Τα γεγονότα στον Κρεββατά


Παρά τη θυσία των κατοίκων και την καταστροφή των σπιτιών ο Κρεββατάς δεν αναφέρεται στα μαρτυρικά χωριά της Βιάννου
Μετά τα γεγονότα της Σύμης ακολούθησαν οι εκτελέσεις των κατοίκων σε αντίποινα από τους Γερμανούς στις 14-9-1943 ημέρα του Τιμίου Σταυρού.
Οι Γερμανοί λίγο μετά το μεσημέρι ήρθαν στον Κρεββατά από το δρόμο των Αμιρών. Στην είσοδο του χωριού χωρίστηκαν σε ομάδες που έφυγαν και κύκλωσαν το χωριό. Έβαλαν σκοπούς που δεν επέτρεπαν την έξοδο από το χωριό σε κανένα.
Μία ομάδα ήρθε από τη Δυτική άκρη του χωριού που βρισκόταν το καφενείο του Ματθαίου Αγγελάκη. Βρήκαν στο καφενείο τον γιό του Στυλιανό και τον οδήγησαν στην αυλή του καφενείου. Ο Στέλιος κατάλαβε ότι θα τον εκτελούσαν και άρχισε να τρέχει προς το ποτάμι. Μια σφαίρα τον χτύπησε ξυστά στο κεφάλι και έπεσε στο έδαφος παριστάνοντας τον νεκρό. Προχώρησαν οι Γερμανοί στο επόμενο σπίτι και η μητέρα του άρχισε να κλαίει και να οδύρεται βλέποντας τον γιό της πεσμένο. Τον πλησίασε και αυτός την λυπήθηκε και της είπε ότι δεν είχε κάτι σοβαρό. Έφυγε η μάνα. Ένας Γερμανός σκοπός παρακολουθούσε τη σκηνή. Μόλις έφυγε η μάνα πήγε και τον εκτέλεσε. Η μητέρα του δεν το ξεπέρασε ποτέ.
Στο επόμενο σπίτι του Μανώλη Ζωάκη μπήκαν και πήραν τον οικοδεσπότη τον οποίο εκτέλεσαν ενώ έβγαινε από την πόρτα του σπιτιού του. Στη συνέχεια πήραν τον υπηρέτη του Σταύρο Μακρυγιωργάκη από τα Αμιρά και τον έβγαλαν έξω από το σπίτι. Αυτός είχε παρακολουθήσει την εκτέλεση των δύο άλλων και άρχισε να τρέχει προς το ποτάμι. Τελικά σώθηκε και κρυβόταν μια εβδομάδα στον Λαχταριδιά, ανάμεσα στις μέλισσες.
Τον πατέρα του Μανώλη, τον γέροντα Νικόλαο Χατζή Σπύρου Ζωάκη, 83 ετών, άρρωστο και ανήμπορο να κινηθεί τον σκότωσαν στο ίδιο σπίτι και στο κρεββάτι που ήταν ξαπλωμένος. Τον έσφαξαν με την ξιφολόγχη.
Πιο πέρα συνάντησαν τον Νικόλαο Παπαδημητρόπουλο ο οποίος επέστρεφε από το περιβόλι του και τον εκτέλεσαν στη μέση του δρόμου.
Στο διπλανό σπίτι βρήκαν τον Ζαχαρία Χατζάκη. Τον έβγαλαν έξω από το σπίτι και τον εκτέλεσαν. Έπεσε νεκρός μέσα στον καταπότη (κανάλι νερού) που υπήρχε εκεί.
Προχώρησαν στο σπίτι του Νικολάου Πολ. Αγγελάκη του άνδρα της Σοφίας της Καλαμιώτισσας. Βρισκόταν με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του στο σπίτι. Τον πήραν ενώ τα παιδιά του με τη γυναίκα του προσπαθούσαν να τους εμποδίσουν. Έκλεισαν την Σοφία με τα παιδιά της στο σπίτι και τον εκτέλεσαν στην αυλή του σπιτιού του.
Στο διπλανό σπίτι βρήκαν τον άνδρα της Πεντάρφανης, τον Αγγελάκη Εμμανουήλ του Κωνσταντίνου. Τον εκτέλεσαν στην αυλή του σπιτιού του, έξω από το παλιό Δημοτικό Σχολείο ενώ η κόρη του Ελένη έκλαιγε και τον κρατούσε από το παντελόνι.
