Β’ Γάμος


Από τσι κλειδαρότρυπες κι από τσ’ ανηφοράδες επιένανε οι νεαροί τα Σαββατόβραδα κι εξανοίγανε τσι κοπελιές όντεν ήθελε να λούζουνται και το νερό δεν επήγαινε απ΄το (… εδώ το χειρόγραφο έχει λογοκριθεί…) …ντω και κάτω από τ’ ατζί ντως και μέσα.
Στα πανεγύρια μόνο έσμιγα και χορεύανε μαζί κι ελέγανε μαντινάδες.
Οι πιο πολλές ήτανε πεισματικές που τσι λέγανε οι νεαροί ο ένας τ’ αλλονού που θέλανε την ίδια κοπελιά.
- Ακου να δεις όσες θυμούμαι:
1. Αν μ’ αγαπάς με τη γκαρδιά, δείξε μου σημαδάκι,
κι όντα κρατούμε το χορό σφίξε μου το χεράκι.
2. Σώπασε κακορίζικο μη πιένεις μέσα κι όξω,
στραβά σου κόψαν τη ρασά, δε κάνει για καπότο.
3. Μα να το κάνω θέλω γω και νάναι και χορτζάτο,
να το φορώ να με θωρής να πιένω απάνω-κάτω.
4. Πέστου του πούστη π’ αγαπάς, αν είναι παλληκάρι,
να παίξουμε δυο μαχαιρές κι απου κερδίσει ας πάρει.
5. Να παίξουμε δυο μαχαιρές κι ένα ζευγάρι μπάλες
κι απου κερδίσει ας στι χαρεί τις δροσερές σου αγγάλες.
6. Χαρά την έχει ο κοτσυφός οντέ μαδεί η ορά ντου,
βγαίνει απάνω στο κλαδί και τρέμου τα φτερά του.
Την εξουσία του ποιο ήθελε να πάρη η κοπέλια ή ποια ο νεαρός την είχε ο πατέρας.
Αμα ήθελε να παντρευτή κιαμιά, χωρίς να θέλη ο πατέρας στη, ήβανε τα προυκιά στη μέση του σπιθιού και τ’ έκαιγε.
- Ακούς, ακούω να λές.!
Τσι κοπελιές στι λογοστένανε και τσι παντρεύανε μικιές-μικιές για να μη συμβεί το κακό και κλεφτούνε. Στη προξενιά εστέλνανε ένα συγγενή που να κόβη η γλώσσα ντου.
Για να πετύχη η προξενιά πρέπει η προξενήτρα να βάλει ένα ρούχο ανάποδα.
Βάνει και στη ρόκα τση πολύ μαλλί για να κρατήξη πολληώρα η κουβέντα.
Πάει λοιπόν ζητά τη κοπελιά, λέει για τη προίκα τζη και ρωτά και πότε θα τη δώσουνε.
Για πλερωμή κάνανε ένα καλό φυστάνι για ένα καλό ποκάμισο.
Αν ήθελαν να πετύχη η προξενιά μετά από μια βδομάδα τσι λογοστένανε κι επερνούσανε τα δαχτυλίδια.
Το δαχτυλίδι είναι το σημάδι, το λογόστεμα γίνεται στση κοπελιάς το σπίτι.
Ο νεαρός έβανε σ’ ένα πανιέρι τση νύφης τα πεσκέσα και επιένανε στση κοπελιάς το σπίτι.
Στη πόρτα εμπαίζανε μπαλοθιές κειοσάς που θα πρωτοπάει να πη πως έρχεται ο αρραβωνιάρης, του δένανε ένα μαντήλι στο λαιμό.
Ύστερα έρχεται αυτός με τσι γονέους του, δίνει για δώρα τση νύφης αμπρακάμους και μαμουντιέδες.
Από ΄ξω από τη πόρτα ρωτά ο γαμπρός: «- Με το θέλημα.?»
και του λένε: «Καλώς εκοπιάσατε, με το θέλημα κι α δε χωρά το σπίτι μας, πάνω στη κεφαλή μας.», «Να ζήσετε.!», «Η ώρα ηκαλή.!», «Να σογεράσετε.!», «Του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά να ‘ποχτήσετε.!»
Ύστερα κάθουνται στο τραπέζι, τρώνε και δασκεδάζουνε και περνούνε τα δαχτυλίδια.
