Πάσχα στον Ωκεανό!
Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε με το σύνθημα του υποπλοιάρχου: «Δέκα, εννέα, οκτώ, επτά, έξη, πέντε, τέσσερα, τρία, δύο, ένα, μηδέν! Στιγμιαίο σβήσιμο και άναμμα των φώτων της τραπεζαρίας, σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι και ψάλαμε το «Χριστός Ανέστη»!
«Χριστός ανέστη εκ νεκρών
θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασι
ζωήν χαρισάμενος»!
«Χριστός Ανέστη παιδιά», φώναξε με δυνατή φωνή ο Πλοίαρχος.
«Αληθώς Ανέστη ο Κύριος», φωνάξαμε όλοι μαζί, και καθίσαμε ξανά στις θέσεις μας γύρω από το πασχαλινό τραπέζι.
Πρώτο πιάτο η μαγειρίτσα. Μια μαγειρίτσα αχνιστή και λαχταριστή που με μεγάλο κόπο είχε φροντίσει να ετοιμάσει ο καημένος ο μάγειρας. Και λέω λαχταριστή διότι, είναι ένα φαγητό που δεν το έχομε κάθε μέρα στο τραπέζι μας. Πολύ περισσότερο στα πλοία, ιδιαίτερα στα φορτηγά που ούτε τα απαραίτητα υλικά υπάρχουν, αλλά ούτε και την τεχνική ξέρει για να τη φτιάξει κάποιος μάγειρας. Ο δικός μας όμως γνώριζε, υποσχέθηκε ότι θα της φτιάξει εάν του φέρουν τα υλικά, και τήρησε την υπόσχεσή του. Καταπληκτικό δεύτερο πιάτο, αρνάκι Νέας Ζηλανδίας κατεψυγμένο φυσικά. Μόλις βγήκε από τον φούρνο ροδοκοκκινισμένο με μπόλικη μουστάρδα, γαρνιρισμένο με πατάτες. Αλλά και όλα τα εδέσματα που υπήρχαν στο φετινό-Λαμπριάτικο τραπέζι ήταν εξαιρετικά και αρκετά. Ο Πλοίαρχος είχε δώσει από πολύ νωρίς εντολή στον καμαρότο και τον μάγειρα, να κάνουν σωστή παραγγελία στον τροφοδότη, να εφοδιαστούν τα πάντα για ένα πλούσιο Πασχαλινό τραπέζι, χωρίς να λείψει τίποτα απολύτως.
Το πλοίο είχε φορτώσει- τι άλλο-σιτάρι από τις λίμνες του Καναδά για λιμάνια των Ινδιών. Το Πάσχα θα μας έβρισκε καταμεσής του Ινδικού Ωκεανού, συζητήθηκε μεταξύ του πληρώματος, γι’ αυτό και εδόθη η σωστή πλοιαρχική εντολή: «Εφοδιαστείτε ο,τιδήποτε θα μας χρειαστεί για να εορτάσομε το Πάσχα στον Ωκεανό, χωρίς να μας λείψει τίποτα». Ο Καμαρότος και ο Μάγειρας έφτιαξαν την λίστα, τη διπλοτσεκάρησε ο Γραμματικός, πρόσθεσε και μερικά δικά του και την παρέδωσε στον τροφοδότη. Την επομένη ήλθαν τα εφόδια στο πλοίο, τα παρέλαβε ο Καμαρότος, ευχαριστημένος τα τοποθέτησε στις τροφαποθήκες και, ήσυχος πια που εκτέλεσε την πλοιαρχική εντολή, συνέχισε τις καθημερινές του δραστηριότητες.
