“Ανώφελα κι ωραία να σκορπιστώ”*


Δευτέρα. Τις αγαπώ τις Δευτέρες. Έχουν μια ελπίδα αφετηρίας. Δευτέρα γεννήθηκα. Φθινοπωρινή. Η μάνα μου πάλευε να με κρατήσει κι άλλο. Εγώ βιαζόμουνα. Ήθελα άπλα.
Όταν ήμουν μικρή έπεφτα από το κρεβάτι. Τα βράδια. Στον ύπνο μου. Και ξυπνούσα με τα χέρια σε σταύρωση. Σα φτερούγες ανοιχτές. Έβλεπα πως πετούσα. Εκείνη άκουγε το θόρυβο, ξυπνούσε, ερχόταν και με μάζευε από το πάτωμα κι έβαζε καρέκλες στη σειρά, σα στρατιωτάκια μολυβένια για να με προσέχουν.
Τώρα που μεγάλωσα συνεχίζω να πέφτω από το κρεβάτι. Μένω για λίγο σε εμβρυακή στάση στο πάτωμα. Οι στρατιώτες μου βγήκαν πια στη σύνταξη. Εκείνη δε ζει μαζί μου. Εγώ δε ζω μαζί της. Είναι που βιαζόμουνα. Ήθελα την άπλα μου. Τώρα αναζητώ μόνο την ελευθερία. Μπλέκω σε αγκίστρια με κάλπικα μα πολλά υποσχόμενα δολώματα. Την απάτη τη νιώθω αργότερα. Στο δέρμα, στα μαλλιά, στα χέρια μου. Στην καρδιά πονάει πιο πολύ.
Θυμήθηκα τη Χαρά. Θυμήθηκα την ιστορία της. Στην κηδεία του πατέρα της. Τον έκλαψε, τον θρήνησε, τον αποχαιρέτησε. Άφησε τη μάνα της μοναχή στο σπίτι το πρώτο βράδυ. Μύριζε ακόμα ο θάνατος. Θάνατος, λουλούδια και κεριά. Πήγε στο σπίτι της. Πλάγιασε δίπλα στον Κωστή. Πήρε το χέρι του και το βαλε πάνω στο στήθος της. Του το ζήτησε. Έτσι αναίσχυντα, ξεδιάντροπα, ειλικρινά και έντιμα. «Θέλω ζωή.» Θέλω! Ισχυρό! Να θες τη ζωή. Να τη διεκδικείς. Να παλεύει το σώμα σου να την εντοπίσει, να την κρατήσει, να την καλοπιάσει. Κόντρα στο θάνατο! Σα ζώο έπεσε πάνω του. Παραμιλούσε. Ακατάληπτες κουβέντες έβγαιναν από το στόμα της μαζί με κραυγές ζώου που πονά και ευχαριστιέται ταυτόχρονα…
Τώρα που μεγάλωσα πέφτω πάλι από το κρεβάτι. Τώρα που μεγάλωσα καταλαβαίνω όλο και λιγότερα από όλα αυτά που τρυπώνουν μέσα μου. Δε με αναγνωρίζω όμως. Λες και θρήνησα, πένθησα, έκλαψα και τώρα θέλω να ζήσω όση ζωή απομένει. Να μη χάσω ούτε ένα λεπτό. Χωρίς άλλα κλάματα και κοπετούς. Να απλώσω τα χέρια σε έκταση και να υποδεχτώ όσα ήρθαν καθυστερημένα. Και ποιος ορίζει την κατάλληλη ώρα;
Τώρα που μεγάλωσα χάθηκε η αναμονή. Η άσκοπη παραμονή σε μια στάση περιμένοντας το λεωφορείο. Αποχαιρέτησα τις απώλειες μου. Δεν άλλαξα εγώ. Μονάχα η ματιά μου σε όλα αυτά που συμβαίνουν. Έσβησα τα κεριά, το λιβάνι και τα λουλούδια. Ξόρκισα τις μυρωδιά από τους μικρούς θανάτους μου. Κήδεψα όσες απώλειες κουβαλούσα. Είπα να με βρω. Να με συναντήσω με όλες τις αλήθειες μου. Να μου εξομολογηθώ όλα όσα δε βρήκα και τώρα σταμάτησα να ψάχνω. Κι όλα όσα προσπέρασαν κι έφυγαν και χάθηκαν.
Θυμήθηκα τη Χαρά. Στην κηδεία του πατέρα της. Ήθελε τη ζωή που ήταν ακόμα εδώ. Χωρίς κεριά και λουλούδια. Γυμνή, αφτιασίδωτη, τσαλακωμένη. Ζωντανή με φως και ανάγκες. Γήινη, εύθραυστη, πήλινη. Αναζητώντας τη χαρά. Μονάχα αυτό…
*Στίχος του Άλκη Αλκαίου
Φωτογραφία: Λευτέρης Σπανάκης