Σχολών Εμποροπλοιάρχων. Είναι επισκέψιμο για το κοινό, αφού λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο και σαν ναυτικό μουσείο.
Βιβλιογραφία: «Τα λίμπερτι» του capt. Tzamzi