Ο μπάρμπα Κωστής
Τρεις κι ο κούκος, απομείναμε στα χωριά. Ειδικά το χειμώνα, που οι περισσότεροι μαντρίζονται από νωρίς στα σπίτια, δυο-άντε τρεις- θα δεις στο καφενείο. Ανάλογα με την εποχή κι η κουβέντα.
Στο φόρτε του το λιομάζωμα κι όπως είναι φυσικό, αυτό είναι το θέμα της συζήτησης. Άλλωστε, «κι από τη Βιάννο λάδι» λέει η παροιμία.
Σήμερα βρέθηκα στο καφενείο με τον μπάρμπα Κωστή και τον μπάρμπα Μιχάλη. Ο Κωστής στα ογδόντα τέσσερα κι ο Μιχάλης στα ογδόντα έξη. Πάλεψαν, αγωνίστηκαν, φύτεψαν κι αγόρασαν μουρέλα, μεγάλωσαν και σπούδαξαν παιδιά. Με άλλα λόγια κάμανε καλιμέντο. Τώρα, στη δύση της ζήσης τους έχουν πολλές μνήμες. Κάποιες τους φέρνουν ικανοποίηση, κάποιες άλλες όμως τους κερνούν πίκρα κι απογοήτευση.
«Επομαζώξετε ή έχετε ακόμη πολλές», ρώτησε τον μπάρμπα Κωστή ο Μιχάλης. «Να πομαζώξω ίντα, αφού τσ’ έχω δοσμένες με νοίκι», αποκρίθηκε ο υπερήλικας. «Πόσο τσοι ’νοίκιασες», ήταν το συνακόλουθο ερώτημα. Η απάντηση ήρθε σαν κεραμίδα: «εννιακόσια γραμμάρια λάδι το μουρέλο»!!! Από τα τετρακόσια μεγάλα αυτά ελαιόδεντρα, που για να έρθουν σε έναν ικανοποιητικό-παραγωγικό παρανομαστή μάδησαν τα χέρια του, προσπορίζεται το ευτελέστατο έσοδο των 360 κιλών λάδι… που αν το μετατρέψουμε σε χρήματα θα αρχίσουμε όλοι μαζί να κλαίμε…
Ωστόσο, τα… ραπίσματα δεν είχαν τελειώσει. «Την επιδότηση ποιος την παίρνει;», ήταν το ερώτημα της «φωτιάς». Ο μπάρμπα Κωστής αναστέναξε και οι αναστεναγμοί του φτάσανε μέχρι του Πρίτζηπα και ίσαμε κάτω στο Σκινολάκι, στους τόπους που άφησε κομμάτια απ’ την ψυχή του και στα χώματά τους έχει χύσει τόνους ιδρώτα! «Ο ενοικιαστής την παίρνει ολόκληρη», απάντησε με πίκρα, ανάκατη με θυμό και αγανάκτηση. Και σαν να κατάλαβε την εύλογη απορία μας, έσπευσε να συμπληρώσει: «Ίντα να ’κανα, απού τα παιδιά μου όχι μόνο αλαργοξοριστήκανε, αλλά… ούτε την ελάχιστη σημασία δίνουνε»…
Ακούμπησα το χέρι μου στο μέτωπό μου να κρατήσω το κεφάλι μου. Αισθανόμουν αφόρητη ζάλη, καθώς όλα αυτά που άκουγα με σκότωσαν…
Ο μπάρμπα Κωστής δεν μπορούσε (ίσως και δεν ήθελε) να νοιαστεί, μήτε για τον δάκο μήτε για το γλοιοσπόριο… Τον κατάλαβα από τη θολούρα στα μάτια του, πως ήδη είχε γυρίσει πίσω την μπομπίνα της ζήσης του και περνούσαν από μπροστά του όλες οι σκηνές της κούρασης και των στερήσεών του, προκειμένου να καλλιεργήσει σωστά τα δυο γονικά, αλλά και οι αγορές που έκαμε για να αυγατίσει το εισόδημα… Θυμήθηκε όταν ερχότανε με την κερά του από τα Μαυρογούλια με τους γαιδάρους και βρεχότανε σ’ όλη τη διαδρομή, γιατί ο Θεός δεν έριχνε τα μάτια του τόσο χαμηλά…
Θυμήθηκε και τότε που ζεμάτιζε ο κόσμος από την αφόρητη κάψα, κι εκείνος κουβαλούσε με το γάιδαρο το νερό σε δυο στρατιωτικές κανίστρες, για να ποτίσει τα νεοφυτεμένα μουρελάκια. Θυμήθηκε ακόμη και τα ξενύχτια του για να πάρει νομπέτη και να ποτίσει στο άλλο λιόφυτο. Θυμήθηκε βέβαια και τις πρώτες χαρές όταν τα πρωτοείδε να κλιβάζουν με καρπό!
… Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα μπορεί ακόμη ο μπάρμπα Μιχάλης κι ο μπάρμπα Κωστής να μας δωρίζουν τη σοφία και τις αναμνήσεις τους.
Εκείνο όμως που ξέρω είναι πως, οι επιγενόμενοί τους θα ακούν «μουρέλο» και θα νομίζουν ότι είναι κάτι σαν το αβοκάντο… Στο μεταξύ… θα εύχονται να είναι γεροί ο Μπλένταρ κι ο Λέοναρτ, για να τους δίνουν ένα μπουκάλι λάδι για να μην τρώνε αλάδωτη την σαλάτα τους…