Η παγίδα μιας παγκόσμιας κανονικότητας
Σας γράφω μέσα από μια σιωπή που κράτησε χρόνια, κι όμως σήμερα μου φαίνεται σαν να μην πέρασε ούτε μια ώρα από τότε που άρχισε να χτίζεται γύρω μου. Δεν ξέρω αν η στιγμή που διαλέγω τώρα για να μιλήσω είναι πράγματι η κατάλληλη, ξέρω όμως ότι για πρώτη φορά δεν με νοιάζει η «καταλληλότητα». Για πολύ καιρό πίστευα πως ο πόνος μου ήταν μια ιδιωτική υπόθεση, ένα περιστατικό που δεν άξιζε να διαταράξει τον δημόσιο κόσμο, να απασχολήσει φίλους, θεσμούς, συστήματα.
Αυτό μου είχε ειπωθεί, άλλωστε: πως η αντοχή είναι αρετή, πως τα σπίτια πρέπει να μένουν όρθια, πως οι γυναίκες κρατούν τις οικογένειες ενωμένες ακόμη κι όταν διαλύονται οι ίδιες. Κι εγώ υπέκυψα σε αυτό, όχι επειδή συμφωνούσα, αλλά επειδή η υποταγή είχε μετατραπεί σε ολόκληρη κοσμοθεωρία. Τώρα που σας γράφω, συνειδητοποιώ πόσο σιωπηλά και πόσο βαθιά μπορεί να εισχωρήσει η βία, όταν η κοινωνία που μας περιβάλλει μάς εκπαιδεύει να την ονομάζουμε καθημερινότητα.
Σιώπησα γιατί πίστεψα ότι έτσι προστατεύω κάτι. Σήμερα καταλαβαίνω ότι δεν προστάτευα τίποτα πέρα από τον φόβο μου, και ότι εκείνος ήταν πάντα ο πιο σκληρός δεσμοφύλακας.
Όταν άρχισα να συνειδητοποιώ πως αυτό που ζούσα δεν ήταν ούτε «ατυχία» ούτε «κακή στιγμή», αλλά μέρος μιας αόρατης και πανίσχυρης δομής που κατευθύνει τις ζωές εκατομμυρίων γυναικών, η ντροπή μου άλλαξε μορφή. Έγινε θυμός. Θυμός που είχα πειστεί πως ήμουν η μόνη, πως το πρόβλημα βρισκόταν μέσα μου, πως έφταιγα για όσα συνέβαιναν. Θυμός που ο τρόπος που άντρες, γυναίκες, θεσμοί διαχειρίζονταν τον πόνο μου είχε κάτι το απίστευτα απρόσωπο: «συμβαίνουν αυτά», «μην το μεγαλοποιείς», «και πού να πας;».
Οι φράσεις αυτές έπεφταν πάνω μου σαν να απευθύνονταν σε μια στατιστική, όχι σε έναν άνθρωπο. Κι όμως, μέσα στα ποσοστά –μία στις τρεις, μία στις είκοσι, πενήντα πέντε τοις εκατό– αναγνώρισα για πρώτη φορά το μέγεθος του εγκλεισμού μου. Εκεί που ένιωθα ανεπάρκεια, είδα την παγίδα μιας παγκόσμιας κανονικότητας. Δεν ήμουν ένας αριθμός. Ήμουν ένα πρόσωπο μέσα σε έναν τεράστιο, σχεδόν ανώνυμο μηχανισμό που μετασχηματίζει τη βία σε πολιτισμική συνήθεια. Και αυτή η ομοιότητα ανάμεσα στις ιστορίες μας δεν με έκανε πιο μικρή… με έκανε πιο αληθινή.