Όσο καιρό ήτανε αρραβωνιασμένοι επιένανε μαζί στην εκκλησά, στι χορούς, αλλά τσι βλέπανε κιόλας.
Δε τα’ αφήνανε μοναχούς ούτε ρούπι.
Η νύφη κάθε Κυριακή ήφτιαχνε τα προυκιά με τσι φίλες τση.
Τα βλοήματα γινόντανε συνήθως τη Λαμπρή που ναι οι δουλειές λίγες και για να τρώει ο κόσμος ‘λεριά.
Στα καλέσματα εγυρίζανε στο χωριό δυο συγγενείς του γαμπρού και δυο τση νύφης.
Εκαλούσανε και λέγανε:
«- Τη Κυριακή θα βλοήσει ο συγγενής μας το κοπέλι ντου και σας καλεί να πιείτε ‘να κρασί.!»
Οι καλεστικοί εφέρνανε τη παραμονή σε ντρουβάδες, πέντε κουλούρια προζυμένια, μια μποτίλια κρασί, κρέας, μακαρούνια κι ότι άλλο είχανε ευχαρίστηση.
Η νύφη τα ’παιρνε και τους έδινε ένα φτάζυμο ψωμί από τα δικά τζη.
Για να κάνουνε τα κουλούρια μαζευόντανε όλες οι καλές φιλενάδες τα’ νύφης, εκοσκινίζανε τ’ αλεύρι πρώτα για να το ζυμώσουνε. Τη δουλειά την αναλαμβάνανε μανοκυρουδάτες κοπελιές.
Την ώρα που πλάθανε τα κουλούρια λένε και νυφικά τραγούδια.
Τη Παρασκή το πρωί μεταφέρανε τα προυκιά από το σπίτι στη νύφης στο σπίτι που θα κάτσουν ότι να πατρευτή.
Στη μεταφορά παίρνει πρώτα-πρώτα μια μανοκυρουδάτη κοπελιά το κόνισμα κι άλλη μια ένα σταμνί νερό και τα πάνε αμίλητες στο σπίτι.
Το νερό το σκεπάζει με μια ροδαρά για νάναι δροσερό.
Ύστερα πάνε το στρώμα και το πάπλωμα που έχουνε μέσα καρυδαμύγδαλα και μια μποτίλια ρακή που τη πίνανε ύστερα.
Μετά πάνε τη κασσέλα με το τραπέζι που τους έχουνε δεμένα μαντήλια και τη ρόκα.
Σε κειανά δίνουνε μπαξίχι στσι κουβαλητάδες. Ο γαμπρός δίνει λεφτά.
Ύστερα δα πάνε τη μαχιά, το κόσκινο, το βολίστη, το γκαντηλιέρη και ξοπίσω το ρουχισμό.
Την ώρα που στρώνουνε το κρεβάτι δυο μανοκυρουδάτες κοπελιές, γράψε ένα δυο που τσι θυμούμαι εδά:
7. Ανεφαλάκι πρόβαλε κι έχει νερό και στούπα
και νάναι καλορίζικα τση νύφης μας τα ρούχα.
8. Ανεφαλάκι πρόβαλε κι έχει νερό και χιόνι
και νάναι καλορίζικα τση νύφης το σεντόνι.
Στο κρεβάτι ρίχνουνε καλορίζικα και λεμονόφυλλα.
Μετά το στρώσιμο κρεμούνε τα προυκια στί καντάδες και τραγουδούνε.
Το Σαββάτο το βράδυ στέλνει ο γαμπρός μια αλλαξά ρούχα τση νύφης και το νυφικό σ’ ένα πανιέρι μέσα κι αυτή το (… εδώ το χειρόγραφο είναι δυσανάγνωστο…)
Το ίδιο βράδυ λούζονται κι οι δυό. Νερό γέρνουνε τση νύφης πάλι δυο μανοκυρουδάτες κοπελιές.
Υστερα τηναι χτενίζουνε, δε κάνει να δει ο γαμπρός τη νύφη από το Σαββάτο το βράδυ μέχρι να γενή η στέψη.
Την ώρα που στολίζουνε τη νύφη οι φιλενάδες τση που έρχονται όλες να την αποχαιρετήξουνε τραγουδούνε πάλι μαντινάδες.:
9. Σηκώσου πετροπέρδικα, τίναξε τα φτερά σου,
δώς τα κλειδιά τση μάνα σου κι άμε να βρης δικά σου.
