Ο Μίμης, ο Μηχανικός
Ένα μικρό αφιέρωμα στον άνθρωπο που πάσχιζε για να έχουμε οι Βιαννίτες ηλεκτρικό ρεύμα στα σπίτια μας, ενώ ήταν καθοριστικός ο ρόλος του στο να έρθει ο κινηματογράφος στη περιοχή!
Αν ρωτούσες να σου πουν, στην Άνω Βιάννο, για τον Μίμη Κοκολάκη, θα υπήρχε μια σχετική δυσκολία στο να εντοπίσουν τον άνθρωπο που είχε αυτό το ονοματεπώνυμο. Αν όμως ζητούσες να σου πουν για τον «Μίμη, το Μηχανικό», αμέσως σκεφτόσουν έναν ωραίο, μειλίχιο, ευγενή και πολλαπλά χρήσιμο Βιαννίτη.
Αφορμή για την αναφορά μας αυτή στάθηκαν τα ωραία-βαθύτατα συναισθηματικά-λόγια που έγραψε η κόρη του, η αγαπημένη μας φίλη Διαμάντα Κοκολάκη-Κόμη παραθέτοντας και δύο πολύ όμορφες φωτογραφίες, που αποτυπώνουν με σαφήνεια το προφίλ του Μίμη «του Μηχανικού», του ανθρώπου που, εκτός όλων των άλλων, ήταν ο άνθρωπος που πάσχισε για να έχουμε οι Βιαννίτες ηλεκτρικό ρεύμα στα σπίτια μας, ενώ ήταν καθοριστικός ο ρόλος του στο να έρθει ο κινηματογράφος στη Βιάννο!
Ας δούμε όμως τα όσα γράφει η κόρη του:
«Μετά την γιορτή της μητέρας, νοιώθω την ανάγκη να γράψω λίγα λόγια και για τον κύρη μου, τον Μίμη τον Μηχανικό, όπως τον αποκαλούσαν οι Βιαννίτες. Πέθανε πρόωρα, μήνα Μάιο.
Άνθρωπος εσωστρεφής, λόγω και της ορφάνιας από την μάνα του Διαμάντα. Τους άφησε μικρά παιδιά 4 και 6 χρόνων, αυτόν και τον αδελφό του Γιώργη, τον υπέροχο «Πανίσο».
Δεκατεσσάρων χρόνων έφυγε κρυφά από το χωριό για το Ηράκλειο, όπου με την συμπαράσταση του αείμνηστου αδελφού της μάνας του, Μιχαλάκη Αγγουράκη, έμαθε την τέχνη του μηχανικού. Υπέρμαχος της συνεταιριστικής ιδέας, προσλήφθηκε νεότατος ως μηχανικός στον Συνεταιρισμό Άνω Βιάννου. Είχε την ευθύνη για τις μηχανές του ελαιουργείου, του αλευρόμυλου και αργότερα της γεννήτριας που έδινε ρεύμα στο χωριό μιας και η ΔΕΗ (που τον προσέλαβε πολύ αργότερα),δεν είχε συνδεθεί με την Βιάννο.
20 ώρες καθημερινά έμενε στο εργοστάσιο! Τα δουλεμένα πλατειά χέρια του, ήσαν μαύρα και δεν καθάριζαν όσο κι αν τα σαπούνιζε. Μύριζε ολόκληρος πετρέλαιο, επειδή όταν πάθαιναν βλάβες οι μηχανές, μόνος του τις έλυνε για να τις διορθώσει με πολύ άγχος. Παρά την ταπεινότητα και την εσωστρέφεια, έκρυβε μέσα του ανείπωτη τρυφερότητα.
Αναφέρω τρία περιστατικά:
Πεθαμένος πια, κι εγώ γυναίκα μεγάλη, κάτω από τον Μεγάλο Πλάτανο της Βιάννου, κάθονταν παλιοί εργάτες του εργοστασίου. Όταν με αναγνώρισαν με δυνατή φωνή μου μίλησαν με απροκάλυπτη αγάπη για τον μηχανικό τους και τον δίκαιο και δημοκρατικό τρόπο που τους φερόταν. Τόσο που συγκινημένη ένιωσα ενοχή, γιατί μικρή εγώ, ζώντας στην Βιάννο των γραμμάτων, ένιωθα ντροπή για τα μαύρα του χέρια.
Ο αγαπημένος φίλος Δημήτρης Σπανάκης, μου είπε: «Πηγαίναμε κάθε χρόνο όλα τα παιδιά να του πούμε τα κάλαντα. Όχι μόνο μας καλοδεχόταν, αλλά μας αντάμειβε γενναιόδωρα».
Κι ένα τελευταίο: Είχε ένα παλιό μηχανάκι. Με αυτό πήγαινε στο διπλανό χωριό, το Βαχό, χωρίς να έχει άλλη δουλειά για να δώσει στην ξαδελφούλα μου, μικρότερη από εμένα την τεράστια πλάκα σοκολάτας και το τσίγκινο κουτί με γεμιστά μπισκότα που έφερνε από την πόλη «για το κοπέλι όπως έλεγε».
Τότε δεν αγκαλιαζόμαστε. Τα φιλιά μόνο για τους αποχωρισμούς. Σου δίνω τώρα πατέρα τις αγκαλιές που τότε δεν έδωσα. Είμαι περήφανη για σένα».
Λεζάντα : Στην κεντρική φωτογραφία, αριστερά καθιστός ο Μίμης Κοκολάκης πλαισιωμένος από εργάτες του συνεταιριστικού ελαιουργείου.
Στη δεύτερη φωτογραφία ο Μίμης Κοκολάκης και η σύζυγός του Ελευθερία Ραπτάκη