Στο επόμενο σπίτι βρήκαν τον Γεώργιο Χ’ Σπ΄ Ζωάκη, πατέρα του δικηγόρου Σπύρου Ζώη, του Μάρκου Ζωάκη και της Στυλιανής (της Μεγκράναινας). Τον συνέλαβα και τον οδήγησαν στο δώμα του Κουτσοχέρη.
Άλλη ομάδα των Γερμανών προχώρησε ανατολικά και ήρθε από το δρόμο που οδηγεί στο Κεφαλοβρύσι, απο την Πάνω Γειτονιά.
Στο πρώτο σπίτι βρήκαν τον γιό του Κολύμπαρου Ιωάννη Ν. Αγγελάκη που είχε πάρει παράσημο ανδρείας στον Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο του 1913, τον οδήγησαν στον τόπο συγκέντρωσης. Τον εκτέλεσαν καθισμένο σε μια πέτρα με μια σφαίρα στο μέτωπο. Καθισμένο και χαμογελαστό τον θυμάται η νύφη του Ελένη. Έτσι έμεινε και έτσι ξύλιασε, σαν γονατιστός και δεόμενος, και με δυσκολία τον έβαλαν τον μνήμα μαζί με άλλους δυο σκοτωμένους.
Κατηφορίζοντας στο επόμενο σπίτι βρήκαν τον ανάπηρο, από τη Μικρασιατική Καταστροφή, Αγγελάκη Στέργιο του Εμμανουήλ. Δεν μπορούσε να μετακινηθεί και τον σκότωσαν στην αυλή του σπιτιού του. Τα παιδιά του τυχαία πήγαν νερό στις κατσίκες στην Γιαννούλα, (τοποθεσία του Χωριού), άκουσαν τους πυροβολισμούς, φοβήθηκαν, έτρεξαν και κρύφτηκαν στα Ξεβγάρματα στην κουφάλα ενός μεγάλου πρίνου ανάμεσα στους βάτους. Τελικά σώθηκαν.
Στη συνέχεια ήρθαν στο διπλανό σπίτι του Λεωνίδα Αγγελάκη. Ο γέροντας Λεωνίδας βγήκε με τη ρακή και σταφύλια και κέρασε τους Γερμανούς στην αυλή του πιστεύοντας ότι δεν θα τον πειράξουν. Ήπιαν τη ρακή και ζήτησαν και άλλη. Όταν αυτός πήγαινε στο σπίτι να φέρει, τον πυροβόλησαν πισώπλατα και τον σκότωσαν στην αυλή του σπιτιού του.
Στο διπλανό σπίτι βρήκαν τον Ελευθέριο Στιβακτάκη τον οποίο πυροβόλησαν ενώ βρισκόταν στην κουζίνα του σπιτιού του. Τον τραυμάτισαν βαριά αλλά δεν του έδωσαν χαριστική βολή και επέζησε. Κρυβόταν για καιρό στην Πάνω Βρύση στις μυρτιές όπου τον περιέθαλπαν οι Κρεββατιανοί.
Δίπλα στο σπίτι του Άγγελου Αγγελάκη βρισκόταν αρκετοί χωριανοί. Οι Γερμανοί σκότωσαν στην αυλή τον Αγροφύλακα Ελευθέριο Βερυκοκάκη από τα Αμιρά που βρισκόταν στο χωριό. Νόμισαν ότι δεν υπάρχει άλλος στο σπίτι και έφυγαν.
Αμέσως μετά ένας Γερμανός βρήκε στο σπίτι του Αριστείδη Αγγελάκη τον αδερφό του Γιώργη Αγγελάκη (Σπιρτά) 19 ετών και την αδερφή του Μαρία που ήταν άρρωστη. Έσπρωξε τον Γιώργη και τον έκρυψε κάτω από το Κρεββάτι λέγοντας του με νοήματα να μείνει εκεί, διότι αν τον δουν άλλοι θα τον σκοτώσουν. Μου το είπε ο ίδιος.
Πιο κάτω άλλοι Γερμανοί βρήκαν στο σπίτι του τον Νικόλαο Αγγελάκη του Γεωργίου με τη γυναίκα του και τα τέσσερα κοριτσάκια του. Τον πήραν έξω από το σπίτι, έκλεισαν την πόρτα και τον εκτέλεσαν.