10. Σήκω κι αποχαιρέτηξε την εδικολογιά σου
δώσ' τα κλειδιά τση μάνας σου κι άμε να βρεις δικά σου.
11. Νύφη μου ‘ποχαιρέτιξε το μάνταλο τσι πόρτας
για δε θα μπαίνεις θαρρετά, ως ήμπαινες και πρώτας.
12. Ως είναι τ’ Ευαγγέλιο το παραχρυσωμένο,
ετσά ναι και η νύφη μας ρόδο ξεφουντωμένο.
Την ίδια ώρα στολίζουνε και το γαμπρό, παλληκάρια.
Η στολή του γαμπρού είναι βράκα, ποκάμισο, μεϊντανογελέκια, σαρίκι και στιβάνια με πλεχτά βαστάγια.
Για να μη τονε φταρμίσουνε βάνει ένα κομμάτι δίχτυ περασμένο από σαράντα κύματα ή το σώβρακο ανάποδα ή κρατεί ένα ψαλιδάκι για να κόψουνε οι κακές γλώσσες να μη τσι γλωσσοτρώνε.
Άμα στολιστούνε παίζουνε δυο μπαλωθιές για να δώσουνε σημάδι.
Παίρνει τοτεσάς ο γαμπρός τσι καλεσμένους του και ξεκινά από τα δεξά για τση νύφης το σπίτι.
Στο δρόμο τραγουδούνε:
13. Γαμπρέ μου βέργα μάλαμα, γαμπρέ μου βέργα ασήμι,
γαμπρέ μου με τον έρωτα έχεις αδερφοσύνη.
Στη πόρτα περιμένει η νύφη με τσι γονέους τση.
Σταματά στη πόρτα ο γαμπρός και ένας συγγενής φωνιάζει του πατέρα τση νύφης:
- Κόπιασε συμπέθερε να δώσεις τα μπαντίκια του γαμπρού.
Τοτεσάς εδά είναι αντέτι και λογοφέρνουνε γιατί απαντά ο πατέρας:
- Δεν έχω να δώσω πράμα, μόνο τη κοπελιά.
Και του ξαναλένε:
- Δε μπαίνει μέσα ο γαμπρός.!
- Τότε σας δίδω ντου ένα σικοματάρικο μουρέλο.
- Λίγα ναι συμπέθερε.!
- Πάρε και τη χαρουπιά.
- Στο ύστερο του δίνω κι ένα ‘ζό.
Αμα πάρει τα μπατίκια σκύβει και φιλεί τα χέρια τω πεθερικώ του.
Η νύφη κάνει τρις μετάνοιες και φιλεί τα χέρια τω γοέω τση κι αποχαιρετά κι η μάνα τζη τση λέει:
14. Θωρείτε πως το παίρνεται τ’ άσπρο μας περιστέρι,
να μη μας το μαλώνετε καινούργοι συμπεθέροι.
15. Εμείς απου το πήραμε καλά θα τ’ αγαπούμε,
σα κόνισμα στην εκκλησά θα τηνε προσκυνούμε.
16. Επήραμε τη ροδαρά ομάδι με τη ρίζα,
που πλώνανε οι γειτόνισσες τα ρούχα και μυρίζα.
17. Επήραμε τη ροδαρά τη βιόλα τη καρνάδα,
κι σεις απ’ απομείνατε να μπήτε στη μπουγάδα.
Υστερα από τουτανά ξεκινούνε όλοι μαζί για την εκκλησά.
Αμα μπούνε μέσα σταματούνε όλοι στη μέση κι ανάμεσά ντως βάνουνε ένα κορίτσι να στέκη για να μη αγγίζουντε μεταξύ τως και τωσε κάμουνε μαγικά.
Τα παλιά στεφάνια ήτανε από κλήμα.
Τσι λαμπάδες δε τσι κρατούσανε ο γαμπρός κι η νύφη.
Κρασί πίνουνε μόνο ο γαμπρός, η νύφη κι ο κουμπάρος.
Οντά χορεύουνε το χορό του Ησαΐα τσι ραντίζουνε με ρύζι και κουφέτα κι αν ήτανε ο γαμπρός πλούσος ρίχνανε και δεκάρες και πενηνταράκια.
Αμα τελειώσει το μυστήριο φιλιούνε ο κόσμος τα στεφάνια και τους εύχονται καλορίζικοι.
