Πασχαλιάτικες αναμνήσεις
Λαμπρόσκολα ήτονε και τότεσας....
Στη ζωή ακόμη αθρώποι που, εδά, ανεζητιούντε....
Δεν είχαμε ρεύμα στο μετόχι, άρα, δεν είχαμε ψυγείο να συντηρούμε το κάθε τι μας...
Από το Σαββάτο του Λαζάρου, στα σκαρβέλια του σωμαριού τα μαρτάρικά μας κι ομπρός ο κύρης, οπίσω η μάνα, να σύρνει εμένα από τη χέρα, κι οι αδερφίδες μου μεσοσώμαρα....
Αναμεσώς στα καλολοΐδια τση γης μας, καλόφορτωμένα στσοι μπάντες, να σοζυγιάζουνε να μη μπουμπουρίσει το χτήμα στο δύσκολο ζάλο τση Πλευράς...
Τ’ ανέδιασμα στο «Τσιφέτο» και η πρώτη οπτική επαφή με το χωριό, ήδινε στον ενθουσιασμό φτερά και μας επέτα στσ’ εφτά ουρανούς....
Κι άλλα κοπέλια ήθελα μαζωχτούνε, ασερνικά, θηλυκά, μικρότερα, μεγαλύτερα...
Να παίξομε πόλεμο στα δώματα, να κουβαλήσομε από τη βρύση του Βαρδή και τσ’ άλλες βρύσες του χωριού νερό με το σταμνί για να χει η μάνα να κάμει τη λάτρα, να σβήσει το βώλο τον ασβέστη, ν’ ασπρίζει, να μυρίσει το χωριό.....
Και πόσο μου ’ρεσε να γροικώ τον ασβέστη να χοχλακά όντεν ήσβηνε!!!!!
Κι όλη τη μέρα ο κύρης να λείπει, να μη τον αφήνουνε οι έγνοιες τση γης του, (κι ας ήτονε λίγη) ή το μεροκάματο κι όσο κουρασμένος κι αν ήτονε αργά, εκαταστένουντονε να μη λείψει από τη λειτουργιά των Παθών...
Όλοι μαζί, μικιοί μεγάλοι, γέροι, νιές, καθ’ αργά εγεμίζανε τον Άη Γιώργη....
Πήχτρα στσ’ ανθρώπους, με το ζόρε ήβανε το παπά Σπάρτη να περάσει, να σιμώσει στο κόνισμα του Χριστού και τση Μάνας Του, να τωσε διαβάσει τ’ αγιωτικά χαρθιά που εβάστα στη χέρα του...
Κι εγώ κοπελάκι, εκουράζουμουνε να στέκω....
-«Ε! Μπαμπά... Εκουράστηκα»...
-«Ε, Κάτσε εκειέ, στα πόδια μου»...
Κι εγύριζα κι εκάθουμουνε στα σκολινά του υποδήματα, σχεδόν χάμαι χάμαι....
Κι όλο κοπελίστικη περιέργεια τον ερώτουνα..
-«Ιντα ναι κειονέ; Γιάντα ναι ετσέ κειονέ; Γιάντα έχει το πανί ο Χριστός μόνο στα σκέλια του κι ο αποδέλοιπος είναι γδυμνός;»...
Και σαφή είχε το σωστό λόγο να μου δώσει...
Να μ’ αρμηνέψει, να μου εξηγήσει, να ικανοποιήσει τη κάθε μου απορία...
Κι ήρχουντονε η Μεγάλη Πέμπτη...
-«Να πάμε ν ακούσομε τα δώδεκα Ευαγγέλια...
Όλα τα πάθη τα λέει εκειά»...
Και να ρθει η Μεγάλη Παρασκή....
-«Απόψε λένε τα εγκώμια»...
Κιανείς δεν εγέλα.... Πολλοί νομάτοι, γέροι και γρες, εκλαίγανε κιόλας....
-«Ο Χριστός μωρέ!! Επόθανε.... Αθρώποι τονε σκοτώσανε»....