Το φορτηγό «ΣΑΝΤΑ ΦΕ » φόρτωσε όλο του το φορτίο και ξεκίνησε το μακρινό του ταξίδι για την Ινδία μέσω του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, μιας και η διώρυγα του Σουέζ ήταν κλειστή λόγω του πολέμου μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ. Το πλοίο βγήκε έξω από τις μεγάλες λίμνες που δεν είχαν ξεπαγώσει ακόμα καλά-καλά, διέσχισε τον ποταμό του Αγίου Λαυρεντίου και, συνέχισε στον Ατλαντικό με νοτιοανατολικές πορείες για το νοτιότερο άκρο της Αφρικής. Μετά την δεύτερη μέρα πλεύσης με ανησυχία παρατηρήσαμε το βαρόμετρο να κατεβαίνει μέσα σε λίγες ώρες από τα 1010 μιλιμπάρ στα 990. Δεν άργησε και ο ασυρματιστής να φέρει το πολύ άσχημο δελτίο καιρού, που έλεγε ότι οι άνεμοι θα φθάσουν τα δέκα Μποφώρ! Άμεση κινητοποίηση του πληρώματος. Ο Υποπλοίαρχος, ο Ανθυποπλοίαρχος και ο Λοστρόμος επιθεώρησαν όλο το σκάφος, κλείστηκαν οι σιδερένιες ασφάλειες των φινιστρινιών, διπλοδέθηκε το καθετί που μπορούσε να μετακινηθεί, διπλοτσεκάρισαν τους μουσαμάδες στα στόμια των αμπαριών και μια ακόμα σφυριά στις ξύλινες σφήνες που σφίγγουν τις σιδερένιες ασφάλειες. Έλεγχος στα γεμισμένα με σιτάρι στόμια των μπουλμέδων, μήπως και κάποια σανίδα κουνιέται η ξεκαρφώθηκε και έχει φύγει από την θέση της. Οι Καμαρότοι μάζεψαν όλα τα πιάτα, ποτήρια και φλιτζάνια και τα τοποθέτησαν σε ειδικές θήκες που υπάρχουν γι’ αυτή την περίπτωση. Αν το αμελήσουν, με το ισχυρό μπότζι όλα αυτά θα σπάσουν, και εκτός του ότι κοστίζουν ένα σωρό χρήματα, άντε μετά να βρεις πιάτο να φας και φλιτζάνι να πιείς τον καφέ σου. Η φουρτούνα κράτησε δύο 24ωρα. Ευτυχώς το κύμα ήταν δευτερόπρυμα και εκτός του πολύ μεγάλου διατοιχισμού που, καμιά φορά, έφθανε και τις δεκαπέντε μοίρες, δεν είχαμε καμιά ζημιά, ούτε και χάσαμε πολλά μίλια. Μόλις περάσαμε τον 38ο μεσημβρινό ο καιρός μπατάρισε, ο άνεμος κόπασε και σε λίγες ώρες η θάλασσα έγινε ξανά φιλική και χαδιάρα με το καράβι, λες και μετάνιωσε για την προηγούμενη συμπεριφορά της.
Το πλοίο συνέχιζε το ταξίδι του προς τις θάλασσες του Νότου, πέρασε τον τροπικό του Καρκίνου, τον Ισημερινό, τον τροπικό του Αιγόκερω και χωρίς κανένα πρόβλημα παράλλαξε το ακρωτήρι της Καλής Ελπίδος και βρέθηκε να διασχίζει τον Ινδικό Ωκεανό.
Από την μεγάλη Δευτέρα άρχισαν οι προετοιμασίες για τον εορτασμό του Πάσχα. Οι μηχανικοί έκοψαν εγκάρσια δύο βαρέλια και κατασκεύασαν τέσσερις ωραιότατες ψησταριές μαζί με τις αντίστοιχες σούβλες. Έφτιαξαν και σχάρες για τα παϊδάκια και τις μπριτζόλες. Κάρβουνα είχαν προμηθευτεί αρκετά. Ο Καμαρότος κατέβηκε στις τροφαποθήκες και έφερε στην κουζίνα όλα τα υλικά που απαιτούντο για να φτιάξει ο μάγειρας το τραπέζι της ανάστασης. Επειδή κατά την διάρκεια της ημέρας έχει να ετοιμάσει το καθημερινό φαγητό του πληρώματος πρωί – μεσημέρι – βράδυ, αναγκαστικά θα μείνει την νύχτα να δουλέψει για να φτιάξει τα αναστάσιμα (τσουρεκάκια αυγοκούλουρα, γλυκά) και ό,τι χρειάζεται για το πασχαλινό τραπέζι.
