H ύπαρξη είναι λερώνω τα χέρια μου, μπαίνω στη ζωή του άλλου


Δεκέμβρης, φώτα, «αγαπάω κι αδιαφορώ», εδώ και μέρες κολλημένο το μυαλό σ’ αυτό το τραγούδι, αποχαιρετισμοί, απώλειες, λιγότεροι τριγύρω, πού πάει η αγάπη όταν πεθαίνει, πόνος στον αυχένα. Κάθε φορά που πονάω θυμάμαι τους στίχους του Θανάση.
Home
Ψιλο-λόγια
«H ύπαρξη είναι λερώνω τα χέρια μου, μπαίνω στη ζωή του άλλου»
Κλειώ Βλαχάκη
20 Δεκεμβρίου 2018
Ψιλο-λόγια
Δεκέμβρης, φώτα, «αγαπάω κι αδιαφορώ», εδώ και μέρες κολλημένο το μυαλό σ’ αυτό το τραγούδι, αποχαιρετισμοί, απώλειες, λιγότεροι τριγύρω, πού πάει η αγάπη όταν πεθαίνει, πόνος στον αυχένα. Κάθε φορά που πονάω θυμάμαι τους στίχους του Θανάση.
«Πολλές φορές προσπάθησα
μα αυτά τα γαμημένα
αντί να βγουν στα χείλη μου
σφηνώνουν στον αυχένα
Γι’ αυτό αν με δείτε μάγκες μου
έτσι όπως τραγουδάω
ρίχνω το σώμα μου μπροστά
σαν να σας προσκυνάω»
Η πιο μεγάλη νύχτα κοντά, το βλέμμα της μάνας μου όλο παράπονο, «τι θα απογίνει αυτό το παιδί», στα μάτια της ακόμα παιδί, από χθες ένα σφίξιμο στην καρδιά, τόσα τσιγάρα στο τασάκι, αμήχανη μπροστά στις γιορτές, ο Χριστιανόπουλος παρέα, φαντάζει στο μυαλό μου σαν το πιο μοναχικό πλάσμα.
“Ούτε να πεθάνω θέλω ούτε και να γιατρευτώ
θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου.
Όταν τρελαίνομαι τις νύχτες για κορμί,
να βρίσκεται ένας άνθρωπος να με χορταίνει.
Όταν βουλιάζω σ’ έυκολες εξάψεις,
να ‘ρχεται μια εξευτέλιση να με συνεφέρνει.
Όταν βουρλίζομαι στα δρομολόγια του πάθους,
να ‘χω ένα όραμα να με θαμπώνει.
Όταν εξαγριώνομαι για τρυφερότητα,
να βρίσκονται δυο χέρια για τον παιδεμό μου.
Μα πάνω στου σπασμού την αποθέωση,
που εκμηδενίζει κάθε άλλη ομορφιά,
να ‘χω τη δύναμη να πω “Κύριε όχι άλλο” –
κόβοντας τις υπερωρίες της καταστροφής μου.”
Το ίδιο όνειρο ξανά και ξανά, σαν να μη χωράω στη ζωή, σαν να μη χωράει κι εκείνη σε μένα, εσύ απών, θυμάμαι στο γυμνάσιο άκουσα πρώτη φορά τη λέξη, απουσία, απουσιολόγιο, από τότε μόνιμα στην τσάντα μου ένα τεφτέρι, μπακαλίστικο, βάζω σταυρό στα ονόματα, στις πενήντα απουσίες τραβώ γραμμή, σβήνω από το μπλοκάκι, αγκάθι στην καρδιά, πόνος ξανά στον αυχένα.
Δεκέμβρης, κοντοζυγώνει το φευγιό του χρόνου, προσδοκίες ασπρόρουχα στην απλώστρα, γελασμένοι, όχι γελαστοί, δραπετεύοντας από τα σκοτάδια, τόσες πόρτες, «τι θα γίνει αυτό το παιδί», κόβω τα μαλλιά μου, ελληνικός καφές, βαρύ χαρμάνι, θυμάμαι ένα ποίημα της Ιωάννας, «όταν πεθάνω να με θάψετε στις τριανταφυλλιές», το παράπονο στο βλέμμα της μάνας μου, δεν έγινα τίποτα από όλα αυτά που φαντάστηκε, δεν αγάπησα ποτέ τα φώτα, τα λαμπάκια, τους θεούς, τα έθιμα, τις ίδιες κάλτσες, τους συνδυασμούς των χρωμάτων, οπαδός των αντιθέτων, να παλεύω τώρα με φαντάσματα, με γιατί, τόσα πολλά θεόρατα γιατί. Βουτούσα στις ζωές των άλλων, διεκδικούσα θέση, έμενα στα ζεστά, ήθελα να μείνω, τόσο πολύ ήθελα να μείνω, να τους μάθω, να τους σκαλίσω, να λερώσω τα χέρια μου. Κι ύστερα ξεχνούσα εμένα…
Σε ονειρεύτηκα. Δεν έμαθα ποτέ το γιατί. Που πάει η αγάπη όταν τελειώνει; Δεκέμβρης. Κάποιοι άνθρωποι είναι ο τόπος μας. Είναι; Μέχρι πότε; Στα δεκατρία έμαθα το απουσιολόγιο. Τότε έπρεπε να καταλάβω. Μα χαμπάρι δεν πήρα. Στην υγειά αυτών που θα απουσιάζουν!
*Ο τίτλος από τον Σαρτρ