Στο διπλανό σπίτι του δασκάλου Μιχάλη Κυπριωτάκη κάποιοι κρύφτηκαν στον Αχυρώνα. Ο πενθερός του Ζωάκης Εμμανουήλ του Χ’ Ιωάννου, 70 ετών, δεν πρόλαβε να κρυφτεί αν και τον ειδοποίησε ο γαμβρός του. Τον πυροβόλησαν πισώπλατα στην είσοδο του σπιτιού του.
Στην εκκλησία οδηγήθηκε και ο Ζωάκης Εμμανουήλ του Σπυρίδωνα, ο πατέρας του Στέλιου Ζωάκη, ράφτη από το Κεφαλοβρύσι.
Επιστρέφοντας προς Ανατολάς συνάντησαν τον Ιερέα του χωριού Λεωνίδα Πνευματικάκη από το Βαχό που είχε έρθει στο χωριό για τη λειτουργία. Κρατούσε τον Αγιασμό και το Σταυρό στο χέρι για να φωτίσει τους χωριανούς. Τον πυροβόλησαν στην είσοδο του σπιτιού της Δανάης Μιχαλογιαννάκη και έπεσε ο μισός μέσα στο σπίτι και ο υπόλοιπος έξω.
Μετά προχώρησαν προς της Εκκλησία. Στο δρόμο τους συνάντησαν το σπίτι του Νικολάου Καρακωνσταντάκη τον οποίο και οδήγησαν δίπλα στο δώμα του Κουτσοχέρη.
Στο επόμενο σπίτι βρήκαν τον Μάριο ή Μαρή Νικολάου Χ’ Σπ΄ Ζωάκη τον αποκεφάλισαν με την ξιφολόγχη και αυτό στο κρεββάτι του. Τον βρήκε η ανιψιά του Μαρίκα που πήγε να τον επισκεφτεί σε μια λίμνη αίματος. Το σοκ δεν το ξεπέρασε ποτέ.
Η Τρίτη ομάδα ξεκίνησε από το ανατολικό άκρο του χωριού.
Βρήκαν τον Ιωάννη Δημητρογιαννάκη στο σπίτι του και τον οδήγησαν στο δώμα του Κουτσοχέρη. Κάτω από το δρόμο, έξω από το σπίτι της Κυριακής του Μαρκόπουλου, βρήκαν τον νεαρό Δημήτρη Αγγελάκη γιό του Κολύμπαρου που με μια ριπή τον εκτέλεσαν. Φοβήθηκαν μήπως τους φύγει.
Μετά σταμάτησαν λίγο για να ξεκουραστούν. Ο Κωνσταντίνος Αγγελάκης (Ζουριδόκωστας) κρυβόταν έξω από το χωριό. Όταν σταμάτησαν οι πυροβολισμοί νόμισε ότι έφυγαν οι Γερμανοί και προσπάθησε να έρθει στο σπίτι του που βρισκόταν στο ανατολικό άκρο του χωριού. Τον είδε ένας Γερμανός σκοπός και τον οδήγησε στον τόπο εκτέλεσης.
Αφού συγκέντρωσαν όσους βρήκαν στο δώμα του Κουτσοχέρη, έστησαν τα πολυβόλα και τους εκτέλεσαν. Μετά ένας Γερμανός έδωσε και τη χαριστική βολή σε όλους.
Την ίδια μέρα στην τοποθεσία Λυγιά σκότωσαν και την Ελένη Γ. Μαρή με το επτάχρονο αγοράκι της το Μιχάλη που τους βρήκαν ενώ είχαν πάει φαγητό στον άνδρα της πο κρυβόταν στο φαράγγι της Άρβης.
Επίσης δολοφόνησαν στον Κόρνια το χωριανό μας Νικόλαο Μ. Ζωάκη 31 ετών. Ο Ζωάκης πολέμησε στη μάχη της Σύμης και μετά κρύφτηκε με άλλους τρεις στο Φαράγγι του Κόρνια για να αποφύγουν τα αντίποινα των Γερμανών. Τους βρήκαν εκεί που κρυβόταν και επειδή δεν μπορούσαν να τους πλησιάσουν, έριχναν χειροβομβίδες μέχρι που τους σκότωσαν. Μετά από 20 μέρες τους έβγαλαν με σχοινιά και του έθαψαν στα χωριά τους. Τα όρνεα είχαν φάει πολλά μέλη από τα σώματα τους.