Η Μεγάλη Παρασκευή είναι μια πολύ δύσκολη ημέρα για τους μαγειροκαμαρότους. Είναι μία από τις τρείς ημέρες υποχρεωτικής νηστείας που δια νόμου έχουν καθιερωθεί εις τα πληρώματα της εμπορικής ναυτιλίας. Οι ημέρες αυτές είναι η Καθαρή Δευτέρα, η Μεγάλη Παρασκευή και 14η Σεπτεμβρίου ημέρα Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Τις ημέρες αυτές αποσύρονται τα κρέατα, τυριά, αυγά και όλα όσα η θρησκεία απαγορεύει και σερβίρονται όλα τα νηστήσιμα όπως χαλβάς, ταραμάς, ελιές, χταπόδια, γαρίδες, καβούρια, φασολάδα χωρίς λάδι, κοφτό μακαρονάκι με χταπόδι ψιλοκομμένο και, φυσικά, σαλάτες εάν υπάρχουν ακόμη φρέσκα λαχανικά. Ετοιμάστηκαν λοιπόν όλα τα παραπάνω, σερβιρίστηκαν στις τραπεζαρίες και ο κόσμος άρχισε να τρώει ευχαριστημένος. Ο Μάγειρας και ο Καμαρότος κατέβηκαν στις αποθήκες τροφίμων να φέρουν τα εκατόν πενήντα αυγά που είχαν αποφασίσει να βάψουν. Ξαφνικά θυμήθηκαν ότι σκόνη βαφής αυγών δεν είχαν παραγγείλει. Έψαξαν μήπως και βρουν κανένα φακελάκι από προηγούμενες χρονιές, αλλά δεν βρήκαν. Τώρα τι κάνομε; Χωρίς κόκκινα αυγά λαμπρή δεν γίνεται. Στεναχωρημένοι πήγαν στον υποπλοίαρχο και του είπαν το πάθημά τους. Άκουσε την κουβέντα ο Μαστροβασίλης, ο πρώτος μηχανικός και τους είπε: «Γιατί δεν τα βάφετε με πατζάρια και κρεμμυδόφυλλα»;
«Πως κύριε πρώτε να χαρείς; Πες μας πώς γίνεται»;
«Θα πάρεις όσα παντζάρια έχεις και τα κρεμμυδόφυλλα από δέκα κιλά κρεμμύδια, θα τα βάλεις σε μια κατσαρόλα να βράσουν τουλάχιστον μισή ώρα και μετά θα βάλεις μέσα τα αυγά για άλλη μισή ώρα. Βέβαια δεν θα γίνουν εντελώς κατακόκκινα, αλλά η κοκκινίλα τους θα είναι αρκετή για να τα πούμε Πασχαλινά αυγά».
Πράγματι, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής τα αυγά βαφτήκανε με κρεμμυδόφυλλα διότι τα παντζάρια ήταν ελάχιστα.
Μαζεμένοι τώρα γύρω από το τραπέζι της Αναστάσεως, και αφού όλοι μαζί ψάλανε το Χριστός Ανέστη, άρχισαν να τρώνε την αχνιστή ακόμη μαγειρίτσα, και το πολύ νόστιμο αρνάκι Νέας Ζηλανδίας που μόλις είχε βγει από τον φούρνο. Αναψυκτικά, μπύρες και κρασί άφθονα πάνω στο τραπέζι. Κάθε τόσο σταματούσαν το φαγητό για να πιούν και να ευχηθούν ο ένας ο ένας στον άλλο, με κυριότερες ευχές «του χρόνου παιδιά στα σπίτια μας» «όχι άλλο Πάσχα στο πέλαγος» «με το καλό να σε υποδεχτούνε».
Πριν ακόμα τελειώσει το φαγητό, άρχισε να επικρατεί κάποια συγκίνηση και μελαγχολία. Ο πρώτος που έσπασε και άρχισε τα δάκρυα και τους σιωπηλούς λυγμούς ήταν ο Δόκιμος Καταστρώματος. Εικοσάχρονο παιδί, μόλις είχε τελειώσει τις σχολές, τούτο ήταν το πρώτο του μπάρκο, η πρώτη Ανάσταση στο πέλαγος μακριά από το σπίτι του και την οικογένειά του. Θυμήθηκε το προηγούμενο Πάσχα στο σπίτι του με τους γονείς του και την μικρή αδελφή του. Όσο και αν προσπάθησε να συγκρατηθεί, όσο και εάν έσφιξε τα δόντια του δεν μπόρεσε να μην κλάψει. Ο γέρο-Λοστρόμος, ένα στοιχειό της θάλασσας με πάνω από σαράντα χρόνια στις κουβέρτες των φορτηγών πλοίων, κοίταξε στοργικά τον Δόκιμο, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και του λέει: «Κλάψε λεβέντη μου. Κλάψε φανερά τώρα που μπορείς. Σε λίγα χρόνια δεν θα μπορείς να κλάψει πια. Δεν θα έχεις άλλα δάκρυα. Θα στερέψουν όπως στέρεψαν και τα δικά μου. Θα σου τα πάρει η θάλασσα όπως τα πήρε από όλους εμάς τους μεγαλύτερους. Μην νομίζεις ότι εμείς δεν κλαίμε. Μέσα μας έχομε τον ίδιο με σένα πόνο. Απλά η θάλασσα μας έμαθε να πνίγουμε τον πόνο μας για να μην μας πνίξει αυτός. Κλαίμε και εμείς όπως και εσύ αλλά δυστυχώς χωρίς δάκρυα. Μακάρι να μπορούσα και εγώ να κλάψω όπως εσύ».
Πριν ακόμα τελειώσει ο Λοστρόμος τα λόγια του, είχαν βγει αρκετά μαντήλια από τις τσέπες και σκούπιζαν δακρυσμένα μάτια. Όσοι δεν είχαν μαντήλια έβρεχαν με τα δάκρυά τους τις κόκκινες πασχαλινές χαρτοπετσέτες.
