Το προξενιό
Καλοχρονιά ’τανε, και τα χιόνια τση τα ’καμε και τσοι βροχές τση με το ρεμέδιο, τα σπαρμένα καλά, τα κουράδια στσοι γιαλούς τα ’χε ακόμη, βρούβες ίσαμε το μπέτη σου ήβγαλε ο τόπος μα, μια κουβέντα που του ’πεψε ο πολιτευτής, κι όλη νύχτα τη ντουχιούντιζε κι ύπνος δε τον έπαιρνε.
Γιούς είχενε, καλά αντράκια του ’καμε η κερά, και για το ζευγάρι και για το κουράδι και για το χαροκόπι πρώτοι, κι αυτός από το γιαλό ίσαμε τα όρια τσοι τόπους διαφέντευε, μα ο βουλευτής του ’πεψε προξενιό, «Ένα σου γιο θέλω κι όποιο θες δώσε μου!», του μήνυσε.
Κι ίντα α κάμη δά;
«Αυτός λύνει και δένει», του ’πε ο κουμπάρος!
- Αυτός χαλικουτίζει και δε καταλαβαίνω γρί! Είναι κι ακατάδεχτος κι η γυναίκα του πολλά ψηλομύτα κι ασπριδερή, ετσά αθρώπους α-βάλομε στη γκεφαλή μας; Του πε η κερά.
«Αυτός α-μας ε-σάξει και το δρόμο», του πε ο πρόεδρος!
«Αυτός ήβγαλε το Σιφομανώλη από τη φυλακή και έταξέ μας και τη καμπάνα», είπε ο παπάς!
Όλη ντη νύχτα τα πελέκα κι άκρα δεν έβγαινε, η καύκα του πράμα δε κατέβαζε κι η χρονιά ήτανε καλή, οι βρούβες ξεσταχιάζανε, μεγαλοβδομάδα μπήκε, άντε κι η βδομάδα τω σκολώ και πιάνουν οι δουλειές, τα δυο κοπέλια θα αρχίξουν τα θερίσματα, τα κουκιά, κι οι παπούλες για τη φάβα εμεστώσανε και τα’ άλλα δυο να ανεβάσουν το κουράδι στ’ αόρι.
- Γυναίκα ξύπνα, τα αποφάσισα, στέσε ζυμωτό, κουλούρες φτάζυμες από τσοι καλές σου, τη Πέφτη κατεβαίνω στη Χώρα!!!
- Να τονέ δώσομε του Λενιού τση Στελιανής που ’ναι τα μάγουλα ντου σα τη βιόλα, μήτε βλογιά τη ήπιασε, μήτ’ ήβηξε ποτέ τζη, και στο χωράφι μπαίνει και στ’ αλώνι και στοι χορούς στη πρώτη μερά βαστά κι η μάνα τζη ’ναι προκομένη κι έχει κι αδερφούς λεβέντες ! Μα μένα δε μου πέφτει λόγος… έλεγε κι κοσκίνιζε.
- Να τόνε δώσομε του Μαριού του Λευτεράκι που ’ναι προκομένη και μπασκαλοβύζα και στο αργαστήρι μπαίνει και τα γράμματα τα παίρνει και τα καπούλια τση είναι σα τση γιαγιάς στση κι α- στέσουνε πολλά κοπέλια! Μα εσύ σαι ο αφέντης… έλεγε και ζύμωνε.
- Να τόνε δώσομε του Καλιού τση Μαργής, πούναι ψιλή και λιανοκάπουλη, τα μιγόμια μοναχή τση τα φορτώνει στα γομάρια και τα βούγια βάνει στο χωράφι και στ’ άρμεγμα και στο τυροκομιό ’ναι πρώτη και δε τη γελά και κανένας στσοι λογαριασμούς.
Μα μένα δε μου πέφτει λόγος… Ότι πεις αφεντάκι μου… έλεγε και έπλαθε τη ζύμη.
Μόνη τα ’λεγε, μόνη τζη τ’ άκουε…
Φορτώνει στο ένα μουλάρι δυο κόφες με ρίφια ζωντανά, βάνει και μεσοσώμαρα το καλάθι με τ’ αυγά, άλλο ένα καλιτσούνια και τα φτάζυμα, καβαλικεύγει και τ’ άλλο και Μεγάλη Πέφτη βράδυ να τονε και φτάνει στη Χώρα!
Κι εβρήκε τσοι όλους την ώρα που φουνταλάσανε να πάνε στη Σταύρωση.
Φώτα! Εκειά να δεις φώτα ηλεχτρικά που σε στραβώνουνε! Μεγάφωνα! Ψαλμωδίες να σε ξεκουφάνουνε! Παπάδες, ολόχρυσους τέσσερις και παπαδοπαίδια με τα θυμιατά καμιά δεκαρά!
Γραβατωμένοι με τα μπαστούνια τους και τα ψηλά καπέλα οι γιάντρες, με καπελουρίνες και φτερά μπογιαντισμένες οι γυναίκες, όλοι κάτασπροι, σα να τσοι χανε στην υπόγα!
Και φτάνει δα η ώρα που λένε «το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη» και βγάνουνε ένα σταυρό πέντε μέτρα ψηλό, δέκα νομάτοι τονε κρατούσανε μ’ ένα Χριστό ολοζώντανο καρφωμένο πάνω κι οι καμπάνες να χτυπούνε νεκρίκια.
Αποσβολώθηκε ο γιέρμος ίντα να πρωτοδεί κι ίντα να πρωτοθαμάξει και δίπλα ντου ολόκληρος βουλευτής με τα ματογυάλια, ολονώ τα μάτια αυτούς ξανοίγανε.
«Συμπέθερε, πώς σας φάνηκε η Σταύρωση»; Τονέ ρωτά ο βουλευτής, άμα γιαγύρανε στο σπίτι. «Αυτός είναι Χριστός, όι το μαϊμούνι με το ταβλί που ’χωμε στο χωριό μας.!
ΥΓ. Με το συμπεθεριό ίντα απόκαμε ε-κατέχω