Στο τέλος επέτρεψαν στις γυναίκες να δουν τους νεκρούς με την παρατήρηση να τους θάψουν διαφορετικά θα τους έκαιγαν.
Στη συνέχεια, οι Γερμανοί μαζεύτηκαν και γιόρτασαν την νίκη τους εναντίον των αμάχων, με ένα φωνόγραφο που βρήκαν, στο δώμα του Εμμανουήλ Ζωάκη (Καβέ), δεξιά μετά την εκκλησία προς τον Άγιο Βασίλειο
Κάποιος από αυτούς προσπάθησε να αρπάξει και την πανέμορφη κοπέλα Άννα Καρακωνσταντάκη που βρισκόταν στο σπίτι της νονάς της Κυριακής. Άρχισε τα κλάματα και τις φωνές, του ξέφυγε και κρύφτηκε στις μυρτιές στην Πάνω βρύση.
Η Εκκλησία του χωριού πριν το 1968 με τον φοίνικα στην αυλή. Μπροστά διακρίνεται το δώμα του Γεωργίου Ζωάκη. Εκεί έστησαν οι Γερμανοί τους Κρεββατιανούς και τους εκτέλεσαν. Για πολλά χρόνια φαινόταν τα αίματα των σκοτωμένων πάνω στις πέτρες που διακρίνονται. (Αρχείο: Νίκου Αγγελάκη Κολύμπαρου).
Το απόγευμα αναχώρησαν για τον Άγιο Βασίλειο όπου εκτέλεσαν ένα ακόμη χωριανό που έμενε εκεί, τον δικηγόρο Δημήτριο Κονδυλάκη . Ο γιός του Ματθαίου Αγγελάκη, ο Μανόλης στήθηκε στη γραμμή των εκτελέσεων, στον Άγιο Βασίλειο που βρέθηκε, αλλά σώθηκε όταν καταπλακώθηκε από άλλους νεκρούς και οι Γερμανοί τον θεώρησαν σκοτωμένο.
Ξεκίνησαν οι γυναίκες το δύσκολο έργο της μεταφοράς των σκοτωμένων. Σε μια κουβέρτα έβαζαν τους νεκρούς και τους μετέφεραν ανά τέσσερις στο νεκροταφείο. Τους έβαζαν δύο και τρείς μαζί σε κάθε τάφο αφού τα μνήματα ήταν επτά και οι νεκροί 19.
Τον Π. Λεωνίδα Πνευματικάκη τιμητικά τον έβαλαν στον τάφο του π. Κωστή Αγγελάκη μόνο του.
Την επομένη ο Γεώργιος Μαρής έφερα από τη Λυγιά τη γυναίκα του και το γιό του και τους ενταφίασε στην άκρη του νεκροταφείου αφού δεν υπήρχαν τάφοι.
Παρατηρούμε ότι από όλα τα σπίτια υπήρχε και κάποιος νεκρός.
(Τις πληροφορίες της πήρα από το οικογενειακό μου περιβάλλον και τους κατοίκους του χωριού που έζησαν τα γεγονότα και είναι πραγματικές αφηγήσεις. Επίσης από το αρχείο του δασκάλου Νικολάου Διακάκη που έζησε τα γεγονότα και μου εμπιστεύτηκε μέρος των δημοσιεύσεων του. Ο Νικόλαος Καρακωνσταντάκης ήταν παππούς μου ενώ την ίδια μέρα εκτελέστηκε στα Αμιρά και ο άλλος παππούς μου ο Νικόλαος Κονδυλάκης.)
Παρά τη θυσία των κατοίκων και την καταστροφή των σπιτιών ο Κρεββατάς δεν αναφέρεται στα μαρτυρικά χωριά της Βιάννου, άγνωστο γιατί.
Θρήνος των γυναικών πάνω από τα μνήματα των εκτελεσθέντων στον Κρεββατά
Από το φωτογραφικό αρχείο του Κ. Κουτουλάκη που βρίσκεται στο Δήμο Μαλεβιζίου.