Η στιγμή που άρχισα να αμφιβάλλω για τη σιωπή μου ήταν η στιγμή που αντιλήφθηκα ότι ο μεγαλύτερος φόβος μου δεν ήταν πια εκείνος, αλλά η πιθανότητα να ζήσω μια ολόκληρη ζωή χωρίς ποτέ να υπάρξω έξω από τον ρόλο που μου επιβλήθηκε. Αυτός ο ρόλος ήταν υπόγειος: δεν είχε φωνή, δεν είχε ανάσα, είχε μόνο ένα δόγμα. Μην αντιμιλάς. Μην υπερβάλλεις. Μην εκθέτεις. Μην χαλάς την εικόνα. Αναλογίζομαι σήμερα πόσο λεπτή είναι η γραμμή ανάμεσα στην ανοχή και την εξαφάνιση. Έβλεπα άλλες γυναίκες να φεύγουν, κι έπειτα να τιμωρούνται γι’ αυτό είτε με λέξεις είτε με ένοχες συζητήσεις είτε, στις πιο σκοτεινές περιπτώσεις, με τη ζωή τους. Τότε κατάλαβα πόσο βαθιά συνδέεται η πατριαρχία με τον φόβο της γυναικείας αυτονόμησης: όχι επειδή η αυτονομία είναι επικίνδυνη, αλλά επειδή αποκαλύπτει την ψευδαίσθηση της κυριαρχίας.
Η στιγμή της φυγής είναι η στιγμή που η γυναίκα επανακτά το νόημα του εαυτού της. Κι αυτό, για όσους έχουν μάθει να εξουσιάζουν, μοιάζει σαν ταπείνωση. Γι’ αυτό και οι γυναικοκτονίες δεν είναι στιγμιαία ξεσπάσματα – είναι η ύστατη απόπειρα επιβολής πάνω σε ένα σώμα που, επιτέλους, αρνείται.
Η απόφαση να φύγω –γιατί τελικά έφυγα– δεν ήταν απελευθέρωση. Ήταν αρχικά μια κατάρρευση. Μια συνειδητοποίηση ότι όλα όσα είχα μάθει να υπερασπίζομαι, όλες οι ισορροπίες που νόμιζα πως διατηρούσα, ήταν στην πραγματικότητα ένας μηχανισμός επιβίωσης. Κι όμως, μέσα σε αυτή την κατάρρευση, άρχισε να ανοίγει ένας χώρος. Όχι χώρος άνεσης αλλά χώρος σημασίας. Άρχισα να βλέπω όχι μόνο το παρελθόν μου, αλλά και τη θέση μου σε έναν μεγαλύτερο αγώνα.
Συνειδητοποίησα πως δεν φεύγω μόνο για μένα… φεύγω και για εκείνες που δεν πρόλαβαν. Για εκείνες που φοβούνται ακόμη περισσότερο από εμένα. Για όλες όσες έγιναν αόρατες ενώ φώναζαν, ή σιώπησαν τόσο πολύ που δεν τις άκουσε κανείς.
Η φυγή μου έγινε ένα μικρό σχίσμα μέσα σε αυτή την τεράστια κατασκευή που ονομάζουμε πατριαρχία. Δεν σώζει τον κόσμο. Αλλά σώζει τη δυνατότητα να υπάρξει ένας άλλος.
Και τώρα, σας γράφω από αυτό το παράξενο ενδιάμεσο, όπου το παλιό δεν έχει εξαφανιστεί, αλλά το νέο δεν έχει ακόμη αποκτήσει σχήμα. Είμαι κάπου ανάμεσα στην επιβίωση και στη ζωή. Ανάμεσα στο σώμα που φοβόταν να μιλήσει και στη φωνή που τώρα αναδύεται. Δεν έχω όλες τις απαντήσεις, ούτε καν τις περισσότερες. Έχω, όμως, την πρώτη ύλη της ελευθερίας: τη μαρτυρία. Αυτή η μαρτυρία δεν είναι καταγγελία, δεν είναι εκδίκηση, δεν είναι ανάγκη για αναγνώριση. Είναι κάτι πιο ριζικό: είναι ο τρόπος μου να δηλώσω ότι υπάρχω πέρα από τον πόνο που έζησα. Ότι το όνομά μου δεν είναι συνώνυμο της βίας. Ότι η ζωή μου δεν θα αναφέρεται ποτέ ξανά με όρους «υπομονής».
Σας το στέλνω για να υπάρχει κάπου αυτό το ίχνος. Για να υπάρξει μια απόδειξη ότι η σιωπή έσπασε. Κι αν αυτό το μήνυμα φτάσει σε κάποιον που χρειάζεται να το διαβάσει, τότε ίσως η δική μου μικρή φωνή γίνει ένα κομμάτι μιας πολύ μεγαλύτερης χορωδίας: εκείνης των γυναικών που επιβίωσαν.
Και που τώρα διεκδικούν να ζήσουν.
Μάνος Λαμπράκης