Όσοι έχουνε πένθος βάνουνε ένα άσπρο μαντήλι στη κεφαλή για να φιλήσουνε το στεφάνι.
Τα κουφέτα που πέφτουνε από στη νύφης το πέπλο τα παίρνουνε οι κοπελιές και τα βάνουνε στο μαξελάρι ντως από κάτω για να ονειρευτούνε ποιο θα παντρευτούνε.
Όσοι φιλήσουνε στεφάνι δίδουνε δώρα και λεφτά.
Από την εκκλησά φεύγουνε ύστερα, μπροστά η νύφη κι ο γαμπρός, τα όργανα και ξωπίσω το ψείκι.
Σ’ όλο το δρόμο λένε μαντινάδες:
18. Ανεφαλάκι πρόβαλε από τον Αϊ Γιάννη
και κάνε καλορίζικο τση νύφης το στεφάνι.
19. Πρόβαλε Παναγία μου από τη Αγια Θύρα,
στ΄αντρόϋνο που γίνηκε, χρυσή να γράψεις μοίρα.
20. Πρόβαλε Παναγία μου, με το μονογενή σου,
στ΄αντρόϋνο που γίνηκε, να δώσεις την ευχή σου.
21. Όσ’ άστρα έχει ουρανός και ο Γενάρης χιόνια,
σας εύχομαι να ζήσετε ευτυχισμένα χρόνια.
22. Ως τρέχει το κρυγιό νερό στο μπρούτζινο κουτούτο,
ετσά να τρέχουν τα καλά στ΄αντρόϋνο ετούτο.
23. Σήμερο λάμπει ο ουρανός, σήμερο λάμπει η μέρα,
σήμερο στεφανώθηκε αητός τη περιστέρα.
Αμα φτάσουνε στο σπίτι λένε τση πεθεράς απόξω:
24. Πρόβαλε μάνα του γαμπρού και πεθερά τση νύφης,
να δεις που σου τη φέραμε τη πιο καλή τση Κρήτης.
Βγαίνει η πεθερά και βαστά ένα πιάτο με μέλι.
Βουτά η νύφη το δαχτύλι τση και κάνει τρις σταυρούς στη πόρτα.
Ύστερα ρίχνει ένα ρόγδι στο σπίτι με δύναμη για να σπάση και λέει:
- Για κειανά όπως σκά το ρόγδι, να σκάσουνε οι εχθροί μας κι όσα σπυριά πέσανε τόσα παιδιά να κάμουμε.
Ύστερα διασκελά τα νιόλουρα και μπαίνει στο σπίτι, τα νιόλουρα βάνουνε για να τως σε τρέξει και νάναι σιδερένιοι.
Μέσα στο σπίτι κάθουνται στο κρεβάτι ο γαμπρός κι η νύφη και στη μέση ο κουμπάρος.
Στη ποδιά τση νύφης καθίζουνε ένα αρσενικό κοπέλι που του δίδει μπαξίσι από τα χαρίσματα κι αρχίζουνε τσι μαντινάδες και στ’ αντρόϋνο και στο κουμπάρο.
25. Πλατύφυλλε βασιλικέ κι εσύ καρνάγια βιόλα,
σας εύχομαι να ζήσετε πέντε χιλιάδες χρόνια.
26. Νύφη καλή, καλός γαμπρός ζευγάρι ταιριασμένο,
το χέρι που στεφάνωσε νάναι μαλαματένιο.
27. Κουμπάρε που στεφάνωσες τα δυο τα κυπαρίσσια,
σου εύχομαι νάσαι καλά να ρθείς και στα βαφτίσια.
28. Σαράντα μέρες ήσκαφτα τη γή με τη βελόνα,
να βγάλω τη κουμπάρα μας τη μαρμαροκολώνα.
Σε κεινιά την ώρα ξαναρχίζουνε τσι πεισματικές μαντινάδες:
29. Θωρείτε πως τη πήρατε τη πιο καλύτερή μας,
να μη ντηνε μαλώνετε γιατί χει νταβατζήδες.
30. Μα μεις που την επήραμε, ως θέλει α τη λαλούμε,
θέλει ας τη μαλώνουμε, θέλει ας την αγαπούμε.
31. Γαμπρέ τη νύφη να γαπάς, να μη τηνε μαλώνεις,
γιατί α σε κρεμάσουνε από το πατελόνι.
