Η Ιστορία της καντάδας στη Βιάννο (2o μέρος)


Η μοναδική, μέχρι σήμερα, βιβλιογραφική αναφορά για την παρουσία καντάδας στην Κρήτη κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας βρίσκεται στο έργο του Ρεθυμνιώτη «πατέρα» της κρητικής λαογραφίας Παύλου Βλαστού (1836-1923), ο οποίος στο έργο του «Ο Γάμος εν Κρήτη» (1893) αναφέρει τις πατινάδες.
Με άλλα λόγια, η πατινάδα ταυτίζεται με την καντάδα. Ετυμολογικά η λέξη πατινάδα προέρχεται από το επίθετο πατηνόν=πεπατημένον (Ησύχιος), το ρήμα πατέω-πατώ με απαρέμφατο πατείν και την κατάληξη άδω=τραγουδώ (πατείν+άδω =πατινάδω, πατινάδα), δηλαδή το τραγούδι που λέγεται κατά τη διάρκεια του περιπάτου. Σύμφωνα με τον Καθηγητή Γλωσσολογίας Μπαμπινιώτη πατινάδα είναι, «ερωτικό μουσικό κομμάτι, που τραγουδιέται με συνοδεία κιθάρας (ή άλλου μουσικού οργάνου) στους δρόμους τη νύχτα». Μια άλλη ερμηνεία της λέξης πατινάδα, σύμφωνα με το Λεξικό του Παύλου Βλαστού, αφορά την ιταλική λέξη patinata, η οποία σημαίνει «νυκτερινή εμμέλια (νυκτωδία, νυκτομέλεια), σχεδόν όμοια με το κλαυσίθυρον των αρχαίων. Ο κλαυσίθυρος ήτο επίθετο τραγωδίου του οποίου ο ερώμενος μετά δακρύων τραγουδούσε προς την θύρα της σκληράς ερωμένης του».
Η πατινάδα είναι μια κατηγορία λαϊκών τραγουδιών, η οποία περιλαμβάνει ερωτικά, αισθηματικά και εύθυμα τραγούδια, που έλεγαν οι νέοι τα ξημερώματα μετά από γλέντια έξω από τα σπίτια φίλων ή κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης τους σε ολόκληρη την Ελλάδα. Είναι αυτοσχέδια δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα, τα οποία έχουν μελετηθεί από διακεκριμένους μουσικολόγους, όπως ο ακαδημαϊκός ναξιώτης λαογράφος Δημήτρης Οικονομίδης και ο Γ. Ζευγώλης. Όσον αφορά στην Κρήτη, σύμφωνα με τον Παύλο Βλαστό, οι πατινάδες υπήρχαν από το 1850, κυρίως όμως μετά το 1860. Ο μουσικός σκοπός μπορεί να ήταν με βάση την κρητική μουσική ή την ευρωπαϊκή. Ο Βλαστός έκανε επιτόπια έρευνα σε Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο συλλέγοντας δημοτικά τραγούδια, ήθη και έθιμα, καθώς και πατινάδες.
Αν και οι ευρωπαϊκοί σκοποί φανερώνουν την παρουσία της πατινάδας κυρίως στα αστικά κέντρα, αυτές υπήρχαν και στη Βιάννο. Αυτό συνάγεται από τον «Πατούχα» του Κονδυλάκη. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι η ψυχαγωγία στις αποσπερίδες ήταν η ανάγνωση του Ερωτόκριτου, τα αινίγματα και τα καθαρογλωσσίδια. Επίσης, στον «Πατούχα» αναφέρονται σκωπτικές, ερωτικές και γενικότερα ψυχαγωγικές μαντινάδες, καθώς και η αρχαία παράδοση της μελικής όρχησης, δηλαδή οι χορευτές τραγουδούν την ώρα που χορεύουν. Η συχνή χρήση μαντινάδων από το συγγραφέα φανερώνει ότι εκείνη την εποχή στα πλαίσια του προφορικού πολιτισμού, ειδικά οι Βιαννίτες, επικοινωνούσαν συχνά με τις ρίμες και τις μαντινάδες τόσο μεταξύ ανδρών όσο και μεταξύ ανδρών-γυναικών, π.χ. «Σα μου την ήψες τη φωτιά, ήπιασες το λαΐνι και κάνεις πως την περιχάς μα κείνη μπλιό δε σβήνει». Αν και δεν υπάρχει αναφορά στην καντάδα μπορούμε να εικάσουμε ότι στις παρέες, ειδικά τις απόκριες που γίνονταν χοροί και γλέντια, οι μαντινάδες λέγονταν τραγουδιστά, δηλαδή γίνονταν πατινάδες.
*Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης, είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος
Βιβλιογραφία: Αλιγιζάκης Α., Βιαννίτικα Πολιτισμικά Σκιρτήματα τον 20ο και 21ο αιώνα, Ηράκλειο 2019.
Φωτογραφία: Αρχείο Μανώλη Σπανάκη
Διαβάστε σχετικά: Ιστορία της καντάδας στη Βιάννο (1o μέρος)