Άντε δα να βάλει ο νους μου, ο κοπελίστικος γιάντα τονε σκοτώσανε οι αθρώποι...
Ντα, ήβανε ο νους μου ο κοπελίστικος, γιάντα εσκοτώσανε τσ’ ανθρώπους του χωριού οι Γερμανοί;
Ντα, ήβανε ο νους μου ο κοπελίστικος, γιάντα εγώ δεν είχα παππού;
Ντα, ήβανε ο νους μου ο κοπελίστικος, γιάντα ο κύρης μου, δεν είχε κύρη;
Ντα, ήβανε ο νους μου ο κοπελίστικος, γιάντα η κουφή λαλά μου, εφόρειε μόνο μαύρα;
Κι εκειά στη μαύρη σκοτεινιά, άντρες γεροί, εσηκώνανε τον επιτάφιο, τα εξαπτέρυγα εμπαίνανε ομπρός, ο παπάς εκλούθα με το ευαγγέλιό του κι από πίσω όλοι.... Μα όλοι!!!!!
Να πρωτοπάμε στον Άγιο Νικόλαο, να μνημονέψομε τσ’ αποθαμμένους, να τοσε πούμε πως έρχεται ο Χριστός και να τον υποδεχτούνε καθώς του πρέπει... Να του πούνε, να μασε συγχωρέσει, που τονε Σταυρώσαμε...
Και νηστικοί όλη τη μέρα!!!!
Κι ας είμαστε κοπέλια.... Ο χαλουβάς, καλός ήτονε, γλυκύς ο παντέρμος, μα δε με στέλειωνε....
Από τότεσας εσιχάθηκα τσι πατάτες τσοι βραστές.....
Κι ύστερα.... Την άλλη μέρα.... Μεγάλο Σαββάτο!!!!!!
Στο σβούρο εμπαίναμε όλα τα κοπέλια του χωριού να μαζώξομε ξύλα για τη φουνάρα!
Αποσπέρας, συχώρεση εζυγώναμε του Χριστού και την άλλη μέρα, εκλέφταμε τσ’ αγκαλιές από τω χωριανώ τα δώματα, τα αχύρια και τσ’ αυλές, να τα ντανιάσομε, να τα χτίσομε, να τα δούμε να κεντούνε αργά, μαζί με τον Ιούδα... τον κερατά που πρόδωσε το Χριστό....
Πολλές φορές, ’μασε πιάνανε οι νοικοκύρηδες και οι νοικοκεράδες στη κλεψά τω ξυλώ ντως, εμαλώνανέ μας τάχατες μα..... με το γέλιο!!!!
Εμείς του μπάρμπα Φίλιππα το δώμα το ρημάζαμε....
Κι ο κύρης μου, δεν επήγενε ποθές....
Ήπρεπε να σφάξει το ρίφι....
Να διαλέξει τ’ άντερα, να τα πλύνει η μάνα, να τυλίξει τα γαρδούμια, να τηγανίσει το συκωτάκι, να ετοιμάσει το τραπέζι αργά, μετά το σκόλασμα τση λειτουργιάς, να κάτσουμε να φάμε επιτέλους!!!
Δυο μέρες νηστικοί για να μεταλάβομε στην Ανάσταση.... Τσοι δυο τη νύχτα.... Η καλύτερη μεταλαβωσά!!!!!
Κι η θεία η Ελπίδα....
Πριχού βάλει τ’ Άγιο Φως στο σπίτι, ήπρεπε να κάψει ένα κλαδί αχινοπόδι στην αυλή...
-«Να κάψει τον Πιλάτο, όξω να μη πιλατεύει το σπίτι όλο το χρόνο»...
Κι ήτονε όμορφοι οι χρόνοι, αδερφέ μου τότεσας......
Κι εξημέρωνε Κυριακή!!!
Πάλι κρέας ήπρεπε να φάμε.....
Ρίφι στα κάρβουνα..... Ρίφι στο φούρνο του μπάρμπα τ’ Αθανάση....
Και το Φως το Άγιο ν’ άφτει στο καντήλι με τα κονίσματα....