Κιαμιά φορά, αναλόγως τση παρέας λένε και περιπαιχτικές, ανε θες μη τσι γράψεις:
32. Την νύφη να την αγαπάς και να τη ποξανοίγεις
και κάθε αργά μα, νάνε αργά να τση τονε καθίζεις.
33. Γαμπρέ τη νύφη ν’ αγαπάς να τηνέ ποξανοίγεις
μα σα σου κάνει διαολιές να τηνέ κοπανίζεις.
34. Σα θες την ησυχία σου και να μη σου σβουρίζει
κάτσε τη και τση πεθεράς, να μη σε σουφερίζει.
34. Γαμπρέ τη νύφη ν’ αγαπάς και νά τη ποξανοίγες
μα πρέπει και τση μάνας τση, κι αυτής να τη καθίζεις.
Στα τέλη δα για να ξετελεύουμε λέει ένας:
35. Μια μαντινάδα α σας πώ απάνω στο ροβύθι,
σηκώσου νύφη και γαμπρέ και πιάσε τση τη μύτη.
Τότεσάς, σηκώνονται η νύφη κι ο γαμπρός και πιάνουνε τσι μύτες των απάντρευτων για να παντρευτούνε.
Μετά φεύγουνε οι καλεσμένοι και καθίζουνε στο τραπέζι για φαγοπότι.
Τα φαγιά είναι μακαρούνια και πατάτες στο φούρνο με κρέας.
Πιο παλιά είχανε πιλάφι, παστά και ροβύθια, ότι είχε ο καθένας.
Τ’ αντρόϋνο καθίζει στο τραπέζι με τσι κουμπάρους.
Αυτινών τως σε δίνουνε μια μακρούτα αμοναχή τως.
Γιατί σε άλλους εδίνανε μια πετσέτα σε καθένα.
Στο τραπέζι τραγουδούνε πάλι μαντινάδες:
36. Σκιστείτε όρη και βουνά και ριζιμιά χαράκια,
τ’ αντρόϋνο που γίνηκε να κάμει δέκα αντράκια.
Μετά το φαΐ αρχίζει ο χορός, μα χορό ν’ ακούς, ο κόσμος χαλά.
Πρώτα χορεύουνε συρτό, τση νύφης το χορό.
Χορεύει μπροστά η νύφη κι όλοι τση κρατούνε στο χορό τση λένε μια μαντινάδα:
37. Ηπιασε η νύφη το χορό και κάμετέ τση τόπο,
που λάμπει σα τον ήλιο μας, στη μέση των αθρώπω.
38. Μερθιά μου χρυσοπράσινη με μύρτα φορτωμένη,
καθόλου δε σου φαίνεται, πως είσαι παντρεμένη.
39.Μα στη ομπρός μερά βαστά, πείτε μας τίνος μοιάζει,
του ήλιου και του φεγγαριού, θεέ μου, πως ταιριάζει.
Και του γαμπρού λενε:
40. Μα στη ομπρός μερά βαστά ο ρούκουνας τση χώρας,
κι α δε μου το πιστεύγετε ξανοίξετέ το κιόλας.
Τη Δευτέρα το μεσημέρι σμίγουνε τ’ αντρόϋνο, ο κουμπάρος κι οι συμπεθέροι και κάνουνε τον αντίγαμο.
Στις οχτώ μέρες απάνω παίρνουνε τα στεφάνια και τα πάνε στην εκκλησά να τα λύσουνε.
Μετά τρώνε πάλι όλοι οι συγγενείς στο σπίτι τση νύφης.
Εξέχασα να σου πώ, πως την ώρα που βγαίνει η νύφη από τη εκκλησά, δε κάνει να τη δεί άλλη νύφη.
Μα άμα το κάνει ο πειρασμός και συναντηθούνε δυο μαζί, τοτεσάς λένε:
- Νύφη κι ‘συ, νύφη κι‘γω, να ζής νύφη, να ζώ κι ΄γώ.
Το αντρόϋνο για ένα χρόνο δε κάνει να πάη σε κηδεία, ούτε να φάη κόλυβα, κι νύφη δε λούζεται σαράντα μέρες μετά το γάμο.
Αφήγηση: Χρυσή Αγγελάκη (γιαγιά μου) ετών 90 - αγράμματος.
Συλλογή λαογραφικής ύλης από Μανδαλάκη Αναστασία
Άγιος Βασίλειος Βιάννου «Χριστούγεννα 1977- Πάσχα 1978