Στα Μετόχια του Γιαλού
Ο Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης, από τον Χόνδρο Βιάννου, με το γλυκύτατο ψευδώνυμο του «Κάστρου Ταχυδρόμος», παρουσιάζει, μέσα από μια σειρά ιστορικών διηγήσεών του, τη ζωή των παλιών συγχωριανών του, φτωχών όλων φαμελιάρηδων, πριν από τον πόλεμο και την κατοχή, στα λεγόμενα Μετόχια του Γιαλού. Πρόκειται, ακριβώς, για φτωχικές αγροικίες στα παραθαλάσσια μέρη του χωριού του, όπου ερχόντουσαν οι Χονδριγιανοί και διέμεναν ορισμένες εποχές του έτους, προκειμένου να έχουν από κοντά τα
χωράφια τους, τα περβολάκια και τις λοιπές αγροτικές τους ασχολίες. Αλλά οι άνθρωποι εκείνοι, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, «μεγάλωσαν κι έφυγαν και τώρα πια έχουν μείνει μια φούχτα από ρημαγμένα μετόχια, βουβοί μάρτυρες να θυμίζουν ένα φεγγάρι μιας γεωργικής δοξαστικής εποχής».
Με τις διηγήσεις του αυτές ο φίλος συγγραφέας ανασταίνει με τα πιο εύγλωττα, ζωντανά και καθάρια χρώματα τη ζωή των συγχωριανών του στα εν λόγω μετόχια και στην καθημερινή τους βιοπάλη προκειμένου να διασφαλίσουν το ψωμί τους και το ψωμί των παιδιών τους σε εποχές δύσκολες, σκληρές και απάνθρωπες.
Βλέπουμε, περαιτέρω, και διδασκόμαστε από το παράδειγμα των απλών αυτών ανθρώπων πως οι εξαιρετικές καταστάσεις και δυσκολίες της ζωής καθίστανται γι’ αυτούς πηγή και μόνιμη δύναμη για δημιουργία. Δημιουργούν μέσα τους αντιστάσεις και σοβαρές ικανότητες, ώστε να σκέφτονται γόνιμα και δημιουργικά και να επιζητούν τη βοήθεια του Θεού, εκδαπανώντας στο έπακρον όλα τα ανεξάντλητα αποθέματα των δυνάμεων της ψυχής τους. Έτσι καταφέρνουν να επουλώνουν πληγές, να ξανακτίζουν χαλάσματα και να θρέφουν τα γηρατειά και τα γυμνά και λιπόσαρκα παιδιά τους, για να μην πεθάνουν από την πείνα.
Η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, το βάρος της προσωπικής εμπειρίας και η ιδεολογική φόρτιση προσδίδουν στη γραφή αυτήν του Δημήτρη Θεοδοσάκη την αμεσότητα του ρεαλισμού και τη λεπτότητα των αισθημάτων για την πατρώα γη και τους αγαπημένους χωριανούς του. Και είναι γεγονός ότι ένας ολόκληρος κόσμος ξεπηδά ολοζώντανος μπροστά στα μάτια μας μέσα από τις ρεαλιστικές αυτές διηγήσεις, ενώ η εσωτερικευµένη πραγματικότητα επιτρέπει, συχνά, λυρικές εξάρσεις υποκειμενικών βιωμάτων υποκινούμενων από μιαν έντονη συναισθηματική τού συγγραφέα φόρτιση, χωρίς, πάντως, να αναιρείται ποτέ ο ρεαλισµός των διηγήσεων ούτε η αυθεντικότητα της πραγματικότητας.
Στα κείμενα του Δημήτρη Θεοδοσάκη αποτυπώνονται, επί πλέον, και τα καθαρά, τα γνήσια κρητικά έθιμα, όπως ζωντάνευαν τότε στις καθαρές εκείνες και αυθεντικές κρητικές κοινωνίες της «εποχής του λύχνου», με πλουσιότατα λαογραφικά στοιχεία, μαντινάδες, μοιρολόγια και παροιμίες, δοσμένα όλα με ένα μοναδικά δυνατό και απαιτητικά γενναιόδωρο κρητικό λεξιλόγιο.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορούμε να θεωρήσουμε το παρουσιαζόμενο βιβλίο ως ένα έργο προσφοράς και διδασκαλίας για τον άνθρωπο της εποχής μας, αλλά και ως ένα «αντιδώρημα» του συγγραφέα προς όλα εκείνα τα πολλά και ωραία, που του χάρισε κι εκείνου το σπουδαίο αυτό χτες της πατρώας γης, με την αθωότητα και τις αναμνήσεις ενός κόσμου παλιού, που έρχεται από μακριά μυροφόρος και έντονα αισθαντικός. Αυτές τις ακατάλυτες μνήμες επέλεξε και έπλεξε ο συγγραφέας σ’ ένα «ματσάκι
αλησμονιάς», να το κρατήσουν στα χέρια τους οι νεότεροι- εμείς, τα παιδιά και τα εγγόνια μας- και όλοι εκείνοι που μέλλεται να έρθουν, για να δουν και αυτοί και να μάθουν για τη ζωή του μόχθου, της φτώχειας και της αρετής των προγόνων τους.
