Το δεκαπεντάρισμα
Στην Αγία Μονή πριν τον πόλεμο
Δεκαπεντάρης: Μια ολιγοήμερη προσήλωση στα Θεία. Δεκαπέντε μέρες νηστείας και προσευχής. Μέρες που στα παιδικά μου χρόνια ζούσα σαν κορασοπούλα με τη θειά μου, στο Μοναστήρι της Αγίας Μονής, στη Βιάννο. Χρόνια καλά, χρόνια ξέγνοιαστα κι αξέχαστα. Κάθε χρόνο πηγαίναμε και δεκαπεντίζαμε εκεί, κάτω από τη δροσιά των πεύκων και των ευκαλύπτων. Στα κάτασπρα κελάκια της Μονής βρίσκαμε ησυχία και φιλοξενία.
Τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου ζύμωνε η Θειά μου το φτάζυμο και από την 1η του Αυγούστου μεταφερόμασταν για το δεκαπεντάρισμα. Δεν ήμασταν μόνοι, εκεί ‘μέναν μόνιμα τις δεκαπέντε αυτές μέρες πολλές οικογένειες. Άλλοι πηγαινοέρχονταν κι άλλοι ξωμένανε στο κελαρικό, που κάθε βράδυ έμοιαζε με μυρμηγκοφωλιά. Τόσοι μαζεύονταν από τα περίχωρα, την Παναγιά, το Σχοινιά και τα άλλα μεσαρίτικα χωριά, που δεν τους χωρούσαν τα κελιά και κοιμόντουσαν στο αλώνι των καλογέρων, κάτω από τις ελιές.
Τακτικές δεκαπεντίστριες, εξόν από τις καλόγριες, ήταν η Κονταξομαθαίαινα, η Τίταινα, η Παπαμαστοράκαινα, η Φουρναροκαντίκω με τις κόρες της, οι Στρατιανές, η Βανθία και η Ροδοθέα με όλα τους τ’ ανίψια τα Στρατάκια, τα οποία με τα αστεία τους και το μαντολίνο που κρυφόπαιζε ο Λεωνίδας μας διασκέδαζαν όλα τα κοριτσόπουλα, που λατρεύαμε τότε και κάποιον άλλο… Θεό, εκείνο της νιότης και της ξεγνοιασιάς.
Ο κάμπος ήταν σόγεμος από τα ζωντανά των νοικατόρων της περιουσίας της Μονής. Στα γύρω λοφάκια, απλωμένα τα κοπάδια των καλογέρων και το κουρουπάρι του Καρτσοκωστή.
Τότε η Μονή ευημερούσε. Είχε ένα μεγάλο ξυλόφουρνο, δικό της ελαιοτριβείο και πολλούς καλογέρους. Τα κοπάδια τα έβοσκε ένας καλόγερος, ο Ακάκιος. Τα βόδια ο Ζερβάσιος. Ο Ηγούμενος Ανανίας, που ήταν ο γεροντότερος, σεβάσμιος και σοφός, μας κατηχούσε κάθε βράδυ στην αποσπερίδα στον περίβολο της εκκλησίας. Ο Ιγνάτιος, ωραίο με σγουρό μαλλί και γένι μαύρο σαν έβενο. Ο Αμβρόσιος, που ήταν λειτουργός και ξομολόγος και που κάπου κάπου φαίνεται πως τα τσουγκρίζανε οι δυο τους. Ο Κοσμάς, ψηλός κι αδέξιος, πάντα φουριόζος, γερό λασιθιώτικο καρύδι, που ήταν ο πιο φιλόξενος και ο πιο χιουμορίστας. Ο Δαμιανός, ο ήσυχος και γλυκόφωνος, που όταν άρχιζε την ψαλμωδία μας περίχυνε μια ψιλή ανατριχίλα. Ο Ιουστίνος, που του φάνηκε κάποτε βαρύ, γιατί μια κυρία τόλμησε να μπει στον περίβολο της εκκλησίας με κοντό μανίκι και μέρες το επαναλάμβανε: «Αμαρτία, παιδί μου, αμαρτία, σατανικό να εμφανίζεται με γυμνά μπράτσα η γυναίκα και να σκανδαλίζει τους πιστούς…».
