Χριστούγεννα με όρους αγοράς...
Μια παράξενη νεωτερική συνήθεια συμβαίνει τελευταία σιωπηλά, σαν να μην θέλει να την πάρουμε είδηση: η ελληνική αγορά έχει γεμίσει με πανετόνε. Όχι απλώς γεμίσει—έχει κορεστεί, έχει διαποτιστεί, έχει ευαγγελιστεί στο όνομα ενός ιταλικού φουσκώματος που φιλοδοξεί να γίνει το νέο, το μόνο, το ανώτερο, το δήθεν διεθνοποιημένο χριστουγεννιάτικο σύμβολο. Κάποτε το πανετόνε ήταν μια εξωτική λεπτομέρεια στο ράφι του σούπερ μάρκετ, τώρα είναι μια πολιτισμική αποικία που επεκτείνεται με την αυτοπεποίθηση πολυεθνικής.
Και έτσι, σχεδόν χωρίς αντίσταση, το ελληνικό σπίτι, που κάποτε επιτελούσε τη βαρύτητα της βασιλόπιτας —αυτής της λιτής τελετουργικής πράξης με ένα σχετικά μικρό κόστος, ένα σχετικά σταθερό νόημα και μια σχετική σχέση με το χρόνο— βλέπει να εισβάλλει ο αφράτος, υπερτιμημένος, ουδέτερος ξένος.
Το πανετόνε δεν είναι απλώς γλυκό, είναι η νέα μορφή μιας αγοράς που θέλει να «εκσυγχρονίσει» ακόμη και τη γεύση. Κι αν γίνεται, να την κοστολογήσει λίγο παραπάνω.
Το πανετόνε καταφθάνει για να λύσει ένα πρόβλημα που κανείς δεν είχε: να αντικαταστήσει αυτό που δεν χρειαζόταν αντικατάσταση. Και φυσικά το κάνει με όρους lifestyle. Ένα γλυκό που κάποτε κόστιζε πέντε ευρώ, τώρα χρειάζεται δεκαοχτώ για να αισθανθεί κανείς επαρκώς «ευρωπαϊκός».
Η βασιλόπιτα —ακριβή πλέον, αλλά ακόμα όχι τόσο ακριβή— αρχίζει να δείχνει φτωχοσυλλέκτρια μπροστά στην υπερπαραγωγή των χριστουγεννιάτικων κουτιών που διαφημίζουν «προζύμι μητέρας», «πολυήμερη ωρίμανση» και «ζαχαρωμένα εσπεριδοειδή από την Τοσκάνη».
Κάποτε το δέντρο είχε μια φάτνη από κάτω. Τώρα έχει ένα κουτί πανετόνε. Η μετάβαση είναι καθαρή: από το συμβολικό στο αναλώσιμο, από το τελετουργικό στο επιδεικτικό, από το δώρο στο προϊόν. Η φάτνη, που δεν ταιριάζει στο νέο αισθητικό λεξιλόγιο της εποχής, αφαιρείται και το πανετόνε, που ταιριάζει στις «χρωματικές παλέτες» των social media, προστίθεται.
Η πολιτισμική ειρωνεία δεν είναι ότι έκανε θραύση ένα ξένο γλυκό. Η ειρωνεία είναι ότι αυτό το ξένο γλυκό έρχεται να αντικαταστήσει όχι μόνο μια παράδοση, αλλά και μια οικονομία της καθημερινότητας.
Η βασιλόπιτα ήταν ένα γλυκό που έφτιαχνε το σπίτι, μια πράξη συμμετοχής. Το πανετόνε είναι κάτι που αγοράζεις, συχνά πανάκριβα, συχνά μαζικά. Είναι η μετάβαση από το μαζί στο αγοράζω.
Και αν οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα ήθελαν χρόνο, υπομονή και μια κάποια γνώση του οικιακού ρυθμού, το πανετόνε προσφέρει την τέλεια λύση στην εποχή της γρήγορης αρχιτεκτονικής των συναισθημάτων: απλά το βάζεις στο τραπέζι και το αφήνεις να δηλώσει ότι «έχεις γούστο».
Ίσως τελικά το πανετόνε να μην είναι μόνο γλυκό.
Είναι σύμπτωμα.
Της αγοράς που θέλει να ξαναγράψει τα Χριστούγεννα σε όρους εξαγωγής, εισαγωγής και premium κατανάλωσης.
Της τάσης να αντικαθίσταται ό,τι έχει ρίζα με ό,τι έχει περιτύλιγμα. Και της αμήχανης νεωτερικότητας που νομίζει ότι αν υιοθετήσει ένα ιταλικό ψωμί, θα λύσει το υπαρξιακό της έλλειμμα.
Και έτσι, λίγο λίγο, εκεί που κάποτε κόβαμε βασιλόπιτα και ψάχναμε το νόμισμα, τώρα ανοίγουμε πανετόνε και ψάχνουμε την ταυτότητά μας μέσα σε ένα κουτί.
Μάνος Λαμπράκης