Τι κρίμα, αλήθεια, που εμείς οι νεοέλληνες, και ειδικότερα οι νέοι, ολοένα και περισσότερο ξεχνούμε ή χάνουμε αυτόν τον πολύτιμο λαϊκό μας πολιτισμό, που αποτελεί, ακριβώς, τις ρίζες εκείνες που μας εξέθρεψαν. Ο ρυθμός τής νέας ζωής με τις ευκολίες και τις ταχύτητες της μηχανής, τα εύκολα ταξίδια και τις μετακινήσεις των πληθυσμών, ολοένα και περισσότερο αλλάζει κι εξαφανίζει την παραδοσιακή σταθερότητα και ομορφιά. Eυτυχώς, όμως, που υπάρχει η νοσταλγία, αυτή η πανανθρώπινη δυνατή «αδυναμία», που ξαναφέρνει τους απομακρυσμένους οδοιπόρους στο όνειρο και στα πρώτα βήματα της ζωής. Και στο βιβλίο τού κ. Θεοδοσάκη η δύναμη αυτή, η νοσταλγία για τα παλιά, είναι που μεγαλώνει το όνειρο και προετοιμάζει και προδιαθέτει για την πνευματική σοδειά που θα επακολουθήσει.
Θεωρώ ότι με το παρουσιαζόμενο βιβλίο του, ο Δημήτρης Θεοδοσάκης καταφέρνει να ζωντανέψει τη ζωή των ανθρώπων αυτών μέσα από δεκάδες φωτογραφίες και ιστορίες αυθεντικές, με ήρωες και πρωταγωνιστές πρόσωπα υπαρκτά, που τα περισσότερα από αυτά και ο ίδιος τα πρόλαβε και τα συνανεστράφη στα παιδικά του χρόνια. Είναι, γι’ αυτό, οι διηγήσεις του τόσο αληθινές, δοσμένες όλες με υψηλή λογοτεχνική δύναμη και με μια τέτοια αξιοπρέπεια και ομορφιά, που, εσένα τον αναγνώστη, σε συγκλονίζει και σε κάνει να ταυτίζεσαι με τα πρόσωπα και τα προβλήματά τους και ας μην τα γνωρίζεις ο ίδιος προσωπικά. Ζεις όμως μέσα σου τις καταστάσεις και τα βιώματά τους, διδάσκεσαι από τη ζωή και τα έργα τους και νιώθεις, στο βάθος, πως και συ, τελικά, είσαι άνθρωπος.
Τα θερμά μου, και πάλι, συγχαρητήρια στον αγαπητό μου φίλο Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη, τον όμορφο αυτόν του «Κάστρου Ταχυδρόμο» και για την παρούσα πολύτιμη προσφορά του στα κρητικά γράμματα. Και τον διαβεβαιώνω ότι και με το βιβλίο του αυτό «ὂντως ἒργον καλόν εἰργάσατο». Με τις παρουσιαζόμενες λογοτεχνικές δροσοσταλίδες του να είναι σίγουρος ότι μας ενθαρρύνει όλους και μας κάνει να πιστεύουμε ότι όσο συνεχίζουμε να ενδιαφερόμαστε και να σκύβουμε πάνω από τις αιώνιες αξίες της κρητικής γης,
πάνω από τα ήθη και τις παραδόσεις που μας συγκρατούν και μας στηρίζουν καθοριστικά στα ελληνορθόδοξα μετερίζια, δεν χάθηκαν ακόμα όλα κάτω από τον αδυσώπητο οδοστρωτήρα του σύγχρονου τεχνοκρατούμενου πολιτισμού.