Πάσχα στη Βιάννο
Απρίλης μήνας και από τα γυμνά κλαδιά των δέντρων, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου ξεμύτισαν τα πρώτα τρυφερά βλαστάρια.
Τα χελιδόνια, ο παιχνιδιάρης σπίνος και ο μαυροφόρος κότσυφας έρχονται να συντονίσουν με το κελάηδημά τους το γιορτάσι της φύσης και, όλοι μαζί, άνθρωποι, ζώα, φυτά, βρίσκονται σ' έναν οργασμό αναδημιουργίας αυτή την εποχή της άνοιξης, όπου νικήτρια η ζωή απολυτρώνεται από το βραχνά του χειμώνα, που με θύελλες, χιόνια, παγωνιές, προσπάθησε να τη συντρίψει.
Νερά στα ρυάκια και στα ποτάμια κελαρύζουν κι οι πηγές του Μαυρικού, του Σκλαβού, του Κουντρουβή, καθρεπτίζουν τον ήλιο που χρυσώνει τα μικρά βοτσαλάκια και τα μαύρα κοχύλια στον πάτο της πηγής.
Και δεν τον χορταίνεις αυτό τον τόπο με τις τόσες ομορφιές και τα τόσα αρώματα. Και νιώθεις μέσα σου να φουντώνει μια καινούρια δύναμη, μια χαρά ακράτητη, μια υπέρτατη αγαλλίαση, καθώς πλησιάζει η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα.
Και τρέχουν οι γυναίκες να προλάβουν να ασπρίσουν, να καθαρίσουν τα σπίτια και τους δρόμους, να πλύνουν τα κρεβατόρουχα για να μυρίσει πάστρα και ασβέστη ο τόπος. Και λαχταρούν να υποδεχτούν τα ξενιτεμένα παιδιά τους, τ’ αδέλφια, τους συγγενείς που θα έρθουν για να περάσουν μαζί αυτές τις μέρες. Η εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου δε θα χωρέσει τόσο κόσμο και ο γυναικωνίτης θα γεμίσει κι αυτός, από τις γυναίκες που θέλουν να ακούσουν και να απολαύσουν με την ησυχία τους, τους θεϊκούς ύμνους των ημερών βγαλμένους από τα στόματα του αείμνηστου Γεωργίου Ραπτάκη (Πιτήδειου) και του Μανόλη Στρατάκη, που με τη μελωδική φωνή του γέμιζε με φως το τροπάριο της Κασσιανής, τη Μεγάλη Τρίτη (Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή). Μα και η φωνή του Πιτήδειου, γεμάτη μουσικότητα και γλύκα, έδινε ξεχωριστό νόημα και βαρύτητα στους ύμνους.
«Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον». Κι έτσι μέσα σ’ αυτό το κλίμα το θεϊκό, της κατάνυξης, της προσευχής και της νηστείας, φθάνουμε ως τη Μεγάλη Παρασκευή.
Έναν καλαμένιο σταυρό με στερεωμένο πάνω του ένα σύνολο από ωραίες βιόλες, λεμονανθούς, αγριοζούμπουλα κι αρισμαρί κρατούν στο ένα χέρι τα παιδιά και στο άλλο την οκά για το λάδι. Τρέχουν χαρούμενα και βιαστικά από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας: «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα». Μεγάλη μέρα… πένθιμη, με νόημα θρησκευτικό κι ακατάλυτο για τη Χριστιανοσύνη, που θαρρείς πως κάθε χρόνο ο Ιησούς σε κάποια μακρινή Ιουδαία ξεκινάει να ανέβει το Γολγοθά για χάρη των ανθρώπων.
Το στόλισμα του Επιτάφιου, με τα μαγιάτικα ρόδα που σκορπούν τόση μοσχοβολιά, τις ανθισμένες μαχαιρίδες, τα γιασεμιά, τη μαντζουράνα, τη μέντα, τα καρυοφύλλια και τ’ αρισμαρί, μαζί με το λιβάνι, χύνουν ένα θεϊκό άρωμα λύτρωσης, που λες κι ήπιες το νάμα που θ’ ανοίξει τις πύλες του παραδείσου.
