«Η αρκούδα»
Ανοιξιάτικο απογευματάκι και ο Τρουλοβασίλης, καθισμένος στη λοτζέτα του, το χαίρεται περίσσια. Πίνει τον καφέ του και φουμέρνει το τσιγάρο του, λογαριάζοντας τσι δουλειές που ’χει να καταστέσει την άλλη μέρα.
Μια στιγμή γροικά φασαρία από κάτω στο δρόμο. Φωνές, νταούλι, τραγούδια. «Μα ίντα διάολο συμβαίνει;» σκέφτεται και σηκώνεται να δει από την άκρη τση λοτζέτας. Θωρεί λοιπόν ένα αρκουδιάρη να χορεύει την αρκούδα του με το νταούλι κι ένα τσούρμο κοπέλια να ’χουν μαζευτεί τριγύρω, να φωνάζουνε και να χασκογελούνε. Οι διαόλοι βάνουνε τον Τρουλοβασίλη, που ως φαίνεται ξυπνήσανε μέσα του οι παλικαριές τση νιότης του και παρά τα εξήντα πέντε του χρόνια δε λέει να το βάλει κάτω, και κάνει του αρκουδιάρη: «Παλεύει, μωρέ, η αρκούδα σου;». «Με ποιο να παλέψει μπάρμπα;» ρωτά ο αρκουδιάρης. «Μ’ εμένα, μωρέ» του λέει αυτός. Ο πονηρός ο γύφτος μυρίζεται «λαγό». Λέει λοιπόν του Τρουλοβασίλη ότι η αρκούδα είναι κουρασμένη και νηστικιά. Ο Τρουλοβασίλης όμως επιμένει. «Τέλος πάντων, ας παλέψετε» λέει ο γύφτος. Ο Τρουλοβασίλης κατεβαίνει στο δρόμο, σηκώνει τα μανίκια του, μα εκείνη τη στιγμή βγαίνει η γυναίκα του και βάνει τσι φωνές. Ξετρουμίζει η γειτονιά, βγαίνουν κι άλλοι στο δρόμο, προσπαθούν να αποθαρρύνουνε τον Βασίλη, μ’ αυτός είναι ανένδοτος. Παίρνει πόζα απέναντι στην αρκούδα και την προκαλεί. Η αρκούδα υπακούοντας στο σινιάλο του αφεντικού της αγκαλιάζει τον Τρουλοβασίλη και με το βάρος της τον ρίχνει κάτω και καθίζει με την κοιλιά του. Ο κακομοίρης ο Τρουλοβασίλης προσπαθεί να γυρίσει, να φύγει από πάνω του, μα είναι αδύνατο. Προσπαθεί ξανά και ξανά, μα το μόνο που κατάφερνε ήταν να κάνει την αρκούδα να τον πιέζει περισσότερο. Αρχίζει να ζορίζεται άσχημα, γιατί του ’χει κοπεί η αναπνοή και κόντευε να σκάσει. Εν τω μεταξύ, ο κόσμος έχει μαζευτεί γύρω-γύρω, οι γυναίκες σκληρίζουνε, τα κοπέλια χασκογελούνε, η γυναίκα του από τη μια να τονε βλαστημά κι από την άλλη να τάζει λαμπάδες στους αγίους. Άλλοι τον παροτρύνουνε να παλέψει, άλλοι του λένε να τα παρατήσει και γίνεται πανδαιμόνιο. Στο τέλος, ο Τρουλοβασίλης που δεν αντέχει άλλο βάνει στη μπάντα την παλικαριά και κάνει νόημα του αρκουδιάρη να πάρει από πάνω του την αναθεματισμένη αρκούδα. Ο γύφτος όμως που από όλη την ιστορία δεν είχε βγάλει φράγκο, ούτε χορευτικά τση αρκούδας του, δεν την τραβά, μόνο του λέει να της τάξει. «Ίντα να τάξω;», του λέει ο Βασίλης ξεψυχισμένα. «Λάδι» του λέει ο γύφτος. Τι να κάμει ο Βασίλης; «Αντε μια οκά λάδι» λέει. «Λίγο τση φαίνεται» του απαντά ο γύφτος, «μόνο τάξε κι άλλο». Τάζει και ξανατάζει ο Βασίλης, μέχρι που ο αρκουδιάρης κρίνει επαρκή αμοιβή το τάξιμο και τραβά το σκοινί της αρκούδας, η οποία φεύγει από πάνω του. Ο Βασίλης, ταπεινωμένος, εξουθενωμένος, κοντανασαίνοντας με την ψυχή στο στόμα και το έντονο γιουχάισμα της «μαρίδας», πάει να φέρει το λάδι του γύφτου. Επουδενί όμως ήθελε να παραδεχτεί την «ήττα» του και μέσα απ’ τα δόντια του λέει: «Ήπρεπε μωρέ να μη γλιστρήξω κι απόκιας ήθελα να σου δείξω ’γω»!
*Το κείμενο του Γιώργου Α. Ψαρολογάκη, δημοσιεύτηκε την Άνοιξη του 2009 στο περιοδικό «Του Ψηλορείτη οι Στράτες» που εκδίδει η Αδελφότητα Κρητών Ρόδου «Ο Ψηλορείτης».