Ο Πλοίαρχος για να αλλάξει κάπως το κλίμα σηκώθηκε όρθιος για να πει δυο λόγια: «Εύχομαι η Ανάσταση του Κυρίου να βοηθήσει τον κάθε ένα από εσάς να πραγματοποιήσει όλα του τα σχέδια. Μην ξεχνάτε ότι είμαστε όλοι εδώ μέσα για τον ίδιο σκοπό. Κανένας δεν είναι στο πλοίο χωρίς την θέλησή του. Είναι επιλογή μας που ταξιδεύομε αυτές τις Άγιες ημέρες πάνω σε τούτο το όμορφο καράβι. Χωρίς τα ταξίδια μας, τα πράγματα στο σπίτι και στην οικογένεια θα ήταν χειρότερα. Υπομονή λοιπόν. Ο καιρός περνάει γρήγορα και πολύ σύντομα θα βρεθούμε ξανά στην Πατρίδα με τις οικογένειές μας και τους αγαπημένους μας ανθρώπους».
Τελειώνοντας τα λόγια του δεν ξανακάθισε στο τραπέζι. Ευχήθηκε σε όλους για ακόμα φορά το «Χριστός Ανέστη» και αποχώρησε για το δωμάτιό του. Αυτό ήταν και το σύνθημα για να τελειώσει η βραδιά. Έφυγαν όλοι για τις καμπίνες τους και έμειναν μόνο τα καμαροτάκια και ο ναύτης σκάπουλος να μαζέψουν πιάτα και ποτήρια, να καθαρίσουν την τραπεζαρία για να είναι έτοιμη την επομένη.
Με την ανατολή του ηλίου φάνηκε ότι το Πάσχα θα ήταν μια θαυμάσια ημέρα. Ο ουρανός καταγάλανος, η θάλασσα πολύ ήρεμη, αρυτίδιαστη θα έλεγα, σαν να υπήρχε κάποια συμφωνία μαζί της. Από νωρίς άναψαν τα κάρβουνα στις ψησταριές και οι σούβλες μα τα αρνιά μπήκαν στις θέσεις τους. Η θαλάσσια αύρα έπαιρνε τους καπνούς και την τσίκνα και την σκόρπιζε μακριά πέρα στα πελάγη, σαν κάποια σπονδή στο Ολύμπιο θεό Ποσειδώνα, για την ωραία μέρα που μας χάρισε. Κατά τις έντεκα βγήκαν οι πρώτες μπριζόλες και παϊδάκια για τους βιαστικούς. Το μαγνητόφωνο με τα νησιώτικα στη διαπασών. Η παρέα σιγά-σιγά άρχισε να μεγαλώνει. Οι πιο νέοι πιάσανε το χορό, τα νησιώτικα αρχικά, για να συνεχίσουν στο βαρύ ζεϊμπέκικο και στις παραγγελιές. Όταν κουράστηκαν με τους χορούς και τα τραγούδια, άρχισαν τις διηγήσεις και τις περιγραφές του Πάσχα στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και στα νησιά τους. Ο Κερκυραίος μηχανικός περιέγραψε το έθιμο με τα κανάτια που σπάζουν στην πατρίδα του και τις χορωδίες που συνοδεύουν τους επιτάφιους. Ο Χιώτης ηλεκτρολόγος για τον ρουκετοπόλεμο στον Βροντάδο και κάποιος ναύτης από τους Φούρνους, για το νησί του που έχει τρία χωριά αλλά ένα μόνο παππά ο οποίος πρέπει να κάνει Ανάσταση και στα τρία χωριά. Στο πρώτο χωριό η Ανάσταση γίνεται στις οκτώ το βράδυ, η δεύτερη στις δέκα, και η τρίτη κανονικά τα μεσάνυχτα.
Κουρασμένοι από τους χορούς και τα τραγούδια, ίσως και λίγο ζαλισμένοι από το κρασί και τις μπύρες, άρχισαν ένας-ένας να αποχωρούν για τις καμπίνες τους. Ήλθε ξανά η ώρα της περισυλλογής και της θλίψης. Εκείνες τις ώρες ο ναυτικός παίρνει μολύβι και χαρτί, βάζει τις φωτογραφίες γυναίκας και παιδιών πάνω στο τραπέζι, και αρχίζει να γράφει. Γράφει όσα θέλει να τους πει, αλλά και ακούει αυτά που θέλει να του πουν σαν κοιτάζει τις φωτογραφίες…
Εν τω μεταξύ το « ΣΑΝΤΑ ΦΕ » συνέχιζε να σχίζει τα νερά του Ινδικού και μέρα με την μέρα πλησίαζε όλο και περισσότερο τα Ινδικά λιμάνια για να ξεφορτώσει το πολύτιμο φορτίο του…
*Ο Μιχάλης Καρπαθάκης είναι τέως Πλοίαρχος Ε.Ν.
Φωτογραφία: John Entwistle Photography