Η αποκαθήλωση και το «Αι γενεαί πάσαι», μας περιέλουαν με ανατριχίλα και δέος, με αποκορύφωμα την περιφορά του Επιταφίου στο χωριό με τα’ αναμμένα κεριά και τη συνάντησή του κάτω από το πλάτανο με τον Επιτάφιο του Αγίου Δημητρίου, της Αγίας Αικατερίνης και με πλήθος κόσμου να ψάλλει. Εικόνες βαμμένες με χρώματα που δεν ξεθωριάζουν με το πέρασμα των χρόνων. Και φθάνουμε στο Μεγάλο Σάββατο με τις τελευταίες ετοιμασίες, για να τα προλάβουμε όλα μέχρι τη νύχτα που οι καμπάνες θα σημάνουν χαρμόσυνα το κάλεσμα της Ανάστασης, της λύτρωσης, που αναδύεται από τη Θεία εκείνη ακολουθία, όπου με την Ανάσταση του Κυρίου, περνάμε από τον θάνατο στη ζωή κι από τη ζωή στα ουράνια.
Ήδη έχουμε μπει σ’ ένα κλίμα χαλάρωσης και ευθυμίας. Η πλατεία καθαρή και κάτασπρη με τα ασβεστωμένα πεζοδρόμια, καλωσορίζει τους τελευταίους ξενιτεμένους που καταφθάνουν χαρούμενα κι ευτυχισμένα καθώς ξαναβρίσκονται στον τόπο τους.
Οι λαμαρίνες με τα καλιτσούνια, τ’ αυγοκούλουρα και τα γαλατερά, άλλα ψημένα κι άλλα άψητα, πάνε κι έρχονται στους φούρνους κι οι μυρωδιές του βάλσαμου και της κανέλας, που ξεχύνονται από κάθε σπίτι, πλημμυρίζουν τους δρόμους και τα σοκάκια.
Και τα παιδιά του χωριού που έχουν ξεκινήσει από τη Μεγάλη Δευτέρα κιόλας να κουβαλούν ξύλα για τη φουνάρα με την οποία θα καεί ο Ιούδας, είναι έτοιμα και περιμένουν τη στιγμή του «Χριστός Ανέστη» για να δώσουν τη σπίθα και ν’ ανάψουν τον μεγάλο σωρό από τα ξερά κλαδιά που βρίσκονται στον περίβολο της εκκλησίας, για να χαρούν και ν’ απολαύσουν τον ανταγωνισμό για τη μεγαλύτερη φουνάρα της ενορίας τους.
Οι παρέες στα καφενεία του Χαρίλαου Πετράκη, του Τριγωνάκη και στον Πέρα Πλάτανο όλο και πληθαίνουν.
Ποιος μπορεί να αντισταθεί στο κάλεσμα του Κοντυλογιάννη, του Νοσοκόμου, του Βαγγέλη Ηγουμενίδη, του Λευτέρη Μαστρογιωργάκη, του Μίμη Μιχελογιαννάκη, του Μανόλη Κονδυλάκη (δασκάλου), του Γιάννη Τζαμουζάκη και τόσων άλλων, για μια ρακή που συνοδεύεται με χλωροκούκια, αγγινάρα κι ελιές πάνω στο τρίποδο σιδερένιο τραπεζάκι;
Ποιος όμως μπορεί να σκιαγραφήσει αυτές τις φυσιογνωμίες; Για να μην τις νοθεύσω θα τις αφήσω ανέγγιχτες στη μνήμη σας, όπως εσείς τις έχετε αξιολογήσει.