Άραγε, αν ζούσε, τι θα έλεγε για τη σημερινή γύμνια της γυναίκας;
… Από την πρώτη ημέρα του Δεκαπενταύγουστου, βγάζανε τα μακρόστενα τραπέζια του κελαρικού στην πλακόστρωτη αυλή και καθαρίζανε το στάρι και ζυμώνανε το προζυμένιο ψωμί και το μοιράζανε στις δεκαπεντίστρες. Μετά αλέθανε στο χερόμυλο το στάρι και ψήνανε ξυνόχοντρο. Μια μέρα ήταν προορισμένη για το μάζεμα των αμυγδάλων. Με ντέμπλες κατεβαίναμε στον κάμπο και ραβδίζαμε τα αμύγδαλα, την επομένη τα ξεφλουδίζαμε και τα απλώναμε στα δώμα για να ξεραθούν.
Έτσι περνούσαν οι δεκαπέντε μέρες. Ο Ζερβάσιος χτυπούσε την καμπάνα για τον εσπερινό. Μετά το δείπνο χτυπούσε το σημαντήρι μ’ ένα σφυρί και ψάλανε το απόδειπνο. Μετά τα μεσάνυχτα ξαναχτυπούσε το σημαντήρι για τον όρθρο. Στον όρθρο βέβαια πηγαίνανε οι καλόγριες και οι μεγαλογυναίκες. Πόσο μου στοίχιζε το ξύπνημα απ’ τον ήχο της καμπάνας τα ξημερώματα για τη λειτουργία, δεν μπορώ να σας πω. Πάντα μουρμούριζα θυμάμαι. Μα η θειά μου με σήκωνε με το ζόρι και δώσ’ του μετάνοιες στρωτές, ώσπου να τελειώσει η λειτουργία πριν καλά καλά να φέξει. Έτσι φτάναμε στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Κόσμος μαζευόταν από τα τρίγυρα και τη Μεσαρά. Ο κάμπος σόγεμος από ζώα, χρώματα και σχέδια ανακατεμένα, από τις ξομπλιαστές πατανίες, τις δεξιμάτες και τα χιράμια τα πλουμιστά, με τις καρτσοβελονάτες νταντέλες-πάνω στα σαμάρια. Θυμούμαι όμως πως πολλοί, κυρίως ξενοχωριανοί, το πρωί ψάχνανε για τη μουράγια ή το φόρτωμα, ακόμα και για τα μπιστοκαπουλόδετα του σαμαριού τους. Αλλά λέει ο λόγος «άπιαστος κλέφτης καθάριος νοικοκύρης».
Αντιλαλούν οι γύρω βουνοκορφές, από τις φωνές, τα γέλια και τα τραγούδια. Παρέες παρέες ρίχνονται στο φαγοπότι οι πιστοί κι ύστερα αράδα αράδα, καβαλάρηδες στα μουλάρια, τις φοράδες με τις κολαῒνες, τα γαϊδουράκια, οι κοπελιές με τα πολύχρωμα παρασόλια για να μην τις κάψει ο ήλιος, μια αράδα που έμοιαζε με καραβάνι γυρίζανε γλεντοκοπώντας στο χωριό.
Μπροστά πήγαιναν καμαρωτοί δύο λεβέντες, άρχοντες του τόπου, καβάλα στα ατίθασα και περήφανα μπεγίρια τους, ο Γιάννης της Γιάτραινας (γιατρός) και ο Γιάννης του Τίτου (δικηγόρος), πρωτοξαδέρφια, που ιδιαίτερα τιμούσαν το πανηγύρι της Αγίας Μονής μια και στον περίβολό της, «τιμής ένεκεν», είναι θαμμένοι ο πατέρας του ενός και ο θείος τους υπουργός Γεώργιος Παπαμαστοράκης…
* Το ωραίο αυτό περιγραφικό κείμενο είναι από το αρχείο της αξέχαστης Μαρίας Παπαδημητράκη (Σταυρωτής)
Φωτογραφία: Εκδρομή στην Αγία Μονή το 1965