Για το «Νοσοκόμο», γνωστό κι αγαπητό σε όλους μας, θα πω δυο λόγια παραπάνω για το αστείρευτο χιούμορ του και τη προθυμία που τον διέκρινε μέσα από το δικό του πόστο, ως νοσοκόμου, στον Υγειονομικό Σταθμό της Βιάννου, τόσα χρόνια κοντά στον αξέχαστο και εκλεκτό επιστήμονα, γιατρό Βαγγέλη Ηγουμενίδη.
Μα και ο Αραπόκωστας, μια ξεχωριστή φυσιογνωμία, ένας αληθινός και ακέραιος άνθρωπος, με μια αξιοθαύμαστη ελευθερία στη σκέψη και το λόγο, είχε κατακτήσει τη θέση που του ταίριαζε μέσα στη φύση και μέσα στην κοινωνία και ήταν αξιοθαύμαστη η ανθρώπινη υπόστασή του.
Έφυγε λοιπόν ένα Μεγάλο Σάββατο από τη μάντρα του Κρασά, φόρτωσε τα τυρομύζηθρα και τα σφαχτάρια κι ήρθε στη Βιάννο να κάμει Λαμπρή με τα παιδιά του και την Αγάπη, τη γυναίκα του, που είχε φύγει νωρίτερα εκείνη από τη μάντρα για να φτιάξει τα καλιτσούνια. Χουβαρντάς, φιλότιμος και με μεστωμένο μυαλό, πετούσε έξυπνες ατάκες, μ’ έναν ξεχωριστό τρόπο έκφρασης που ξεχείλιζε ανθρωπισμό κι αλήθεια.
Ο ήλιος, κόκκινος είχε πάρει για τα καλά τον κατήφορο κι ο Κωστής δεν το θεωρούσε απαραίτητο να διακόψει την παρέα του και να πάει σπίτι, να πλυθεί, να βάλει τα σκολινά του για την εκκλησία.
«Είπα εγώ τώρα… από παέ κατευθείαν στο μοναστήρι».
Οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα… Λαμπρή… Ποια ομορφότερη λέξη ταίριαζε σ’ αυτή τη φωτεινότερη μέρα της Χριστιανοσύνης;
Στολισμένος ήταν όλος ο κόσμος με τα καινούρια λαμπριάτικα ρούχα.
Από τα παλιά χρόνια ήταν έθιμο οι άνθρωποι την ημέρα της Λαμπρής να φορούν καινούρια ρούχα. Για να προφτάσουν οι γυναίκες να τα υφάνουν και να τα ετοιμάσουν, έπρεπε από πολύ νωρίς, ήδη από την αρχή του Τριωδίου, να στήσουν τ’ αντυφαντικό.
Την πρώτη Κυριακή, λοιπόν, του Τριωδίου ο παπάς ανακοίνωνε στο εκκλησίασμα ότι πλησιάζει η Λαμπρή.
Αυτή η επίσημη ανακοίνωση του παπά ονομαζόταν «Προφωνή». Από το έθιμο αυτό βγήκε η παροιμία: «Ακούσατε την Προφωνή, γυναίκες στο πανί».
Και ξαναρχόμαστε στη βραδιά του Μεγάλου Σαββάτου. Ο Μιχαήλ Αρχάγγελος είναι φωταγωγημένος και ασφυκτικά γεμάτος. Το «Δεύτε λάβετε φως» και η έξοδος στην πλατεία για να γίνει η Ανάσταση με τις αναμμένες λαμπάδες, πολλές φορές δημιουργούσε προβλήματα στους απρόσεκτους.
Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο μας φαινόταν ατελείωτο, αλλά οι καρδιές άνοιγαν σαν τα λουλούδια της άνοιξης και το Άγιο Φως πλημμύριζε τους ανθρώπους. «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών» ψάλλουνε όλοι μαζί…
Δίπλα μας παρέα ο Νοσοκόμος, ο Μύρος με τις οικογένειές τους, ο Αραπόκωστας πιο δίπλα, χαίρονταν τις στιγμές με το δικό τους τρόπο. Μια απρόσεκτη κίνηση του Γιώργη Κοτσιφάκη (Τσουδή), που κι αυτός έφυγε από το Αφρατί, για να ’ρθει στην Ανάσταση, είχε σαν συνέπεια ν’ αρπάξει φωτιά ένας σκλαμός απ’ τα μαλλιά του, που του ’κρυβε το μάτι. Αυτό στάθηκε αφορμή, να μην μπορούν να συγκρατήσουν το γέλιο τους ο Μύρος, ο Λευτέρης κι ο Νοσοκόμος. Στην προσπάθειά του να δικαιολογηθεί, πώς την πάτησε έτσι, έβαλε λάδι στη φωτιά, λέγοντας: « Εκειά που ξάνοιγα να μη με τσουδίσουνε, ετσουδίστηκα αμουναχός μου»!
Ε… τότε ήταν που τα πνιχτά γέλια, ξέσπασαν με ομοβροντία μέχρι δακρύων, με αποτέλεσμα τις αποδοκιμασίες των διπλανών. Ο Αραπόκωστας, που τελούσε εν ευθυμία δεν συμφωνούσε με τη.. διαγωγή του Μύρου, του Λευτέρη και του Νοσοκόμου, που δεν σέβονταν την ιερότητα της στιγμής.
Πλησιάζει το Νοσοκόμο, τον πιάνει από το χέρι με δύναμη και τον τραβά κοντά του: «Πάμε εμείς τώρα κακομοίρη μου». Ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει, με τις αναμμένες λαμπάδες στα χέρια, για τα σπίτια τους. Ο Αραπόκωστας με το Νοσοκόμο, που κάθονται στην ίδια γειτονιά προχωρούν για το Πετρούνι αγκαλιασμένοι. «Μαζί και στον κάτω κόσμο Μιχάλη», λέει ο Κωστής. «Μαζί», απαντά ο Νοσοκόμος «και στον ίδιο λάκκο γείτονα, μόνο εγώ από πάνω, για να βγαίνω εύκολα και να κάνω τσι βελόνες των ανθρώπων».
«Όι κακομοίρη μου, όι … εγώ από πάνω, είπα τώρα εγώ από πάνω… γιατί τα ωζά μου ’μένα, μωρέ, ποιος θα τ’ αρμέει, ε;».
Ποιος ξέρει αν τα βρήκαν για τη θέση τους στον Κάτω Κόσμο. Το σίγουρο είναι πως το ξημέρωμα, τον Κωστή και την Αγάπη, τους βρήκε στου Κρασά, με την Αγάπη στο σωμάρι του μουλαριού και τον Κωστή στην καπούλα. Το μουλάρι, που ήξερε καλά το δρόμο και τα μονοπάτια, τους μετέφερε με ασφάλεια κοιμισμένους, όπως κι άλλες πολλές φορές στη Μάντρα. Και μια τέτοια νύχτα αγάπης, αγαλλίασης και λύτρωσης που αναδύεται από τη θεία εκείνη ακολουθία «και τους μισούσιν ημάς συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει», πώς είναι δυνατόν οι μελωδίες του Μύρου Κουτρουμπά, του Σαββαντωνιού, του Καλαϊτζή, του Νίκου Ραπτάκη (Μπουλιού), του Μιχάλη Κουσκουμπέκη, του μαντολίνου του Βαγγέλη του Νίκου, του Αντώνη τση Καλογράς, του Γιάννη Πετράκη, του Μιχάλη Πλαντζουνάκη, του Μανώλη Μυλωνάκη, του Δημήτρη Ραπτάκη (Μελίτακα), του Νικολή, του Γιάννη και του Σήφη Κόμη, αλλά και του Μανώλη Παπαγιάννη, να μη φθάσουν στους ψηλούς αιθέρες και να στείλουν με τη μελωδία της στραταρίδας, του φλισκούνη, του καρυδιώτη, ευχαριστήριους ύμνους στους ουρανούς;
*Από το βιβλίο της συγγραφέως με τίτλο «Μνήμες πάνω απ’ τη Βιάννο»